Επί σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε κατάσταση συνεχούς ετοιμότητας, λίγο πολύ «με το δάχτυλο στη σκανδάλη».
Είναι η μακρότερη περίοδος τόσο πολυδιάστατης και συνεχούς έντασης στην μεταπολεμική Ιστορία μας. Ανάλογες καταστάσεις είχαν αντιμετωπιστεί με τις κρίσεις του Χόρα και του Σισμίκ στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και φυσικά στα Ίμια το 1996. Με την διαφορά όμως ότι εκείνες οι κρίσεις διήρκεσαν μερικές ημέρες και εκτονώθηκαν, ασχέτως των όσων επακολούθησαν σε διπλωματικό ή άλλο πεδίο.
Σήμερα, έπειτα από μία μακρά περίοδο περίπου ενός έτους, αξίζει κανείς να αναλογιστεί τι σημαίνει η διαρκής στρατιωτική επιφυλακή και επιχειρησιακή ετοιμότητα στον Έβρο, στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, στις αεροπορικές πτέρυγες μάχης και στις ναυτικές μονάδες. Όλα κινούνται σε μια εξαιρετικά λεπτή και ευαίσθητη ισορροπία και ολόκληρη η δομή του στρατεύματος δοκιμάζεται «στο πεδίο», σε μία διαρκή επιχείρηση υπεράσπισης εθνικών συμφερόντων και κυριαρχικών δικαιωμάτων και ταυτόχρονα, αποφυγής προκλήσεων ή λάθος κινήσεων, που θα μπορούσαν να δώσουν αφορμές για άλλες εξελίξεις.
Πρόκειται ουσιαστικά για μία γιγαντιαία επιχείρηση, με χαρακτηριστικά πολεμικής εμπλοκής, στην οποία οι ΕΔ και το στελεχιακό του δυναμικό αντεπεξέρχονται με τρόπο αξιέπαινο και ανταποκρινόμενες απολύτως στην αποστολή τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες και δεδομένων όλων όσων συμβαίνουν στην ευρύτερη περιοχή μας, η απόδοση τιμής στις ΕΔ και τα στελέχη τους την 21η Νοεμβρίου ήταν όχι απλώς αυτονόητη, αλλά αναγκαία και επιβεβλημένη. Για όσους δεν γνωρίζουν, είναι η ημέρα εορτασμού των Εισοδίων της Θεοτόκου, η οποία, επίσης για όσους δεν γνωρίζουν, είναι η προστάτιδα των ΕΔ.
Η προβολή, συνεπώς, στο κτίριο της Βουλής εικόνων με στρατιωτικό περιεχόμενο και εκείνης της Παναγίας, ήταν ένας απαραίτητος και απολύτως θεμιτός φόρος τιμής.
Παρά ταύτα, στην Αριστερά και στους γνωστούς της διαύλους στον παραδοσιακό Τύπο και στα κοινωνικά δίκτυα έγιναν έξαλλοι και είδαν σε αυτές τις εικόνες φαντάσματα της Επταετίας, θρησκοληψίες και άλλα τέτοια, ανυπόστατα και αυθαίρετα. Αν μιλούσε κανείς για ζητήματα γούστου και καλαισθησίας, ίσως θα ήταν δυνατή μία συζήτηση – και πάλι όμως άνευ ουσίας. Όσοι τα λένε άλλωστε, δεν διακρίνονται για τις υψηλές αισθητικές τους προδιαγραφές.
Επειδή οι εικόνες αυτές έγιναν αντικείμενο αντιπαράθεσης στα κοινωνικά δίκτυα και αλλού, μεταξύ εκπροσώπων του γνωστού «προοδευτικού» χώρου και των υπολοίπων, έχει σημασία – όπως πάντοτε σχεδόν – το ποιος λέει τι.
Τα λένε αυτά πολλοί από εκείνους που όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση, θαύμαζαν ή ανέχονταν τον Πάνο Καμμένο, με ή χωρίς στρατιωτικό τζάκετ και με τον Αλέξη Τσίπρα στο πλευρό του με αμπέχονο.
Τα λένε και εκείνοι που έκαναν τη γνωστή εκδρομή της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στο Καστελλόριζο και πόζαραν στις φωτογραφίες μαζί με τους Χρυσαυγίτες βουλευτές. Τα λένε και εκείνοι που υποστήριζαν ότι η σχεδιασμένη επιχείρηση του Ερντογάν στον Έβρο δεν ήταν απόπειρα εισβολής στο Ελληνικό έδαφος, η οποία αποκρούστηκε από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Για μια ακόμη φορά, γεννάται η απορία ως προς το ποιος ο λόγος για όλα αυτά. Γιατί πρέπει πάντα κάποιοι να αναζητούν αφορμές για άκυρη, διαβρωτική και υπονομευτική κριτική;
Η απάντηση είναι απλή: Αν σε αυτές τις συνθήκες που αντιμετωπίζει η χώρα, κάποιοι παρομοιάζουν αυτήν την πρωτοβουλία της Βουλής με χουντική φιέστα, είναι επειδή το μικρόβιο του διχασμού δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κανένα «εμβόλιο». Ούτε και η πολιτική θρησκοληψία, η οποία δεν επιτρέπει σε κανέναν να δει πέρα από εκεί που του έχουν μάθει τα κομματικά εγχειρίδια.