Η προσομοίωση ναζιστικής τεχνολογίας που εφαρμόστηκε πρόσφατα στον πρύτανη του ΟΠΑ, καθώς και το κλίμα φόβου και επιθέσεων που στοιχειώνει κάθε Νοέμβρη και Δεκέμβρη τα πανεπιστήμια, φαίνεται ότι έδωσαν το έναυσμα για μια σειρά από αλλαγές στη λειτουργία των ΑΕΙ. Αρκετοί θεωρούν ότι είναι η μεγάλη ευκαιρία για ένα διαφορετικό μοντέλο διοίκησης με επικεφαλής εξωτερικά Συμβούλια που θα αντικαταστήσουν τις σημερινές πρυτανικές αρχές. Οι αρμοδιότητές τους θα είναι ενισχυμένες και θα εκτείνονται από την ευρύτερη στρατηγική μέχρι την καθημερινή ασφάλεια του πανεπιστημίου. Μεταξύ άλλων, θα είναι και ο διορισμός πρύτανη που πλέον θα λογοδοτεί μόνο σε αυτά.
Η αντιμετώπιση των φαινομένων βίας προφανώς και είναι αναγκαία για τη λειτουργία των πανεπιστημίων, όμως δεν πρέπει να υπαγορεύσει τις αλλαγές αποκλειστικά σε μια κατεύθυνση διαρκούς επιτήρησης και πυγμής. Τα πανεπιστήμια δεν είναι ΔΕΚΟ ώστε να αρκεί ένα επιχειρηματικό σχέδιο με έναν μάνατζερ της αγοράς για να τη συνεφέρουν από τα προβλήματα, αλλά μια δυναμική κοινότητα με εσωτερικούς ανταγωνισμούς, διακριτούς ρόλους και αποστολή. Οι επιδόσεις στην έρευνα πρέπει να εκτίθενται στη διεθνή σύγκριση και πιστοποίηση, ενώ τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα φαίνονται με μεγάλη καθυστέρηση στην κοινωνία.
Για να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά με αυτούς τους όρους, το πανεπιστήμιο πρέπει να βασίζεται στη δημοκρατική ευθύνη και συμμετοχή των μελών του, τη δημόσια αξιολόγηση των επιδόσεων που έχουν και την εφαρμογή σταθερών κανόνων στην εξέλιξή τους, όπως συνοπτικά περιγράφονται στη συνέχεια.
1. Πρυτανικές αρχές: Οι θιασώτες των πανίσχυρων Συμβουλίων θεωρούν ότι το σημερινό σύστημα εκλογής πρύτανη από τους καθηγητές έχει απαξιωθεί γιατί καλλιεργεί συναλλαγές με όσους τον ψηφίζουν και τελικά τον αποτρέπει να συγκρουστεί με τις ομάδες βίας που καραδοκούν. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι μεν ανύπαρκτο, σίγουρα όμως δεν εξαλείφεται με την τοποθέτηση διορισμένου. Η ακαδημαϊκή κοινότητα θα είναι τότε πολύ πιο απρόθυμη να τον στηρίξει σε δυναμικές πρωτοβουλίες, αφού δεν τον έχει εκλέξει η ίδια και δεν μοιράζεται την ευθύνη.
Το κυριότερο όμως είναι ότι οι ταυτόχρονες αρμοδιότητες του Συμβουλίου σε ζητήματα αξιολόγησης και διοίκησης παραβιάζουν την αρχή διάκρισης των δύο λειτουργιών. Με ποια άραγε εχέγγυα ένα Συμβούλιο θα αξιολογήσει τις επιδόσεις και την πορεία ενός πανεπιστημίου, ο επικεφαλής του οποίου ορίστηκε από το ίδιο και συνεπώς έχει κίνητρο να μεροληπτήσει για να δικαιώσει την επιλογή του; Επιπλέον, ούτε ο ίδιος ο πρύτανης θα αποφασίζει πράγματι ανεπηρέαστος, καθώς στη διαδικασία διορισμού του κάλλιστα μπορούν να φυτρώσουν ένα σωρό δεσμεύσεις και αδιαφανείς εξαρτήσεις.
Για τους λόγους αυτούς οι πρυτανικές αρχές πρέπει να συνεχίσουν να εκλέγονται από την ακαδημαϊκή κοινότητα που θα διοικήσουν και στην οποία λογοδοτούν. Τα Συμβούλια θα έχουν αποστολή αποκλειστικά την αξιολόγηση των σπουδών και της έρευνας κάθε τμήματος, καθώς και τη διαμόρφωση της στρατηγικής τους, χωρίς όμως καμία ανάμειξη στη διοίκησή τους. Εκλέγονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από την ακαδημαϊκή κοινότητα, ενώ ορισμένα μπορεί να προτείνονται από την πολιτεία, εθνικά επιμελητήρια ή διεθνείς οργανισμούς.
2. Αξιολόγηση σπουδών: Τα Συμβούλια ενεργοποιούν και εποπτεύουν τις μονάδες διασφάλισης ποιότητας (ΜΟΔΙΠ), με στόχο τη δημοσιοποίηση των αξιολογήσεων κάθε εκπαιδευτικής μονάδας και τη σύγκρισή τους με ομοειδείς φορείς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα έχουν μεν συσταθεί ΜΟΔΙΠ σε κάθε πανεπιστήμιο, πλην όμως δεν προβαίνουν σε καμία δημόσια κοινοποίηση των αξιολογήσεων με την επίκληση του απορρήτου των προσωπικών δεδομένων των καθηγητών. Ετσι, η πολυδιαφημισμένη και πολυέξοδη συλλογή και επεξεργασία των στοιχείων διδασκαλίας και έρευνας που θα αξιολογούσε με διαφάνεια και κανόνες τα ελληνικά πανεπιστήμια έχει μετατραπεί σε ένα σιωπηλό «μαύρο κουτί» που μπλοκάρει αυτήν ακριβώς τη διαδικασία από το φως της δημόσιας κριτικής! Το ξεκλείδωμά της και η πληροφόρηση της κοινής γνώμης για το τι πράγματι σημαντικό επιτελείται σε πολλά ελληνικά πανεπιστήμια και τι καμώνεται ότι παρέχεται από ορισμένα άλλα θα αποτελέσει τη μεγάλη πρόκληση από μια σωστή και ανεπηρέαστη λειτουργία των Συμβουλίων.
3. Αναδιοργάνωση ειδικοτήτων: Την ίδια στιγμή στα ελληνικά πανεπιστήμια εφαρμόζεται μια εκτεταμένη διαίρεση γνωστικών αντικειμένων των καθηγητών με τόσο λεπτεπίλεπτες εξειδικεύσεις που συχνά είναι ομόηχες με τις διατριβές τους. Ενας καλόπιστος θα μπορούσε να υποθέσει ότι αυτό γίνεται για να αναδειχθεί το εύρος των ειδικεύσεων που καλύπτει κάθε τμήμα και ο πλούτος των γνώσεων που παρέχονται στους φοιτητές. Στην πράξη όμως έχει μετατραπεί σε εργαλείο που ακυρώνει τον εξωτερικό ανταγωνισμό και τους κανόνες αξιοκρατίας.
Επειδή ο νόμος προβλέπει ότι εκλογές και προαγωγές καθηγητών πρέπει να γίνονται από μέλη με συναφείς ειδικότητες που συνήθως δεν ανευρίσκονται σε επαρκή αριθμό στο τμήμα, οι εκλέκτορες κληρώνονται από βάσεις δεδομένων από άλλα πανεπιστήμια. Ομως ο κληρωτός εκλέκτορας δεν έχει λόγους να είναι αυστηρός με την εκλογή κάποιου σε άλλο τμήμα και συνήθως τον υπερψηφίζει για να γλιτώσει και από ενδεχόμενες προσφυγές αν τολμήσει να αμφισβητήσει το έργο του. Αν εξετάσει κάποιος τις εξελίξεις καθηγητών την τελευταία δεκαετία, θα δει ότι η έκβασή τους ευνοεί κατά 99% τον εσωτερικό υποψήφιο, σε μια σχεδόν αυτόματη διαδικασία επικύρωσης χωρίς ανταγωνισμό.
Ενας τρόπος για να ισχύσουν αξιοκρατικοί κανόνες είναι να συμπυκνωθούν τα γνωστικά αντικείμενα σε ευρύτερες περιοχές, ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή εσωτερικών μελών και να περιοριστεί η ανάγκη προσφυγής σε αδιάφορους εξωτερικούς εκλέκτορες. Καθοριστικό ρόλο στον επανασχεδιασμό των γνωστικών αντικειμένων θα έχει φυσικά το Συμβούλιο Αξιολόγησης που θα μεριμνά ταυτόχρονα και για τη δημόσια κοινοποίηση της αξιολόγησης κάθε διδάσκοντα και τμήματος. Οι εκλογές καθηγητών θα επανέλθουν έτσι στον φυσικό χώρο ευθύνης που είναι το τμήμα τους και οι αποφάσεις θα βασίζονται στις πραγματικές επιδόσεις του κρινόμενου και τις ανάγκες που θα καλύψει στην πορεία ανάπτυξης του ιδρύματος.
Με τα παραπάνω διαμορφώνονται τελικά δύο επιλογές για τις αλλαγές στα πανεπιστήμια: Στην περίπτωση που οι πρυτανικές αρχές επιβάλλονται εξωτερικά, ενώ η αξιολόγηση κρύβεται σε απρόσιτες βάσεις δεδομένων χωρίς τη δημόσια επιβράβευση ή κριτική ενός εκάστου, η ακαδημαϊκή κοινότητα θα καταλήξει να είναι συλλογικά αμέτοχη για το μέλλον του πανεπιστημίου και απρόθυμη να στηρίξει τις δύσκολες αποφάσεις για την υπεράσπισή του από όσους το απειλούν.
Αντίθετα, με τις αλλαγές που προτάθηκαν παραπάνω αυξάνεται ο βαθμός συμμετοχής και ευθύνης της ακαδημαϊκής κοινότητας του κάθε ιδρύματος, σε συνδυασμό με τη δημόσια λογοδοσία που θα ελέγχεται από τα μη εκτελεστικά Συμβούλια Αξιολόγησης. Ετσι ενισχύονται η αξιοκρατική λειτουργία των τμημάτων και η εσωτερική συνοχή του δημόσιου πανεπιστημίου, που είναι τελικά και η μόνη γραμμή άμυνας απέναντι σε έξωθεν και έσωθεν επιβουλές.
*Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.