Τις εκτιμήσεις των ειδικών επιστημόνων ότι ο αριθμός των πολύ σοβαρών περιστατικών που χρειάζονται νοσηλεία σε ΜΕΘ αλλά και οι απώλειες ασθενών θα συνεχίσουν να αυξάνονται, ακόμη και εάν ο αριθμός των νέων κρουσμάτων δείξει σημάδια υποχώρησης, επιβεβαιώνουν τα νέα στοιχεία από την πορεία της πανδημίας στη χώρα μας.
Το τελευταίο 24ωρο, σύμφωνα με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), καταγράφηκαν 101 θάνατοι και εντοπίστηκαν 2.013 νέα κρούσματα, ενώ 607 ασθενείς με Covid-19 νοσηλεύονταν διασωληνωμένοι. Η Θεσσαλονίκη συνεχίζει να «πρωταγωνιστεί» σε αυτή την πανδημία με 545 νέες μολύνσεις, έναντι 319 στην Αττική.
Η επιμονή μάλιστα της πανδημίας στη Βόρεια Ελλάδα, παρά το lockdown, αποτυπώνεται στα νοσοκομεία, τα οποία λειτουργούν μονίμως στο «κόκκινο» και με πληρότητα που αγγίζει το 100%. Εξ’ ου και την Πέμπτη έλαβαν χώρα οι πρώτες διακομιδές ασθενών σε νοσοκομεία της Αθήνας.
Eντείνεται η πίεση στο ΕΣΥ
Η πίεση στο ΕΣΥ δεν αναμένεται να υποχωρήσει άμεσα, με τους επιστήμονες να εκτιμούν πως τις επόμενες 7 με 14 ημέρες θα ενταθεί, καθώς με βάση την ανάλυση των επιδημιολογικών δεδομένων αναμένονται 250 νέες εισαγωγές σε ΜΕΘ και 1.600 νοσηλείες. Μάλιστα, αυτός είναι ο λόγος που γίνονται δεύτερες σκέψεις για τον τρόπο με τον οποίο θα ανοίξει εκ νέου η χώρα ενόψει των Χριστουγέννων.
Σημειώνεται πως, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η πληρότητα σε ΜΕΘ στην επικράτεια βρίσκεται στο 88%, ενώ ασφυξία επικρατεί στις εντατικές της Βορείου Ελλάδος.
Κατά την ενημέρωση για την εξέλιξη της πανδημίας η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Βάνα Παπαευαγγέλου, εστίασε στην ασφυκτική πίεση που δέχεται, αλλά και θα συνεχίσει να δέχεται, το σύστημα Υγείας κα ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, αποκαλύπτοντας πως η σταδιακή άρση των μέτρων θα εξεταστεί στην επιτροπή των λοιμωξιολόγων την επόμενη βδομάδα.
«Δεν λέει να φύγει το δεύτερο κύμα»
«Δεν λέει να φύγει το δεύτερο κύμα» ανέφερε λοιμωξιολόγος, τονίζοντας ωστόσο πως η χώρα μας βρίσκεται στη 17η θέση των κρουσμάτων στην Ευρώπη και έχει χαμηλό επιδημιολογικό φορτίο σε σχέση με άλλες χώρες.
«Η καμπύλη μειώνεται, αλλά το επιδημιολογικό φορτίο παραμένει υψηλό. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν στη χώρα περισσότερα από 25.000 ενεργά κρούσματα. Σήμερα, σε όλη τη χώρα νοσηλεύονται περίπου 4.500 ασθενείς, με το 1/4 αυτών να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη» διευκρίνισε η κ. Παπαευαγγέλου, κάνοντας λόγο για περιστατικά σε κλειστές δομές που επιβαρύνουν την κατάσταση.
«Δυστυχώς, η μείωση των κρουσμάτων έχει αργότερο αριθμό από αυτόν που επιθυμούσαμε, ενώ σε άλλες περιοχές της χώρας αυξάνονται. Αυτό οφείλεται σε ορισμένες κλειστές δομές, όπου υπάρχουν συρροές» τόνισε.
250 εισαγωγές σε ΜΕΘ και 1.600 νοσηλείες
«Το ΕΣΥ θα συνεχίσει να πιέζεται» κατέστησε σαφές αν και, όπως υπογράμμισε, «αναμένουμε μείωση στις εισαγωγές στις ΜΕΘ και σταθεροποίηση στις νέες εισαγωγές σε νοσοκομεία».
Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο εβδομάδων, είπε, αναμένουμε 250 νέες εισαγωγές σε ΜΕΘ, ενώ περίπου 1.600 θα χρειαστεί να νοσηλευτούν.
Σε ό,τι αφορά τους θανάτους, όπου για άλλη μια ημέρα θρηνήσαμε περισσότερους από 100 συμπολίτες μας, ανέφερε: «Δυστυχώς οι απώλειες ανθρώπων συνεχίζουν να αυξάνονται και υπολογίζεται ότι κατά μέσο όρο έχουμε 85 θανάτους ανά ημέρα».
Στα 48 έτη η διάμεση ηλικία των νέων κρουσμάτων
Όπως είπε η κ. Παπαευαγγέλου, σημειώνεται αύξηση της διάμεσης ηλικίας των νέων κρουσμάτων που σήμερα υπολογίζεται στα 48 χρόνια. Το ποσοστό ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας των 65 ετών που νόσησαν αυτή την εβδομάδα παραμένει υψηλό.
«Έχουμε περίπου 3.200 νέα κρούσματα στην ηλικιακή αυτή ομάδα, γεγονός που σημαίνει ότι το ΕΣΥ θα συνεχίζει να πιέζεται» και φαίνεται ότι «θα συνεχίσει να πιέζεται και περαιτέρω και την επόμενη εβδομάδα».
Στην 4η θέση της ΕΕ η Ελλάδα σε ποσοστό θνησιμότητας
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων και με βάση τα δεδομένα των τελευταίων 14 ημερών, η Ελλάδα βρίσκεται στην 17η θέση με βάση τα νέα κρούσματα και στην 16η θέση με βάση την θνητότητα, ωστόσο καταλαμβάνει την 4η θέση σε ποσοστό πιστοποιημένων θανάτων, σε σχέση με τα επίσημα καταγεγραμμένα κρούσματα Covid-19, από την 1η Ιουλίου έως και την 23η Νοεμβρίου, και πανευρωπαϊκά βρίσκεται στην 13η θέση μεταξύ 55 κρατών, κρατιδίων και αυτόνομων περιοχών, για το ίδιο διάστημα.
Μάλιστα, το ποσοστό της Ελλάδας (1,63%) εμφανίζει μεγάλη απόκλιση από άλλες χώρες, με τη Γερμανία να έχει ποσοστό θνησιμότητας 0,7%, την Αυστρία 0,65%, την Πορτογαλία 1,06% και την Κύπρο μόλις 0,33%.
Πού οφείλονται οι διαφορές και το εμφανιζόμενο ποσοστό για την Ελλάδα;
Σύμφωνα με στοιχεία που αναλύει η ιστοσελίδα iatronet.gr, τέτοιου είδους διαφορές, σε χώρες που έχουν στοιχειωδώς ανεπτυγμένη ιατρική περίθαλψη αλλά και κατά τεκμήριο διαφάνεια στην παροχή στοιχείων, δεν δικαιολογούνται, ενώ επιπρόσθετα έχει δηλωθεί από αρμόδια πρόσωπα ότι η χώρα μας έχει ένα από τα καλύτερα ποσοστά «διάσωσης» ασθενών στις ΜΕΘ, γεγονός που θα έπρεπε να οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
Ανάμεσα στους παράγοντες που μπορεί να αλλοιώνουν τη θνησιμότητα περιλαμβάνονται θέματα όπως η ηλικιακή διαστρωμάτωση των τοπικών κοινωνιών, η εκδήλωση συρροών σε κέντρα φιλοξενίας και αποκατάστασης ηλικιωμένων ή σε άλλες ευπαθείς ομάδες, όπως επίσης και η πίεση που δέχεται ένα σύστημα υγείας, όταν εκδηλώνονται μαζικές εισαγωγές ασθενών και «πλημμυρίζουν» οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.
Ανάμεσα στις αιτίες των διαφορών όμως -σύμφωνα με την ίδια πηγή- είναι και ο αριθμός, η «μαζικότητα» των τεστ που πραγματοποιούνται, καθώς αντίθετα με τους επιβεβαιωμένους θανάτους που καταγράφονται στα νοσοκομεία, ο αριθμός των επισήμως διαγνωσμένων κρουσμάτων εξαρτάται προφανώς από τον αριθμό διαγνωστικών τεστ που γίνονται.
Συνεπώς, όσο λιγότερα τεστ (και άρα διαγνώσεις) γίνονται τόσο θα μεγαλώνει το ποσοστό θνησιμότητας, για το ίδιο μέγεθος θανάτων.
Σε ό,τι αφορά την επίπτωση δημογραφικών παραγόντων όπως αυτοί που προαναφέραμε, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για να γίνουν συγκρίσεις. Σε ό,τι αφορά πάντως τις διαφορές σε σχέση με την πίεση στο σύστημα υγείας, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να υπάρχει, αφού η Ελλάδα κατατάσσεται στην ίδια περίπου θέση και για το διάστημα 1ης Ιουλίου-31ης Οκτωβρίου (4η στην ΕΕ και 17η πανευρωπαϊκά), όταν δηλαδή στη χώρα μας δεν υπήρχε ακόμη ασφυκτική πίεση στο σύστημα υγείας.