Συνηθίζουμε να λέμε ότι οι άνδρες προέρχονται από τον Αρη και οι γυναίκες από την Αφροδίτη προκειμένου να δείξουμε ότι τα δύο φύλα δεν είναι ίδια. Και μπορεί κάτι τέτοιο να σας μοιάζει παρωχημένο για διαφορετικούς λόγους (και ίσως να έχετε δίκιο), ωστόσο στην ιατρική έρευνα φαίνεται να ισχύει και με το παραπάνω – σίγουρα άνδρες και γυναίκες δεν είναι ίδιοι βιολογικά, ανοσολογικά, ορμονικά.
Επί μακρόν όμως στις κλινικές δοκιμές σκευασμάτων ακολουθείται μια προσέγγιση «2 σε 1» – κοινώς τα δύο φύλα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, μπαίνουν στο ίδιο (στατιστικό) «τσουβάλι», με αποτέλεσμα τα συμπεράσματα που εξάγονται να φαίνεται ότι αφορούν τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες, όταν στην πραγματικότητα είναι κυρίως «ανδροκεντρικά».
Ιστορία παλιά…
Αυτή η χρονίζουσα (πονεμένη) ιστορία επαναλαμβάνεται και τώρα με τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων αλλά και εμβολίων για την COVID-19, σύμφωνα με μια νέα αποκαλυπτική μελέτη δανών και ολλανδών ερευνητών. Οι ερευνητές αναφέρουν στο ΒΗΜΑ-Science ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό των δοκιμών λαμβάνει υπόψη του τις διαφορές ανδρών και γυναικών σε ό,τι αφορά τον τρόπο που ο οργανισμός τους αντιμετωπίζει τον κορωνο-εισβολέα.
Ωστόσο η λογική του ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζονται απλώς ως «μικρόσωμοι» άνδρες μπορεί να αποδειχθεί άκρως επικίνδυνη – ακόμα και εν δυνάμει θανατηφόρα – για την υγεία τους, επισημαίνουν και ζητούν από όλους τους επιστήμονες που σχεδιάζουν και διεξάγουν δοκιμές θεραπειών αλλά και εμβολίων για τον SARS-CoV-2 να προσαρμόσουν εδώ και τώρα τον σχεδιασμό των δοκιμών τους ώστε να έχει ουσιαστικό «άρωμα γυναίκας».
Ενα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα φαρμάκου που παρουσιάστηκε ως αποτελεσματικό και ασφαλές για την καρδιά χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι η καρδιά δεν είναι γένους θηλυκού μόνο στη… γραμματική ήταν η διγοξίνη, η οποία άρχισε να χορηγείται ευρέως σε καρδιοπαθείς στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων κλινικής δοκιμής που επιβεβαίωνε τόσο την ασφάλεια όσο και την αποτελεσματικότητά της.
«Διάκριση» σε βάρος των γυναικών
Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκε ότι το φάρμακο αυτό προκαλούσε περισσότερες παρενέργειες στις γυναίκες. Οταν μετά την εμφάνιση των παρενεργειών αναλύθηκε το ίδιο δείγμα εθελοντών της ίδιας δοκιμής με βάση το φύλο, αποδείχθηκε τελικώς ότι η διγοξίνη μείωνε τη θνητότητα στους άνδρες αλλά αύξανε τη θνητότητα των γυναικών.
Γιατί; Διότι άνδρες και γυναίκες δεν είναι ίδιοι απέναντι σε πολλές νόσους, συμπεριλαμβανομένης της COVID-19, όπως έχουν δείξει πλέον πολλά στοιχεία.
Οι ίδιες οι στατιστικές της… σαρωτικής νόσου των τελευταίων μηνών το αποδεικνύουν: σε παγκόσμιο επίπεδο οι άνδρες αντιμετωπίζουν διπλάσιες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας της COVID-19 σε σύγκριση με τις γυναίκες, ενώ και στη χώρα μας, με βάση τα στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), στις κρίσιμες ηλικίες 40-64 ετών νοσηλεύονται διασωληνωμένοι σε ΜΕΘ υπερδιπλάσιοι άνδρες σε σύγκριση με γυναίκες, καθώς επίσης υπερδιπλάσιοι είναι και οι θάνατοι ανδρών σε σχέση με εκείνους των γυναικών στην ίδια ηλικιακή ομάδα.
Καμία διαφοροποίηση
Ωστόσο, η πρόσφατη μελέτη ερευνητών από το Κέντρο για τις Σπουδές στην Ερευνα και την Ερευνητική Πολιτική του Πανεπιστημίου του Ααρχους στη Δανία, το Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης στη Δανία και το Τμήμα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας και Φροντίδας της Κοινότητας στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Ράντμπουντ στο Ναϊμέχεν της Ολλανδίας δείχνει ότι στον αγώνα της ανάπτυξης θεραπειών και εμβολίων για τον νέο κορωνοϊό αυτές οι σημαντικές διαφορές δεν λαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό υπόψη.
Σύμφωνα με τα ευρήματά της, τα οποία προδημοσιεύθηκαν στην πλατφόρμα ανοιχτής πρόσβασης medRχiv (όπως μας πληροφορούν οι ερευνητές η μελέτη βρίσκεται τώρα υπό κρίση για δημοσίευση σε επιστημονική επιθεώρηση), είναι χαρακτηριστικό ότι σε σύνολο 2.484 κλινικών δοκιμών για την COVID-19 που είχαν καταγραφεί επισήμως έως τον περασμένο Ιούνιο στη μεγαλύτερη βάση δεδομένων σχετικά με δοκιμές, την ClinicalTrials.gov, μόλις 416 (ποσοστό 16,75%) ανέφεραν το φύλο ως κριτήριο για τη συλλογή εθελοντών. Συγχρόνως, και πάλι μέχρι τον περασμένο Ιούνιο, υπήρχαν 11 αναλύσεις τυχαιοποιημένων, ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών σχετικά με θεραπείες της COVID-19 οι οποίες είχαν δημοσιευθεί σε διαφορετικές επιστημονικές επιθεωρήσεις.
Καμία ωστόσο από αυτές τις αναλύσεις δεν περιελάμβανε επιμέρους ανάλυση των αποτελεσμάτων με βάση το φύλο παρότι στο σύνολό τους ανέφεραν τον αριθμό ανδρών και γυναικών που συμμετείχαν.
Σε κάποιες από αυτές τις κλινικές δοκιμές αξιολογούνταν η χρήση της υδροξυχλωροκίνης ενάντια στην COVID-19. Πρόκειται για ένα παλαιό φάρμακο που πρωτοαναπτύχθηκε ενάντια στην ελονοσία και αρχικώς γέννησε πολλές ελπίδες ως πιθανή αποτελεσματική θεραπεία ενάντια στη νόσο που προκαλεί ο SARS-CoV-2.
Ωστόσο, όπως εξηγεί στο ΒΗΜΑ-Science η κύρια συγγραφέας της νέας μελέτης δρ Σαμπίν Οερτέλτ-Πριτζιόνε, επικεφαλής του Τμήματος της Ιατρικής σχετικά με τα δύο φύλα στο Πανεπιστήμιο Ράντμπουντ στην Ολλανδία, η υδροξυχλωροκίνη συνδέεται με μια σοβαρή καρδιακή αρρυθμία που ονομάζεται παράταση της διάρκειας του διαστήματος QT και έχει παρατηρηθεί ότι η συγκεκριμένη ανεπιθύμητη ενέργεια εμφανίζεται κατά 65%-70% στις γυναίκες. «Αν δεν έχει γίνει ανάλυση σχετικά με τις παρενέργειες στο κάθε φύλο ενός φαρμάκου σαν και αυτό που είναι παλαιό, τι θα γίνει με όλες τις νέες υποψήφιες θεραπείες;» ρωτά (ευλόγως) η δρ Οερτέλτ-Πριτζιόνε.
Γυναικείες «δυσκολίες»
Οι γυναίκες άργησαν πάρα πολύ να αρχίσουν να εκπροσωπούνται στις κλινικές δοκιμές – αυτό συνέβη για πρώτη φορά μόλις το 1993. Αιτία για αυτή την τόσο μεγάλη καθυστέρηση ήταν περιστατικά γέννησης παιδιών με γενετικές ανωμαλίες και άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας εξαιτίας έκθεσής τους ως έμβρυα σε ορισμένα φάρμακα, όπως η θαλιδομίδη, την περίοδο 1940-1970.
Ετσι αρχικώς οι έγκυοι και μετά όλες οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας αποκλείστηκαν από τις κλινικές μελέτες φαρμάκων. Μάλιστα οι έγκυοι συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να αποτελούν μια ομάδα που σπανιότατα συμμετέχει σε κλινικές δοκιμές υπό τον φόβο πρόκλησης προβλημάτων υγείας στις ίδιες αλλά κυρίως στα έμβρυα που κυοφορούν.
«Δυσεπίλυτος» γρίφος
Συγχρόνως οι γυναίκες αποτελούν «δυσεπίλυτο» γρίφο στην έρευνα για φάρμακα εξαιτίας των φυσιολογικών ορμονικών «σκαμπανεβασμάτων» τους. Το αποτέλεσμα ήταν επί μακρόν οι άνδρες της καυκάσιας φυλής να αποτελούν τη νόρμα στις κλινικές μελέτες. Ακόμη όμως και σήμερα, εν έτει 2020, που πλέον υπάρχει μια ισορροπία στον αριθμό ανδρών και γυναικών που συμμετέχουν σε δοκιμές, οι αριθμοί μένουν… ανεπεξέργαστοι. Το τελικό βήμα ανάλυσης των δεδομένων που προκύπτουν από τη δοκιμή με βάση το κάθε φύλο συχνά δεν γίνεται, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων.
Επικίνδυνη άγνοια
Και παρότι πλέον πολλά από τα κέντρα που χρηματοδοτούν κλινικές δοκιμές, όπως και ορισμένες επιστημονικές επιθεωρήσεις, απαιτούν αναλύσεις των αποτελεσμάτων των δοκιμών με βάση το φύλο ενώ παράλληλα και οι αρχές έγκρισης φαρμάκων ενθαρρύνουν μια τέτοια πρακτική, στην πράξη τελικώς αυτό συχνά δεν συμβαίνει. Οπως σχολιάζει στο ΒΗΜΑ-Science ο Γενς Πέτερ Αντερσεν, ερευνητής στο Κέντρο για τις Σπουδές στην Ερευνα και την Ερευνητική Πολιτική του Πανεπιστημίου του Ααρχους στη Δανία, εκ των κύριων συγγραφέων της νέας μελέτης, «αρχικώς οι ερευνητές υπόσχονται το οτιδήποτε για να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση.
Ωστόσο, καθώς δεν υπάρχει υποχρεωτικός έλεγχος για το αν θα τηρήσουν την υπόσχεση αυτή, δεν είναι λίγες οι φορές που η σημαντική αυτή ανάλυση μένει στις υποσχέσεις». Και είναι αυτή η ανάλυση υψίστης σημασίας, καθώς οι γυναίκες δεν είναι μικρόσωμοι άνδρες. Εχουν διαφορετικά επίπεδα ορμονών, μικρότερους νεφρούς, περισσότερο λιπώδη ιστό όπου μπορούν να συσσωρευθούν τα φάρμακα. Είναι έτσι επόμενο η φαρμακοκινητική των φαρμάκων να είναι συχνά διαφορετική σε εκείνες.
Παράλληλα σε ό,τι αφορά μεταδοτικές νόσους όπως η COVID-19, το γυναικείο ανοσοποιητικό σύστημα θεωρείται ισχυρότερο στην αντιμετώπισή τους από το ανδρικό, για μια σειρά λόγων – από το ότι οι γυναίκες διαθέτουν δύο Χ χρωμοσώματα τα οποία πιστεύεται ότι «σχηματοποιούν» την ανοσολογική απόκριση ενώ οι άνδρες ένα, ως εξαιτίας διαφορετικών περιβαλλοντικών παραγόντων που τις προστατεύουν. Από την άλλη μεριά, βασικές διαφορές στη φυσιολογία ανδρών και γυναικών καθιστούν τις γυναίκες πιο ευάλωτες σε παρενέργειες των φαρμάκων για τέτοιες νόσους.
«Είναι επικίνδυνο να αγνοούνται αυτές οι διαφορές, ιδίως όταν μπορούν να οδηγήσουν και σε διαφορές σε ό,τι αφορά τη συχνότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων παρενεργειών των φαρμάκων» τονίζει η δρ Οερτέλτ-Πριτζιόνε.
Με βάση τα μέχρι στιγμής στοιχεία που έχουμε πάντως στα χέρια μας για διαφορετικές θεραπείες της COVID-19 η ερευνήτρια θεωρεί ότι «η υδροξυχλωροκίνη είναι πιο επικίνδυνη για τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες, η λοπιναβίρη όχι τόσο πολύ, η ρεμδεσιβίρη πιθανώς όχι.
Ωστόσο το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν γίνει οι κατάλληλες αναλύσεις για να είμαστε σίγουροι». Και σε ό,τι αφορά τα πολυαναμενόμενα εμβόλια;
«Δεν έχουμε ιδέα αν θα έχουν διαφορετική επίδραση στα δύο φύλα. Αν η διαδικασία πάει καλά, εκτιμάται ότι θα έχουμε ασφαλή εμβόλια για όλους».
Αναγκαία η ίση εκπροσώπηση
Τι θα έπρεπε λοιπόν να γίνει; Σύμφωνα με τον Γενς Πέτερ Αντερσεν, «οι επιστήμονες που διεξάγουν κλινικές δοκιμές πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τις διαφορές των δύο φύλων στον σχεδιασμό των δοκιμών αλλά και στο τελικό βήμα της ανάλυσης των στοιχείων. Πρέπει να υπάρξει μια αλλαγή κουλτούρας στο συγκεκριμένο πεδίο και για να συμβεί αυτή η αλλαγή θα ήταν πολύ σημαντική η ίση εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών στις ερευνητικές ομάδες».
Η δρ Οερτέλτ-Πριτζιόνε αναφέρει από την πλευρά της πως «οι αρχές έγκρισης φαρμάκων πρέπει να ζητούν υποχρεωτικά αναλυτικά στοιχεία για τα δύο φύλα σε ό,τι αφορά τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και τις παρενέργειες των σκευασμάτων. Αλλά και οι φαρμακευτικές εταιρείες οφείλουν να λάβουν υπόψη τους τη σημασία της ανάλυσης με βάση το φύλο, αφού η εμφάνιση παρενεργειών μετά την κυκλοφορία ενός φαρμάκου, πόσω μάλλον ενός εμβολίου για τον SARS-CoV-2 το οποίο θα χορηγηθεί σε δισεκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, θα έχει σημαντική αρνητική επίδραση για εκείνες τόσο σε ό,τι αφορά τη φήμη τους όσο και τη θέση τους σε αυτή την τόσο ανταγωνιστική αγορά».
Για να το θέσουμε με τους όρους αυτής της τόσο ανταγωνιστικής εταιρικής αγοράς, όταν τα γυναικεία στοιχεία εισαχθούν επί ίσοις όροις στις δοκιμές θα επιτύχουμε μια κατάσταση win-win, της οποίας όμως η ουσία θα είναι πέρα και πάνω από όλα η εξασφάλιση της υγείας όλων και του καθενός ξεχωριστά, είτε προέρχεται από τον… Αρη είτε από την… Αφροδίτη.
Φυλο-εξαρτώμενη χορήγηση φαρμάκων και εμβολίων
Οι διαφορές του φύλου είναι άκρως σημαντικές σε ό,τι αφορά την απόκριση σε όλα τα φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των σκευασμάτων για την COVID-19, σχολιάζει στο ΒΗΜΑ-Science η αναπληρώτρια καθηγήτρια Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) κυρία Χριστίνα Δάλλα.
«Οι γυναίκες εμφανίζουν μεγαλύτερη ανοσολογική αντίδραση στα εμβόλια και έτσι είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν ανεπιθύμητες ενέργειες μετά τον εμβολιασμό. Αλλά και τα αντι-ιικά φάρμακα έχουν συνδεθεί με περισσότερες παρενέργειες στις γυναίκες». Για ποιους λόγους οι παρενέργειες δείχνουν να αποτελούν κυρίως… γυναικεία υπόθεση; «Μεταξύ άλλων, στις γυναίκες υπάρχει μεγαλύτερη απόκριση των Τ λεμφοκυττάρων, καθώς και διαφορετική απόκριση στη φλεγμονή».
Παράλληλα, οι ορμόνες του φύλου παίζουν σημαντικό ρόλο «με τα οιστρογόνα να δρουν βοηθητικά στο ανοσοποιητικό σύστημα, σε αντίθεση με την ανδρική τεστοστερόνη που μειώνει την απόκριση του ανοσοποιητικού». Και οι ορμονικές αλλαγές των γυναικών ανάλογα με την ηλικία τους είναι άκρως σημαντικές, υπογραμμίζει η κυρία Δάλλα. «Για παράδειγμα, μια γυναίκα στην εμμηνόπαυση, περίοδο κατά την οποία πέφτουν τα επίπεδα οιστρογόνων, ίσως να μην είναι πλέον τόσο προστατευμένη. Ετσι σε ό,τι αφορά τα φάρμακα για την COVID-19 ίσως οι γυναίκες χρειάζονται άλλες δόσεις από τους άνδρες, πιθανώς και άλλες ουσίες, ακόμα και χορήγηση σε διαφορετική φάση της νόσου.
Σε ό,τι αφορά τα εμβόλια για τον νέο κορωνοϊό, είναι πιθανό οι γυναίκες να χρειάζονται άλλη δόση εμβολίου από τους άνδρες, ίσως ακόμα και διαφορετικά παρασκευασμένο εμβόλιο.
Πιθανώς επίσης να παίζει ρόλο και η φάση του εμμηνορροϊκού κύκλου στην οποία θα πρέπει να τους χορηγηθεί το εμβόλιο – ίσως, αν και αυτό δεν έχει μελετηθεί επαρκώς, δεν θα ήταν συνετό η χορήγηση να γίνεται όταν η γυναίκα έχει έμμηνο ρύση, οπότε και βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα τα προστατευτικά οιστρογόνα της με αποτέλεσμα να μην αναμένεται να έχει τόσο καλή απόκριση το εμβόλιο, ούτε όμως όταν η γυναίκα βρίσκεται σε ωορρηξία και μπορεί τα πολύ υψηλά επίπεδα οιστρογόνων να οδηγήσουν σε υπέρμετρη ανοσολογική απόκριση, άρα και σε περισσότερες παρενέργειες».