Η μάχη κατά του κορωνοϊού και η ελπίδα για ένα εμβόλιο το συντομότερο δυνατό έστρεψε τη προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης στον γερμανικό τομέα βιοτεχνολογίας. Το εμβόλιο της γερμανικής Biontech και της αμερικανικής φαρμακοβιομηχανία Pfizer βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την αδειοδότηση.
Παράλληλα η επίσης γερμανική Curevac ανακοίνωσε ότι τους επόμενους μήνες θα παρουσιάσει και εκείνη το δικό της, ιδιαίτερα αποτελεσματικό όπως ισχυρίζεται, εμβόλιο. Ποιο όμως είναι το μυστικό της επιτυχίας των εν λόγω εταιριών; Και οι δύο έχουν διασφαλίσει την οικονομική στήριξη δισεκατομμυριούχων, όπως οι αδερφοί Στρίνγκμαν και ο Ντίτερ Χοπ, οι οποίοι επειδή έχουν μεγάλη περιουσία δεν ενδιαφέρονται για γρήγορα κέρδη.
Τα τελευταία 20 χρόνια ο συνιδρυτής της SAP Ντίτμαρ Χοπ έχει διαθέσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στην Curevac, παρά το γεγονός ότι η εταιρία δεν έχει να επιδείξει ούτε ένα φάρμακο ή εμβόλιο στη βάση της πλατφόρμας ανάπτυξης mRNA, όπου το RNA είναι ο «αγγελιοφόρος» μεταξύ του ανθρώπινου DNA και πρωτεϊνικών συμπλεγμάτων. Στην ίδια βάση στηρίχθηκαν οι έρευνες για ένα εμβόλιο τόσο της Biontech όσο και της αμερικανικής Moderna.
Γενναιόδωροι επενδυτές με ιώβεια υπομονή
Οι δίδυμοι αδερφοί, Αντρέας και Τόμας Στρίνγκμαν έγιναν δισεκατομμυριούχοι όταν πούλησαν την φαρμακοβιομηχανία Hexal στον ελβετικό κολοσσό Novartis. Από τότε οι αδερφοί Στρίνγκμαν επενδύουν γενναιόδωρα στην καινοτομία, οραματιζόμενοι εντελώς νέες δραστικές ουσίες. Από την ίδρυση της Biontech, τα δύο αδέρφια της έχουν διαθέσει πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Ο Ζίγκφριντ Μπιαλογιάν ειδικός σε ζητήματα βιοτεχνολογίας στην εταιρεία συμβούλων EY, δηλώνει στην DW πως τόσο οι αδερφοί Στρίνγκμαν όσο και ο Ντίτμαρ Χοπ επένδυσαν εξ αρχής μεγάλα ποσά στην τεχνολογία mRNA παρά το μεγάλο ρίσκο. Ο γερμανός ειδικός θυμάται ότι την εποχή εκείνη, κανένας επενδυτής δεν τοποθετούσε τα χρήματά του σε τέτοιου είδους βιοτεχνολογικές εταιρίες. Εκφράζει μάλιστα την ελπίδα ότι η επιτυχία των Biontech και Curevac θα στρέψει το βλέμμα επίδοξων επενδυτών στις ευκαιρίες μια τέτοιας επένδυσης και όχι μόνο στους κινδύνους, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Διότι ελάχιστες χώρες διαθέτουν τόσο ισχυρή έρευνα όσο η Γερμανία, προσθέτει. Παράλληλα ο Ζίγκφριντ Μπιαλογιάν υπενθυμίζει ότι στη Γερμανία υπάρχει και ο πανεπιστημιακός τομέας έρευνας, ο οποίος επιχορηγείται από το κράτος. Ενώ όμως υπάρχουν οι προϋποθέσεις, ο πανεπιστημιακός χώρος δεν έχει να επιδείξει ανάλογα θετικά αποτελέσματα διότι απλά απουσιάζει ένα πλαίσιο όπως εκείνο βιοτεχνολογικών εταιριών, επικρίνει ο γερμανός ειδικός.
Το πλατύ κοινό γνωρίζει πια καλύτερα τη βιοτεχνολογία
Τα τελευταία χρόνια προέκυψαν διάφορες πρωτοβουλίες για τη χρηματοδότηση νεοφυών βιοτεχνολογικών εταιριών που δεν έχουν την τύχη της οικονομικής στήριξης από πάμπλουτους επενδυτές. Στην πόλη του Ντόρτμουντ, το ινστιτούτο Max Planck ίδρυσε το Lead Discovery Center και στο Μάιντς ιδρύθηκε η TRON. Το βιοφαρμακευτικό ερευνητικό κέντρο Ογκολογίας στο Πανεπιστήμιο Φρανκφούρτης συνεργάζεται στενά με τον ιδρυτή της Biontech Ουγκούρ Σαχίν. «Ερευνητικό κέντρο και εταιρία βιοτεχνολογίας συνεργάζονται για να βοηθήσουν προϊόντα από πανεπιστημιακά πρότζεκτ να βγουν στην αγορά», εξηγεί ο Ζίγκφριντ Μπιαλογιάν.
Το ζητούμενο ενός αποτελεσματικού εμβολίου κατά της πανδημίας έστρεψε επιτέλους και το ενδιαφέρον των γερμανών πολιτικών στον τομέα της βιοτεχνολογίας. Το σημαντικότερο είναι ωστόσο ότι το πλατύ κοινό γνωρίζει πλέον πόσες ευκαιρίες κρύβονται στη βιοτεχνολογία. Και εν τέλει ο κόσμος είναι που επηρεάζει τους πολιτικούς να στηρίξουν τέτοιου είδους ερευνητικές προσπάθειες.
Τόμας Κόλμαν
Επιμέλεια: Στέφανος Γεωργακόπουλος