Κατά τα φαινόμενα και με βάση τα στοιχεία, κυρίως δε τα πιο σκληρά από όλα, η κρίσιμη αυτή φάση της πανδημίας απαιτεί κάτι άλλο από αυτό που συμβαίνει, κατά βάση στο πεδίο των αντιλήψεων και νοοτροπιών.
Τα πιο σκληρά στοιχεία είναι οι θάνατοι, που ως γνωστόν, δυστυχώς, έχουν φτάσει πλέον σε τριψήφια νούμερα ημερησίως.
Όπως φαίνεται, η περίοδος που βρίσκεται μπροστά μας είναι η δυσκολότερη έως τώρα – και μέχρι την επόμενη. Η κατάσταση στις ΜΕΘ είναι οριακή, η υποχώρηση των κρουσμάτων, των νοσηλειών και των θανάτων δεν είναι αυτή που θα επέτρεπε σχεδιασμούς για χαλάρωση.
Τίποτε από όλα αυτά δε, δεν μπορεί να προγραμματιστεί και να προβλεφθεί με ασφάλεια, ούτε καν κατά προσέγγιση. Όλα εξαρτώνται από την τήρηση των μέτρων και τις συμπεριφορές όλων, ενώ οι αστάθμητες παράμετροι είναι πολλές. Για παράδειγμα, μία συρροή σε μία κλειστή δομή ή ένα γηροκομείο, μπορεί να εξελιχθεί σε βόμβα για το σύστημα υγείας και τις υποδομές μίας ολόκληρης περιφερειακής ενότητας, μέσα σε ελάχιστες ημέρες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, αυτή τη στιγμή δεν έχει νόημα τίποτε άλλο, πέραν της αντιμετώπισης της κρίσης στο υγειονομικό πεδίο, όπου δυστυχώς φαίνεται ότι εκδηλώνεται με σφοδρότητα.
Κανένα νόημα δεν έχει η ατέρμονη συζήτηση από κανάλια και ραδιόφωνα ως προς το πότε θα ανοίξει κάτι, αν θα ανοίξει η εστίαση, πώς θα γίνει αυτό και τι θα συμβεί τα Χριστούγεννα. Είναι άλλωστε και μία απορία που ακούγεται από ολοένα και περισσότερους: αν τα πράγματα εξελίσσονται έτσι (ποιος περιμένει κάτι πολύ διαφορετικό μέσα σε τέσσερις εβδομάδες;), πόσο κέφι θα έχει ο καθένας να γιορτάσει Χριστούγεννα; Με ποιους; Με πόσους; Και τελικά, τι ακριβώς να γιορτάσει; Καλύτερα να έχουν όλοι προετοιμαστεί και να θεωρήσουν ότι τα εφετινά Χριστούγεννα χάθηκαν και δεν έγινε και τίποτε. Αν συμβεί οτιδήποτε διαφορετικό, ας είναι μία (κάπως) ευχάριστη έκπληξη.
Επειδή λοιπόν η συζήτηση για το πότε θα ανοίξει τι και πώς, ελάχιστο νόημα έχει – με εξαίρεση ίσως τα σχολεία – ας είναι όλοι προσγειωμένοι σε μία πραγματικότητα. Αυτό αφορά, πολίτες, πολιτικούς, δημοσιογράφους και πάσης φύσεως διαχειριστές του δημόσιου λόγου.
Ας σταματήσουν οι πληκτικές ερωτήσεις «τι θα γίνει με την εστίαση;». «Τι θα γίνει με τα γυμναστήρια;», «τι θα γίνει με τον τουρισμό του χρόνου;» και τι θα γίνει με οτιδήποτε. Και πρέπει να σταματήσει, γιατί η απάντηση είναι γνωστή σε όλους. Ό,τι γίνει, θα γίνει όταν πρέπει και όπως πρέπει και όπως το επιτρέψουν τα «σκληρά» στοιχεία. Εκτός αν υπάρχουν ακόμη διαθέσεις πειραματισμού.
Με αυτά υπόψιν, το χρησιμότερο που οφείλει να πράξει σήμερα η κυβέρνηση και όλοι οι αρμόδιοι, είναι να σταματήσουν την άσκοπη συζήτηση για το άνοιγμα, σε κάθε εκδοχή της. Διαμορφώνει λανθασμένες εντυπώσεις, αβάσιμες προσδοκίες και επικίνδυνες τάσεις χαλάρωσης και εφησυχασμού.