Έχει αναφερθεί πολλές φορές τις τελευταίες ημέρες. Τα πολλά λόγια και οι διαρκείς συνεντεύξεις υπουργών με θέμα την πανδημία, τα μέτρα, την άρση ή την παράταση τους, τους αριθμούς των νεκρών και τους αριθμούς των ΜΕΘ, δεν είναι μία ασφαλής τακτική διαχείρισης.
Υπό αυτήν την έννοια, διαπιστώνεται μία πολύ μεγάλη διαφορά σε σχέση με την προηγούμενη άνοιξη και τον απόλυτο συντονισμό που υπήρξε στην διαχείριση, τόσο την επιχειρησιακή, όσο και την επικοινωνιακή.
Από εκεί έως την σκόπιμη διαστρέβλωση των λεγόμενων, από γνωστούς καλοθελητές ή πολιτικούς αντιπάλους, η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Κάποιες φορές, παρεμβάλλεται μία πολύ λεπτή διαχωριστική γραμμή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αυτό που συνέβη την Τρίτη. Το διαδίκτυο κατακλύστηκε από επιθέσεις κατά του υπουργού Επικρατείας, Γιώργου Γεραπετρίτη, στον οποίο αποδόθηκε η φράση: «αν είχαμε περισσότερες ΜΕΘ θα είχαμε και περισσότερους νεκρούς».
Εύκολα δημιουργούνται εντυπώσεις, εύκολα και απορίες. Δύσκολα όμως ανατρέπεται μία σκόπιμα διακινούμενη διαστρέβλωση των όσων λέγονται.
Ο υπουργός Επικρατείας είπε επί λέξει αυτό: «Αν με ρωτάτε, προφανώς θα θέλαμε να είχαμε και 2.000 και 3.000 και 5.000 ΜΕΘ. Να έχουμε όμως υπόψη μας –και αυτό είναι πάρα πολύ κρίσιμο να το επισημάνουμε– ότι οι ΜΕΘ δεν είναι η λύση του ζητήματος. Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να προφυλασσόμαστε οι ίδιοι, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να προσφεύγουμε σε αυτές τις ΜΕΘ… Εάν υποθέσουμε ότι είχαμε 5.000 ΜΕΘ, αυτό θα σήμαινε κατά τη φυσιολογική φορά των πραγμάτων ότι θα είχαμε έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό νεκρών… Γιατί; Διότι η θνητότητα μέσα στις Μονάδες είναι περίπου στο μισό, 45%-50%, άρα, σκοπός δεν είναι να μεγιστοποιήσουμε εκείνους που μπαίνουν στην ειδική θεραπεία, σκοπός μας είναι να απομειώσουμε το φαινόμενο, τηρώντας τα μέτρα και προσπαθώντας όσο το δυνατόν να έχουμε μια κοινωνική αποστασιοποίηση».
Με όρους στοιχειώδους λογικής, το συμπέρασμα από τη δήλωση είναι «το θέμα δεν είναι πόσες ΜΕΘ έχουμε, αλλά να φτάνουν σε αυτές όσο το δυνατόν λιγότεροι».
Το θέμα όμως είναι και κάτι άλλο. Ότι οι όροι του βρώμικου παιχνιδιού είναι γνωστοί. Και ότι οποιαδήποτε δήλωση περιέχει στοιχεία ανοιχτά σε παρερμηνείες, θα γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Ποια είναι η λύση σε αυτό; Είναι σχετικά απλή: Κατ’ αρχάς να αποφεύγονται δηλώσεις ανοιχτές σε παρερμηνείες, είτε σκόπιμες, είτε προερχόμενες από αδυναμία κατανόησης. Και επιπλέον, να αποφεύγεται η υπερβολική και περιττή έκθεση στη δημοσιότητα. Είναι απλά μαθηματικά. Όσο περισσότερες οι εμφανίσεις, τόσο περισσότερες οι δηλώσεις, συνεπώς και το υλικό για σχολιασμό, ή διαστρέβλωση.
Αξίζει δε να ληφθεί υπόψη από το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου και κάτι ακόμη. Σε αντίθεση με την άνοιξη, η κόπωση των πολιτών είναι σχεδόν ανυπέρβλητη. Και η κόπωση αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με την καραντίνα, αλλά και με τον συνεχή βομβαρδισμό σχολίων, δηλώσεων ακόμη και ειδήσεων σχετικών με την πανδημία.
Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμη και η επικοινωνιακή τακτική θα πρέπει να επαναξιολογηθεί. Κανείς – ή πάντως ελάχιστοι – έχουν την ανάγκη να «καταναλώσουν» τόση πολλή πληροφορία για τις ΜΕΘ, τους νεκρούς, τα δράματα. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι περισσότεροι έχουν εμπεδώσει την κατάσταση και όσοι δεν το έχουν κάνει ακόμη, δεν πρόκειται να πειστούν από καμία δήλωση.
Συνεπώς, η υπερβολική μιντιακή έκθεση κυβερνητικών στελεχών, προσφέρει πολύ λιγότερα απ’ ό,τι κάποιοι μπορεί να θεωρούν. Ο περιορισμός της, ένα ιδιότυπο επικοινωνιακό lockdown, δεν θα βλάψει κανέναν.