Το πολιτικό σκηνικό που αποτυπώνεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις ενισχύει την αίσθηση των τελευταίων μηνών.
Η κυβέρνηση παρουσιάζει μία μικρή κάμψη, η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει υψηλή, στα επίπεδα των 16-17 μονάδων και κανείς δεν καταγράφει αύξηση στα ποσοστά του – με εξαίρεση το κόμμα του Βελόπουλου.
Το φαινόμενο έχει αναλυθεί με αφορμή προηγούμενες έρευνες και δεν χρειάζεται και πολύ για να το κατανοήσει κανείς. Ό,τι αστοχίες και λάθη και να κάνει η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αντάξια των περιστάσεων. Η κόπωση των πολιτών οφείλεται και στις αντιπολιτευτικές κραυγές και στο ύφος των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στον φτηνιάρικο τρόπο με τον οποίο επιχειρούν να αναζωπυρώσουν ένα κλίμα έντασης και εξαλλοσύνης, που θυμίζει την προηγούμενη δεκαετία.
Οι διαπιστώσεις αυτές διαμορφώνουν ένα προβληματικό σκηνικό. Κατά κύριο λόγο, το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι η κυβέρνηση, σε όλα της τα κλιμάκια, μοιάζει να εφησυχάζει στην δημοσκοπική της κυριαρχία. Οι περισσότεροι έχουν την αίσθηση ότι καμία πολιτική απειλή δεν δέχονται και ότι ανενόχλητοι μπορούν να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν.
Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται και στον τρόπο διαχείρισης της νέας φάσης της πανδημικής κρίσης. Την παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες στα κανάλια και στα ραδιόφωνα, όπου διάφορα κυβερνητικά στελέχη παρελαύνουν, κάνοντας αλλεπάλληλες δηλώσεις και εκτιμήσεις, δυσχεραίνοντας την προσπάθεια να υπάρξει ένα σαφές μήνυμα για την τήρηση και την διάρκεια των μέτρων.
Με το πέρας αυτής της φάσης, η πολιτική κυριαρχία του κ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησης θα δοκιμαστεί στην επιχείρηση οικονομικής ανόρθωσης. Τι πολιτικές θα επιλεγούν, ποιες μεταρρυθμίσεις θα προχωρήσουν και πώς θα στηριχθεί η οικονομική ανάκαμψη.
Σε αυτήν την διαδικασία, ο Πρωθυπουργός θα κληθεί να διορθώσει λάθη και αστοχίες της περιόδου που προηγήθηκε, να απομακρύνει όσους μετρήθηκαν και δεν κρίθηκαν επαρκείς και να εφαρμόσει ένα πραγματικό σχέδιο ανάταξης της χώρας.
Με βάση αυτά, θα κριθεί και στις εκλογές, όποτε αυτές γίνουν.
Υπό αυτό το πρίσμα, η σημερινή δημοσκοπική κυριαρχία, μάλλον θα πρέπει να θέτει σε εγρήγορση, παρά να καθησυχάζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και το επιτελείο του. Είναι περισσότερο ένα στοιχείο που θα πρέπει να αξιοποιήσει, παρά να επαναπαύεται σε αυτό.
Είναι μία ευκαιρία, που όμοια της λίγοι είχαν στο παρελθόν. Έχει κάθε δυνατότητα να την αξιοποιήσει προς όφελος της χώρας.