Και τι να πεις και τι να γράψεις στο άκουσμα της τραγικής είδησης. Υπάρχουν κι εκείνες οι στιγμές που τα τρεμάμενα δάχτυλα «αρνούνται» πεισματικά ν’ ακολουθήσουν τις εντολές του εγκεφάλου.
Και πώς να γράψεις ότι έφυγε από τη ζωή ο Μαραντόνα. Τον είδε άραγε κανείς να πεθαίνει; Ε, τότε πως να γράψεις τέτοια είδηση που θα «βυθίσει» όλο τον κόσμο σε θλίψη και απέραντη βουβαμάρα.
Αυτά ήρθαν σαν πρώτες σκέψεις στο μυαλό, όταν το «πρέπει» σε καλεί να βάλεις στην άκρια τα συναισθήματα.
Δεν θέλεις να γράφονται τέτοιες ειδήσεις, δεν θες να ακούς για χαμό τέτοιων ηρώων. Γιατί δεν χωρά αμφιβολία πως ένας τέτοιος υπήρξε και ο τεράστιος Ντιέγκο. Ένας ήρωας, που υμνήθηκε όσο λίγοι κι αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι.
Μια αγάπη μοναδική που μπορούσε να ενώσει τους πάντες. Και η αλήθεια είναι πως ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο κατάφεραν να πετύχουν αυτά που πέτυχε ο Μαραντόνα. Γεννημένος στην φτώχεια και μεγαλωμένος σε μια γειτονιά που θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί «συνοικία το όνειρο».
Για να ακουστούν τα λόγια του Λειβαδίτη και η μουσική του Μίκη. «Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά, π’ άναψες τον καημό μου…».
Οι καημοί ξεστράτισαν στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, στα σοκάκια της Νάπολι, σε όλες τις στράτες του κόσμου. Ένας κόσμος μικρός και συνάμα μέγας.
Όσο και ο Μαραντόνα στα εξήντα χρόνια ζωής. Τόσο μεγάλος σε ταλέντο και καρδιά παρά το μικρό δέμας. Μόλις 1,65 αλλά όπως έλεγαν όσοι τον γνώρισαν, τα καντάρια μπάλας δεν τα λογαριάζεις με το ύψος.
Παγκόσμιος τίτλος
Ήταν αυτός που έδωσε στην Εθνική ομάδα της Αργεντινής τον τίτλο της παγκόσμιας πρωταθλήτριας, στο Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό. Ήταν εκείνος που με το «χέρι του Θεού» έδωσε στους Αργεντίνους έναν λόγο να χαμογελάσουν, στη νίκη επί των Άγγλων με 2-1, λίγο μετά τον πόλεμο των Φόκλαντς.
Και μετά το «χέρι του Θεού» είδαμε ένα αριστούργημα ανάλογο της τέχνης ενός Πικάσο, ενός Ρέμπραντ ή ενός Βαν Γκογκ. Δεν έχει σημασία το όνομα του ζωγράφου. Ήταν όλοι τους σπουδαίοι.
Τόσο σπουδαίοι όσο και η «χορογραφία» που έστησε εκείνο το απόγιομα ο Ντιεγκίτο στους Εγγλέζους. Χωρίς πινέλο, αλλά «ζωγράφισε». Χωρίς «ντάμα», αλλά χόρεψε. Έναν άγριο ερωτικό χορό, κάτι σαν τάγκο του λιμανιού που γεννήθηκε. Κι όλοι εμείς θεατές ενός Νουρέγιεφ που καθηλώνει τα πλήθη.
Η πόλη των καλών αέρηδων κλαίει απόψε με αναφιλητά. Κλαίει για τη νιότη που χάνεται, για τις ντρίπλες που πέρασαν σαν ταινία από το μυαλό όσων πρόλαβαν να δουν το 10άρι της Αργεντινής.
Κλαίει γιατί δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο μεγάλος Μαραντόνα έφυγε τόσο νωρίς και τόσο άδικα. Μια ζωή μέσα στους δρόμους, σαν κι αυτούς που πρωτοείδε το φως της ζωής πριν από εξήντα χρόνια.
Τους λασπωμένους δρόμους στους οποίους μαγεύτηκε από την μπάλα. Την λάτρεψε, την έκανε δική του. Ένα ζευγάρι που δεν μπορούσε να χωρίσει ποτέ. Ο Ντιέγκο έδειξε από νωρίς πως ήταν πλασμένος για να σηκώσει στις πλάτες την Αργεντινή αλλά και τους εραστές της τέχνης.
Λαϊκότητα
Την πιο αυθεντική και λαϊκή μορφή τέχνης που γνώρισε ο κόσμος, το ποδόσφαιρο. Έμαθε από τα πολύ μικράτα του να χαϊδεύει την μπάλα. Να της μιλάει και να της κάνει τσαλιμάκια.
Κι αυτή όμως τον ξεχώρισε. Του χάρισε απλόχερα όλα τα σκέρτσα της και η σχέση τους έγινε μυθική. Μια σχέση που θα μνημονεύεται στους αιώνες των αιώνων.
Πολλοί προσπάθησαν να πάρουν την μπάλα απ’ τον Μαραντόνα. Κάποιοι τον κλωτσούσαν, άλλοι τον έσπρωχναν. Υπήρχαν κι εκείνοι που τραβούσαν την φανέλα για να πετύχουν τον σκοπό τους.
Τίποτε δεν μπορούσε να κρατήσει την μπάλα μακριά από τον Ντιέγκο. Είχε τον τρόπο να μαγεύει με μοναδικές εμπνεύσεις, ξεκινώτας μια ονειρική καριέρα στην Αρχεντίνος Τζούνιορς. Και τι δεν έκανε ο άνθρωπος που κατάφερε ν’ ανοίξει «διάλογο» με την μπάλα. Τα κατορθώματα πήγαιναν από στόμα σε στόμα. Και να τα πρώτα άρθρα στις εφημερίδες. Να σου και οι τηλεοράσεις.
Ο Ντιέγκο προχωρούσε για την κατάκτηση της κορυφής και θα το έκανε με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Έτσι όπως κάνουν οι ηγέτες των επαναστάσεων, μιλώντας από τον λαό για τον λαό.
Κι αυτό ήταν που έκανε ο Μαραντόνα. Γεννημένος στην φτωχολογιά μίλησε για την αδικία, τις ανισότητες και κατέκρινε εξουσίες που πνίγαν των ανθρώπων τα δίκαια. Και το έκανε πριν γίνει ο απόλυτος σταρ.
Και συνέχισε να το κάνει μέχρι την τελευταία πνοή. Μετά την Αρχεντίνος Τζούνιορς, ήταν η σειρά της Μπόκα. Το Μπομπονέρα, «το κουτί με τα ζαχαρωτά» είχε βρει τον βασιλιά του. Κι εκεί, με τα μάτια κλειστά να ονειρεύονται οι εργάτες του Μπουένος Άιρες πως υπάρχει ελπίδα για το αύριο.
Ο Μαραντόνα τους έδειχνε το δρόμο κι εκείνοι ακολουθούσαν. Στο κατότι του αρχηγού λοιπόν μυριάδες οπαδοί του αργεντίνικου συλλόγου. Ήταν προφανές πως τα σύνορα της Αργεντινής δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν τον τεράστιο Ντιέγκο.
Τα «ραντάρ» των Ευρωπαίων έπιασαν τα όσα έκανε ο λατινοαμερικάνος μέσος, το 10άρι των φαντασιώσεων μας.
Και η Μπαρτσελόνα έκανε την τεράστια μεταγραφή. Θα μείνει για δύο χρόνια στην Βαρκελώνη αλλά η «πόλη» του θα είναι ένα άλλο λιμάνι του ευρωπαϊκού νότου.
Το γραφτό του Ντιεγκίτο ήταν να γιομίσει με όνειρα τη Νάπολι. Να κοντράρει το ποδοσφαιρικό κατεστημένο της γειτονικής χώρας. Μόνο ο Μαραντόνα μπόρεσε να βγάλει τη Νάπολι από την αφάνεια.
Κι εκεί που απέτυχαν τόσοι άλλοι, πήγε εκείνος για να ορθώσουν ανάστημα οι «φτωχοί συγγενείς» του ιταλικού νότου. Με τον Ντιέγκο στο Σαν Πάολο, η Νάπολι δεν ήταν μια ακόμα ομάδα του καμπιονάτο. Η Γιουβέντους, η Μίλαν, η Ίντερ δεν θα κοιτούσαν με… υποτιμητικό βλέμμα τους «παρτενοπέι». Τώρα ο ιταλικός βορράς ήξερε πως με τον Μαραντόνα στη Νάπολι, τα πράγματα δεν θα ήταν εύκολα.
Κι έτσι έγινε. Ο Ντιεγκίτο τα έκανε όλα και οδήγησε τη Νάπολι στην κατάκτηση τίτλων και μεγάλων διακρίσεων. Αυτό όμως που θα μείνει στην ιστορία δεν ήταν οι τίτλοι. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο επηρρέασε την ζωή της πόλης κι αυτό φάνηκε από το γεμάτο Σαν Πάολο να αποθεώνει τον μύθο.
Είναι οι τοιχογραφίες με την μορφή του τεράστιου Ντιέγκο να δεσπόζει παντού. Είναι τα παιδιά που έχουν το όνομα του Ντιέγκο, καθώς οι εκστασισμένοι οπαδοί της Νάπολι έδιναν στα παιδιά τους το όνομα του ηγέτη των παρτενοπέι.
Κι όταν η Αργεντινή κοντραρίστηκε με την Ιταλία στο γήπεδο της Νάπολι στο Μουντιάλ του 1990, συνέβη το αδιανόητο. Πολλοί Ναπολιτάνοι στις εξέδρες του Σαν Πάολο, ζητοκραύγαζαν για τον «βασιλιά του νότου» και όχι για την εθνική Ιταλίας.
Δεν υπήρξε παράσταση του Μαραντόνα που να μην ξεσηκώσει τον κόσμο. Όταν έβλεπες τον Μαραντόνα ήταν αδύνατον να κάτσεις στην καρέκλα. Η μαγεία του λατινοαμερικάνου σούπερ σταρ είχε την ικανότητα να διαλύσει κάθε τι άσχημο στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου.
Μια φιγούρα που «κολλούσε» την μπάλα πάνω του. Άλλοτε λασπωμένος θαρρείς και βγήκε από εκείνα τα ανήλιαγα στενά στα οποία μεγάλωσε. Άλλοτε «πανύψηλος» σαν βασιλιάς της Νάπολι και κάθε κατατρεγμένης ομάδας ή κοινωνικής τάξης.
Κάστρο και Τσε
Ήταν αυτός που τα έβαλε με την παγκόσμια ποδοσφαιρική ομοσπονδία, εκείνος που μίλησε για τον Κάστρο και τον Τσε.
Δεν δίστασε να πει την γνώμη του για τα πάντα. Δεν μίλησε μόνο γιοα ποδόσφαιρο. Και η αλήθεια είναι πως όταν μιλούσε ο Ντιέγκο είχε να πει πολλά. Και να… σούρει ακόμα περισσότερα.
Δυστυχώς ο Μαραντόνα έζησε και πολλές δύσκολες στιγμές. Κι αυτά τα σκληρά βιώματα όμως ήταν ένα κομμάτι του Μαραντόνα. Χωρίς αυτά δεν θα ήταν ο Ντιέγκο που αγάπησε η οικουμένη όλη.
«Μάνα δεν ξέρεις γιατί χτυπάει η καρδιά μου; Μάνα δεν ξέρεις γιατί; Μάθε γιατί είμαι ερωτευμένος. Είδα τον Μαραντόνα» τραγουδούσαν εκστασιασμένοι οι οπαδοί της Νάπολι. Ένα σκηνικό που αναδείκνυε μια μοναδική σχέση.
Από εκείνες τις σχέσεις που σε ανεβάζουν στα σύννεφα για να αισθανθείς ανίκητος.
Η «βασιλεία» του Μαραντόνα στον ιταλικό νότο έληξε άδοξα. Δεν του «έπρεπε» τέτοιο φινάλε του Μαραντόνα στη Νάπολι. Ας είναι όμως. Ακόμα κι εκείνο το άδοξο τέλος δεν μπορεί να του αφαιρέσει το «στέμμα».
Μετά τη Νάπολι ακολούθησαν περάσματα από Σεβίλλη, Νιούελς Ολντ Μπόις. Στο φινάλε ξανά Μπόκα Τζούνιορς για να «κρεμαστούν» τα παπούτσια στο Μπομπονέρα. Το ποδόσφαιρο χάρισε πολλά στον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Αλλά να μην ξεχνάμε πως ο Ντιεγκίτο έδωσε περισσότερα σε όλους μας. Απλόχερα και χωρίς καμιά «χρέωση». Ετσι για να γουστάρουμε. Να χουμε να βλέπουμε…
Ο Μαραντόνα άφησε στην ανθρωπότητα το ποδόσφαιρο. Και η ανθρωπότητα χρωστάει στο 10άρι της.