Εκρηξη της απασχόλησης με καθεστώς τηλεργασίας, αλλά και ανάδειξη προβλημάτων όπως οι μισθολογικές ανισότητες και η ανάγκη θέσπισης ρυθμίσεων για τους όρους απασχόλησης είναι τα ζητήματα που αναδείχθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας συνολικά στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και στη χώρα μας.
Η προοπτική
Το ποσοστό της παροχής εργασίας μέσω της τηλεργασίας στις χώρες της ΕΕ εκτοξεύθηκε από 16,1% το 2019 σε 37% το 2020, με έναν στους τρεις εργαζομένους να απασχολείται με αυτή τη μορφή απασχόλησης. Αντιστοίχως στη χώρα μας η αύξηση ήταν ιλιγγιώδης με έναν στους τέσσερις να απασχολούνται με τηλεργασία και τα ποσοστά να ανεβαίνουν από 5,3% το 2019 σε 26% το 2020.
Η καταγραφή των εξελίξεων γύρω από την τηλεργασία προέρχεται από το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Εργατικού Δυναμικού και ειδικότερα από την έρευνα του κ. Π. Κυριακούλια για «την τηλεργασία στην Ευρωπαϊκή Ενωση πριν και μετά την πανδημία του Covid-19».
Σταθεροποίηση
Η σημαντικότερη, ίσως, εκτίμηση της έρευνας αφορά την προοπτική της συγκεκριμένης απασχόλησης, η οποία μπορεί να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται από ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων που κυμαίνεται μεταξύ 35% – 41% στα δύο τρίτα των χωρών-μελών της Ενωσης. Εκπληξη αποτελεί το ποσοστό της Ελλάδας – για τους εν δυνάμει τηλεργαζομένους – το οποίο φέρεται μελλοντικά να αγγίζει το 40% του συνόλου των εργαζόμενων μισθωτών.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι τηλεργαζόμενοι θα συνεχίσουν να αυξάνονται σημαντικά το επόμενο διάστημα εν μέσω της πανδημίας. Ωστόσο με τη λήξη της υγειονομικής δύνανται να σταθεροποιηθούν – στη χώρα μας – γύρω στο 25% του συνόλου μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων. Δηλαδή περίπου 500.000 άτομα να εργάζονται με καθεστώς πλήρους τηλεργασίας (fullyteleworkable). Ταυτοχρόνως, ένα πρόσθετο ποσοστό 12% (δηλαδή επιπλέον 250.000 – 300.000 άτομα) μπορεί να εργάζεται σε θέσεις εργασίας με υψηλές δυνατότητες τηλεργασίας.
Ωστόσο στην έρευνα γίνεται σαφές ότι η ευρεία καθιέρωση της τηλεργασίας εγείρει σημαντικά ζητήματα ανισοτήτων – μισθολογικών, εκπαιδευτικών, φύλου κ.λπ. – τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν θεσμικά.
Η εικόνα προ Covid-19
Κατά την τελευταία δεκαετία, προ Covid-19, η τηλεργασία αυξανόταν, αλλά όχι εντυπωσιακά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας στην ΕΕ ήταν το 2009 στο 12,4% και το 2019 έφθασε στο 16,1%. Στην Ελλάδα τα ποσοστά ήταν σαφώς χαμηλότερα. Από 4,3% το 2009 έφθασε στο 5,3% πριν από την υγειονομική κρίση.
Η τηλεργασία – προ κρίσης – αφορούσε περισσότερο τους αυτοαπασχολουμένους, παρά τους μισθωτούς με εξαρτημένη σχέση εργασίας. Στην Ευρώπη το 2019 «εργάζονταν από το σπίτι» το 37% των αυτοαπασχολουμένων και αντιστοίχως το 12,7% των μισθωτών. Στην Ελλάδα, οι αυτοαπασχολούμενοι εργάζονταν το 2019 σε ποσοστό 4,9% «ορισμένες φορές» από το σπίτι και 3% «συνήθως», ενώ τα ποσοστά των μισθωτών ήταν 2,9% και 1,4% αντίστοιχα.
Η εφαρμογή της τηλεργασίας σχετίζεται άμεσα με κλάδους στους οποίους είναι δυνατή η πρακτική της εφαρμογή, όπως οι τομείς της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών (40%) και οι επιχειρηματικές υπηρεσίες υψηλής έντασης γνώσης (35%).
Εκπαίδευση
Υψηλά ποσοστά τηλεργασίας παρατηρούνταν πριν από την πανδημία και στον χώρο της εκπαίδευσης (32%), γεγονός που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον πρόσθετο χρόνο εργασίας που αφιερώνουν οι εκπαιδευτικοί στο σπίτι προκειμένου να προετοιμάσουν την εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Στον αντίποδα, χαμηλά ποσοστά τηλεργασίας (κάτω του 10%) υπάρχουν στους παραγωγικούς κλάδους και ειδικά σε αυτούς με χαμηλή τεχνολογική εξειδίκευση και υψηλή ένταση εργασίας, δηλαδή στη βιομηχανική παραγωγή και στις υπηρεσίες όπου η εξυπηρέτηση των πελατών γίνεται διά ζώσης.
Οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι υψηλών προσόντων-δεξιοτήτων όπως και τα ανώτερα και διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων είναι εκείνοι οι εργαζόμενοι των οποίων το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας πραγματοποιείται μέσω των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της τεχνολογίας, έχοντας υψηλό βαθμό αυτονομίας.
Τα επαγγέλματα και οι μισθολογικές κατηγορίες
Η διεύρυνση της τηλεργασίας θα σημειωθεί – περαιτέρω – σε επαγγέλματα γραφείου και διοικητικά επαγγέλματα όπου η χρήση Η/Υ είναι το κύριο μέσο εργασίας, υπό την έννοια ότι στην τηλεργασία αναμένεται να ενταχθεί μεγαλύτερος αριθμός χαμηλά ή μεσαία αμειβομένων κατηγοριών εργαζομένων, σε σχέση με την προ πανδημίας κατάσταση, όπου η τηλεργασία αφορούσε περισσότερο διευθυντικά στελέχη και ανώτερα διοικητικά, οικονομικά ή τεχνικά στελέχη επιχειρήσεων με μεγάλη αυτονομία ως προς την οργάνωση και τον χρόνο εργασίας τους.
Υποδομές, κατάρτιση και εργασιακές σχέσεις
Η πιο γενικευμένη χρήση της τηλεργασίας θα απαιτήσει εκ μέρους των επιχειρήσεων να επενδύσουν σε τεχνολογικές υποδομές, να προχωρήσουν σε εκτεταμένες αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας και όλα αυτά να συνδυαστούν με ένα γενικότερο ρυθμιστικό – θεσμικό πλαίσιο.
Είναι απαραίτητη η ενημέρωση – πληροφόρηση του προσωπικού για τα οφέλη αλλά και για τις αρνητικές πλευρές της, με παράλληλη διαβεβαίωση ότι τα εργασιακά, ασφαλιστικά και εν γένει κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων θα διασφαλίζονται και ότι η τηλεργασία δεν θα αποτελέσει «όχημα» που θα οδηγήσει σε μισθολογικές ή άλλες διακρίσεις.
Τέλος, θα πρέπει να θεσμοθετηθεί, η κατοχύρωση του δικαιώματος στην αποσύνδεση, σύμφωνα με όσα ισχύουν για τον ελάχιστο χρόνο ανάπαυσης, την ισορροπία εργασιακής – προσωπικής ζωής, την υγεία και ασφάλεια στην εργασία, την προστασία σωματικής και ψυχικής υγείας και τη διαφύλαξη προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων.