Στα χρόνια των μνημονίων, ένα από πλέον συνηθισμένα «παράπονα» των Ευρωπαίων αξιωματούχων είχε να κάνει με την απροθυμία της Ελλάδας να αποκτήσει την ιδιοκτησία των προγραμμάτων προσαρμογής.

Η απάντηση σε αυτή τη μομφή ήταν αναμενόμενη και εύλογη. Πώς να «αγκαλιάσεις» ένα πρόγραμμα το οποίο σου έχει επιβληθεί και στην κατάρτιση του οποίου δεν είχες συμμετοχή;

Σήμερα η Ελλάδα διαθέτει τη δυνατότητα να καταρτίσει τον δικό της οδικό χάρτη για το μέλλον.

Mε τα 31,9 δισ. που θα εισρεύσουν στη χώρα μας από τα ευρωπαϊκά ταμεία ο τόπος έχει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει επιτέλους το πολυπόθητο άλμα προς τη νέα εποχή.

Το Ταμείο Ανάκαμψης διανοίγει oυσιαστική και ρεαλιστική προοπτική ανάταξης και αναπροσανατολισμού (αν υποθέσουμε ότι έως τώρα υπήρχε κάποιος προσανατολισμός) της εγχώριας, πολυπαθούς οικονομίας.

Η πρώτη μορφή του σχεδίου βρίσκεται ήδη στα χέρια των αρμόδιων παραγόντων της Κομισιόν, ενώ χθες η Επιτροπή Πισσαρίδη κατέθεσε το τελικό της πόρισμα στο Μέγαρο Μαξίμου.

Ευκαιρίες όπως αυτές δεν παρουσιάζονται συχνά. Γι’ αυτό και η επιτυχία του εγχειρήματος καθίσταται επιτακτική.

Στην ουσία αποτελεί μονόδρομο, προκειμένου η χώρα να αφήσει πίσω της οριστικά την ύφεση που προκαλεί η πρωτοφανής υγειονομική κρίση αλλά και να χτίσει γερά θεμέλια υγιούς και στέρεης ανάπτυξης.

Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται η μέγιστη δυνατή συναίνεση.

Ολες οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι το σχέδιο αυτό θα αποτελέσει την πυξίδα με την οποία θα πορευθεί η χώρα στη νέα εποχή.

Η δυναμική του υπερβαίνει τη θητεία της τωρινής κυβέρνησης και δεν προσφέρεται για τις συνήθεις μικροπολιτικές στοχεύσεις.

Το σχέδιο αυτό πρέπει να καταστεί όχι μόνο στα λόγια αλλά και στα έργα εθνικό.

ΤΟ ΒΗΜΑ