«What have we done, Maggie, what have we done?/ What have we done to England?» τραγουδούσαν οι Pink Floyd το 1983. To «The Post War Dream» αναφερόταν στην αποβιομηχάνιση, στο κλείσιμο των μεγάλων ναυπηγείων στον ποταμό Κλάιντ της Γλασκώβης και στην ανάθεση των συμβολαίων για την κατασκευή των βρετανικών ποντοπόρων πλοίων στην Ιαπωνία. «Should we shout, should we scream/ «What happened to the postwar dream»?» ρωτούσε ρητορικά ο προτελευταίος στίχος τη «Μάγκι», την πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ.
Στην πραγματικότητα ήταν ευθεία βολή εναντίον της ως υπεύθυνης για την κατεδάφιση του «μεταπολεμικού ονείρου» μιας Βρετανίας μεγαλύτερης ισότητας, πλήρους απασχόλησης και κράτους πρόνοιας. Οι Pink Floyd ωστόσο βρίσκονταν τη δεδομένη χρονική στιγμή στη λάθος πλευρά της Ιστορίας. Τον Ιούνιο του 1983 η Θάτσερ θα κέρδιζε με άνεση τη δεύτερη θητεία της, άθλο που θα επαναλάμβανε εξίσου άνετα το 1987.
Ηγετική μορφή του αναδυόμενου νεοφιλελευθερισμού, ασυμβίβαστη στις πολιτικές της θέσεις, χαρακτήρας πεισματικός και αμετάπειστος, επρόκειτο να μετατοπίσει δεξιότερα το κέντρο της βρετανικής πολιτικής σκηνής, να κυριαρχήσει σε αυτήν επί 11 χρόνια και να αποχωρήσει απρόθυμα πριν από 30 χρόνια, στις 28 Νοεμβρίου 1990, όταν η διαρκής φιλόνικη στάση της κούρασε πια, εκτός από την κοινωνία, και το ίδιο της το κόμμα.
Γεννημένη στο Γκράνθαμ του Λίνκολνσιρ στις 13 Οκτωβρίου 1925, η Μάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς ήταν κόρη καταστηματάρχη και τέκνο της επαρχιακής Αγγλίας. Γυναίκα παραδοσιακών αξιών, ανήλθε κοινωνικά έχοντας σπουδάσει στην Οξφόρδη την υποτιθέμενα ανοίκεια για το φύλο της εκείνη την εποχή επιστήμη της Χημείας. Εργάστηκε για μερικά χρόνια στη βιομηχανία BX Plastics προτού παντρευτεί τον επιτυχημένο επιχειρηματία Ντένις Θάτσερ και εισέλθει στην πολιτική ως υποψήφια βουλευτής των Συντηρητικών. Εδρα θα κέρδιζε μόλις το 1959.
Στο μεταξύ, με τη στήριξη των γονέων και του συζύγου της είχε προλάβει να σπουδάσει νομικά και να ασκήσει τη δικηγορία ειδικευόμενη στη φορολογία. Η άνοδός της εντός του κόμματος ήταν σταθερή: κάτοχος επιτελικού πόστου στο υπουργείο Συντάξεων επί Χάρολντ Μακμίλαν το 1961, υπουργός Παιδείας και Επιστημών στην κυβέρνηση του Εντουαρντ Χιθ το 1970 – επωφελήθηκε της ήττας του τελευταίου στις διπλές εκλογές του 1974 προκειμένου να τον εκθρονίσει.
Τι κόμιζε αντί αυτού στη βρετανική πολιτική η Μάργκαρετ Θάτσερ; Ενα επιθετικό μείγμα μονεταρισμού, ιδιωτικοποιήσεων, ελεύθερης αγοράς, επιχειρηματικότητας, πατριωτισμού και ατομισμού, γράφει στο βιβλίο του «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» (εκδ. Αλεξάνδρεια) ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ. Δεν εμφανίστηκαν όλα ταυτόχρονα, και μάλιστα τα περισσότερα έπονται της νίκης της στις εκλογές της 3ης Μαΐου 1979, απόρροια του καταστροφικού «Χειμώνα της δυσαρέσκειας», όταν οι Εργατικοί του Τζέιμς Κάλαχαν υπέκυπταν στα συνδικάτα παραχωρώντας αυξήσεις μισθών έπειτα από ένα μπαράζ απεργιών και συγκρούσεων.
Αντί της ενδοτικότητας των προκατόχων της η Θάτσερ υιοθέτησε ένα ύφος άσκησης της εξουσίας ταιριαστό στο προσωνύμιο «Σιδηρά Κυρία», επινόηση ενός δημοσιογράφου του «Ερυθρού Αστέρα», της σοβιετικής εφημερίδας του Κόκκινου Στρατού, που η ίδια αποδέχθηκε ασμένως. Υιοθέτησε επίσης ένα διακριτό εμφανισιακό στυλ με μπόλικη λακ, αγέρωχο ύφος και ψηλοτάκουνες γόβες, αποπνέοντας μια παράξενη γοητεία. Λυρικότερα από όλους την περιέγραψε ο γάλλος πρόεδρος και θαυμαστής της, Φρανσουά Μιτεράν: «Εχει τα μάτια του Καλιγούλα και το στόμα της Μέριλιν Μονρόε».
Ο μύθος αυτής της απροσδόκητης Μέριλιν τη θέλει να επιβιώνει τα τρία πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής της χάρη στη θέλησή της και μόνο. «Εσείς αλλάξτε πορεία, αν θέλετε. Η Κυρία δεν αλλάζει πορεία» δήλωνε στο συνέδριο των Συντηρητικών το 1980, όταν η οικονομική της πολιτική φαινόταν να αποτυγχάνει οικτρά. Ο εναγκαλισμός του μονεταρισμού, ριζοσπαστική τομή σε σχέση με το παρελθόν, δεν έφερνε αποτελέσματα, η χώρα βυθιζόταν στην ύφεση, η κυβέρνηση ήταν αντιδημοφιλής, η ίδια ακόμα περισσότερο. Αν η δυσφορία των υπουργών της δεν μεταφράστηκε σε αμφισβήτηση, αυτό οφείλεται σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ιστορικού Ρίτσαρντ Βάινεν στο βιβλίο «Thatcher’s Britain» (εκδ. Pocket Books) στην πίστη τους στη θεωρία του «ώριμου φρούτου».
Αντί να πέσει όμως, η «Σιδηρά Κυρία» επιβίωσε ως την κρίση των Φόκλαντ και χάρη σε αυτήν ολόκληρο το κυβερνητικό κλιμάκιο στέφθηκε με το φωτοστέφανο των αγίων, ενώ προηγουμένως είχε αρχίσει να χωρίζεται από τον γραμματέα της σε φίλους και εχθρούς, σε «ήρωες» και «ερπετά». Τα νησιά των 1.800 κατοίκων και των 600.000 προβάτων θα καταλαμβάνονταν από την Αργεντινή στις 2 Απριλίου 1982 και θα ανακτώνταν από τους Βρετανούς δύο μήνες και κάτι αργότερα. «Διαμάχη δύο φαλακρών για μια χτένα», όπως τη χαρακτήρισε ο κορυφαίος αργεντινός λογοτέχνης Χόρχε Λουίς Μπόρχες, υπήρξε ταυτόχρονα και υπόθεση γοήτρου που ανόρθωσε το κύρος της Θάτσερ και έριξε τη χούντα του στρατηγού Γκαλτιέρι. Από τη στιγμή εκείνη η βρετανίδα πρωθυπουργός θα ήταν απρόσβλητη από οποιαδήποτε εσωκομματική αμφισβήτηση, θα ηγούνταν της πολιτικής αποστρατείας της γενιάς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και θα κατατασσόταν επίσημα στα «γεράκια» της ευρωπαϊκής πολιτικής. Οχι μόνο είχε διαγράψει την ήττα του Σουέζ το 1956, είχε ξυπνήσει και τη λαϊκή ανταπόκριση, την οποία όσοι στην Αριστερά δεν έβλεπαν, σχολίαζε ο κορυφαίος μαρξιστής ιστορικός Ερικ Χόμπσμπαουμ, «έπρεπε να αναθεωρήσουν σοβαρά την όποια ικανότητά τους να προβαίνουν σε πολιτικές αναλύσεις».
Οι τυφλοί ήταν πολλοί, μεταξύ των οποίων ο Αρθουρ Σκάργκιλ, ηγέτης του Εθνικού Συνδικάτου των Ανθρακωρύχων. Διάδοχος του διαλλακτικού Τζο Γκόρμλεϊ, προτίμησε την κατά μέτωπο αντιπαράθεση με την κυβέρνηση τον Μάρτιο του 1984, όταν η χρόνια πτωτική πορεία της παραγωγής, συνέπεια της σταδιακής εξάντλησης των αποθεμάτων, έγινε φανερό ότι θα αντιμετωπιζόταν με κλείσιμο ορυχείων. Παρά τη μαχητική προάσπιση της απεργίας και την υποδειγματική υπομονή δεκάδων χιλιάδων απεργών επί έναν χρόνο, η κυβέρνηση της Θάτσερ ήταν υλικά προετοιμασμένη και οι ίδιοι οι συνδικαλιστές διχασμένοι: οι διαφωνούντες ανθρακωρύχοι των Μίντλαντς δεν σταμάτησαν να εργάζονται, σπουδαίες διακοπές ρεύματος δεν υπήρξαν, η απεργία έληξε τον Μάρτιο του 1985 σηματοδοτώντας την παρακμή του κραταιού βρετανικού συνδικαλιστικού κινήματος και το απόγειο του «θατσερισμού».
«Iron Lady» εντός και εκτός συνόρων
Οποιος αναζητεί σαφήνεια στον θατσερισμό το κάνει μάταια. «Πολιτικό φαινόμενο», όπως επισημαίνει ο ιστορικός Ντέιβιντ Κάνανταϊν στο βιβλίο «Μάργκαρετ Θάτσερ. Η ζωή και η κληρονομιά της» (εκδ. Παπαδόπουλος), είχε μεν περιεχόμενο, όχι όμως και συνοχή. Η Θάτσερ δεν είχε διατυπώσει στην αντιπολίτευση το ριζοσπαστικό οικονομικό πρόγραμμα με το οποίο κυβέρνησε το 1979 ούτε και η εκπεφρασμένη εκτίμησή της στον νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο Φρίντριχ Χάγεκ σήμαινε ότι είχε διαβάσει τα έργα του από νωρίς. Ακόμα και η μόνιμη σταθερά της πολιτικής της, ο προσανατολισμός προς τις ΗΠΑ, δεν ήταν άνευ όρων: αντιτάχθηκε στον λεγόμενο «Πόλεμο των Αστρων», την πρωτοβουλία αντιπυραυλικής άμυνας του Ρόναλντ Ρέιγκαν, γιατί φοβόταν ότι θα μπορούσε να οδηγήσει τους Αμερικανούς σε αποστασιοποίηση από την υπεράσπιση των συμμάχων τους.
Οσο για την ευρωπαϊκή της πολιτική, υπήρξε επιεικώς αντιφατική. Φιλική προς την ΕΟΚ αρχικά, βρέθηκε στη συνέχεια να κραδαίνει το τσαντάκι της απειλητικά στις συνόδους κορυφής ζητώντας τη μείωση των βρετανικών εισφορών και στο τέλος της θητείας της αρεσκόταν να επικρίνει ανοιχτά το «υπερκράτος των Βρυξελλών». Κατά τον Βάινεν ήταν έως έναν βαθμό ζήτημα αυτοθαυμασμού: «Η ικανοποίηση με την οποία η Θάτσερ έβλεπε τα επιτεύγματά της στη Βρετανία την έκανε να θαυμάζει λιγότερο την ηπειρωτική Ευρώπη». Το ίδιο ίσχυε και για την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου: η ευρωπαϊκή ενότητα ήταν αναγκαία εν όψει της απειλής της Σοβιετικής Ενωσης, η εξασθένηση του κομμουνισμού συνεπαγόταν και τη μείωση της σημασίας της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, η διαφαινόμενη γερμανική ενοποίηση μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού δημιουργούσε μια κυρίαρχη ευρωπαϊκή δύναμη υπό τον αντιπαθή στην ίδια καγκελάριο Χέλμουτ Κολ.
Συμπάθειες και αντιπάθειες έπαιζαν μείζονα ρόλο στην πολιτική καθημερινότητα της Θάτσερ. Δεν ήταν τυχαία η χημεία της με τους Ρέιγκαν, Γκορμπατσόφ και Μιτεράν, την εσωτερική πολιτική όμως επηρέασαν αποφασιστικά οι προσωπικές της σχέσεις. Πλήθος ανδρών υπουργών (μία μόνο γυναίκα πέρασε το κατώφλι των κυβερνήσεών της, η βαρόνη Γιανγκ, και μόνο για δύο χρόνια, από το 1981 έως το 1983) ανήλθαν ως ευνοούμενοι και απήλθαν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, όταν οι περιστάσεις απαιτούσαν θυσίες. Ο Σέσιλ Πάρκινσον, ο Λέον Μπρίταν, ο Τζον Μουρ υπηρέτησαν σε υψηλόβαθμες θέσεις προτού καταδικαστούν στη λήθη με συνοπτικές διαδικασίες. Τελευταίος της σειράς υπήρξε ο Τζον Μέιτζορ, υπουργός Εξωτερικών και κατόπιν Οικονομικών από το πουθενά, ο οποίος όχι μόνο επέζησε αλλά και τελικά ήταν αυτός που τη διαδέχθηκε. Ψυχρή πραγματίστρια με τους οπαδούς της, ήταν φαρμακερή έναντι των αντιπάλων της: «Eχει όλα τα φόντα για να επιτύχει στην πολιτική εκτός από μυαλό» έλεγε για τον υπουργό Αμυνας και Περιβάλλοντος των κυβερνήσεών της, Μάικλ Χέζελταϊν.
Παραδόξως, αυτός ο άμυαλος πολιτικός θα αποδεικνυόταν η νέμεσή της. Εχοντας απορρυθμίσει το Σίτι ανοίγοντάς του τον δρόμο προς τη μέλλουσα δόξα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κέντρου, έχοντας ιδιωτικοποιήσει την British Telecom, την British Petroleum, την British Aerospace, την British Leyland και τη Rolls-Royce, έχοντας κατά δήλωσή της «απωθήσει τα σύνορα του σοσιαλισμού» και επευφημηθεί στο συνέδριο των Συντηρητικών του 1989 με το σύνθημα «Ten More Years» («Ακόμα δέκα χρόνια»), η Μάργκαρετ Θάτσερ ήρθε αντιμέτωπη με τον βραχνά κάθε πολιτικού – τη φορολογία. Η μεταρρύθμιση των εισφορών για την τοπική αυτοδιοίκηση ήταν τόσο αντιδημοφιλής ώστε τον Μάιο του 1988, στον τελικό του Κυπέλλου Σκωτίας μεταξύ Σέλτικ και Νταντί στη Γλασκώβη, ένα ολόκληρο γήπεδο σήκωσε, παρουσία της, κόκκινες κάρτες εν είδει αποβολής. Η άρνησή της να υποχωρήσει ή, έστω, να ελιχθεί στο ζήτημα του λεγόμενου «κεφαλικού φόρου», με τους Συντηρητικούς να υπολείπονται κατά 14% των Εργατικών στις δημοσκοπήσεις, έφερε για άλλη μια φορά στην επιφάνεια το συγκρουσιακό στυλ της πολιτικής της. Κατά κανόνα οι πρωτοβουλίες της ήταν μισητές μόνο στην Αριστερά. Αυτή τη φορά το κύμα ήταν καθολικό. «Μακάρι να παραιτούνταν αυτή η αγελάδα» έλεγε σε ιδιωτική του συνομιλία στις 11 Νοεμβρίου 1990 ο υφυπουργός για θέματα Βόρειας Ιρλανδίας Ρίτσαρντ Νίνταμ, κοινή παραδοχή πολλών που θα υποστήριζαν τρεις ημέρες αργότερα τη διεκδίκηση της αρχηγίας από τον Μάικλ Χέζελταϊν. Η Θάτσερ δεν εξασφάλισε την εκλογή της από τον πρώτο γύρο, εξέφρασε τη βούληση να επιμείνει, κατάλαβε όμως έπειτα από συζητήσεις με τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου ότι οι πιθανότητες ήταν πλέον εναντίον της. Η αποχώρησή της από τη Ντάουνινγκ Στριτ στις 28 Νοεμβρίου 1990 ήταν δακρύβρεχτη. Η παρουσία της στη βρετανική πολιτική γινόταν όλο και πιο φασματική, συνέπεια και της επιδεινούμενης υγείας της, έως τον θάνατό της, το 2013.
Θα πρέπει κανείς να πιστώσει στη «Σιδηρά Κυρία» επιτεύγματα τα οποία διακρίνονται εκ των υστέρων. Η βρετανική πολιτική σκηνή εν έτει 1961, όταν έλαβε το πρώτο της κυβερνητικό αξίωμα στο υπουργείο Συντάξεων, ήταν τόσο πατριαρχική ώστε να θεωρεί τις συντάξεις «γυναικείο ζήτημα», όπως γράφει ο βιογράφος της Ντέιβιντ Κάνανταϊν. Ηταν επίσης και απελπιστικά ανδροκρατούμενη. Η Θάτσερ βρέθηκε στην αρχηγία του κόμματος το 1975 λόγω συγκυριών: ο Εντουαρντ Χιθ ήταν ένας αντιπαθής ηγέτης, τον οποίο όμως δεν σκόπευαν να ανατρέψουν και ηττήθηκε από μια διεκδικήτρια που δεν εκτιμούσαν και πίστευαν ότι θα είχαν του χεριού τους. Εξαιτίας του φύλου και της καταγωγής της οι βαρόνοι των Συντηρητικών την αντιμετώπιζαν με υπεροψία αποκαλώντας την «γκουβερνάντα». Η θέση της ότι «το σπίτι πρέπει να είναι το κέντρο της ζωής μιας γυναίκας, όχι το όριό της» θα σήκωνε διάφορα αριστοκρατικά φρύδια. Η «γκουβερνάντα» όμως έσπασε τη «γυάλινη οροφή» της δυτικής πολιτικής: εξοικείωσε το κοινό με την ιδέα ότι μια γυναίκα μπορούσε να κυβερνήσει με την πυγμή και την αποτελεσματικότητα ενός άνδρα. Αναμφίβολα, η ευχέρεια με την οποία ανέρχονται πλέον πρόσωπα όπως η Ανγκελα Μέρκελ, η Ερνα Σόλμπεργκ, η Τζασίντα Αρντερν οφείλεται και στη δική της πολυετή παραμονή στην εξουσία και την κυρίαρχη εικόνα επί των ανδρών αντιπάλων της. Κατόρθωσε επίσης να επιβάλει την πολιτική της ηγεμονία ανερχόμενη με τις δικές της δυνάμεις. Πλήρως αυτοδημιούργητη, διέγραψε μια λαμπρή τροχιά από την αγγλική επαρχία ως την πρωθυπουργία, με τις σπουδές της στην Οξφόρδη να αποτελούν έμβλημα κοινωνικής κινητικότητας, όχι κοινωνικής δικτύωσης, όπως στην περίπτωση πολλών συναδέλφων της.
Ωστόσο, καθίσταται εξίσου σαφές ότι η πολιτική της κληρονομιά, όσο αναγνωρίσιμη κι αν είναι στα νέα όρια συναίνεσης που οι διάδοχοί της, από τον Τόνι Μπλερ ως τον Μπόρις Τζόνσον, δεν διανοούνται πλέον να θίξουν, παραμένει επιεικώς αμφιλεγόμενη και υπήρξε αποτέλεσμα διχαστικών επιλογών. Ο Ρίτσαρντ Βάινεν και ο Τόνι Τζαντ τονίζουν, από διαφορετική σκοπιά ο καθένας, την πολεμική της διάθεση, τον μαχητικό της ζήλο, τη μόνιμη αναζήτηση της ρήξης. Για τον Βάινεν επρόκειτο περισσότερο για ύφος παρά για ουσία, μια και η ίδια ήταν ουσιαστικά πραγματίστρια. Για τον Τζαντ το ύφος ήταν η ουσία, μια και η ανένδοτη ρητορική του ατομικισμού υπέσκαψε την κουλτούρα των συλλογικών αξιών: κεφάλαια και αξιώσεις αντικατέστησαν υπηρεσίες και υποχρεώσεις, με την οικονομία να γίνεται πιο αποτελεσματική, σε βάρος όμως της συνοχής της κοινωνίας. Στις ταπεινόφρονες δηλώσεις της στην Ντάουνινγκ Στριτ μετά τη νίκη της στις εκλογές της 3ης Μαΐου 1979 όπου, παραφράζοντας τη λεγόμενη «Προσευχή του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης», υποσχόταν να αντικαταστήσει «τη διχόνοια με την αρμονία» δεν ανταποκρίθηκε στην πράξη. Και ο Αγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, όπως επισημαίνει ο Ντέιβιντ Κάνανταϊν, στην πραγματικότητα δεν έγραψε ποτέ αυτή την προσευχή.