Η πρώτη περίοδος του Μαρτίου – Μαΐου χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία του λόγου των επιστημόνων, οι οποίοι και συνέβαλαν καθοριστικά στην επιτυχία του ελέγχου της εξάπλωσης του κορωνοϊού και της ενημέρωσης των πολιτών.
Εκείνες τις ημέρες είχε δι’ αυτού του τρόπου αναδειχθεί ένα υπόδειγμα συμπεριφοράς, μέσω του οποίου προβλήθηκαν διαφορετικά, θετικά πρότυπα στην ελληνική κοινωνία.
Είτε επρόκειτο για τον επιστημονικό λόγο του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, είτε για τον τρόπο με τον οποίο συντονισμένοι, οι περισσότεροι επιστήμονες, παρενέβαιναν δημοσίως. Είχε διαπιστωθεί τότε μία πρωτοφανής ομοιογένεια στον επιστημονικό και δημόσιο λόγο, με αποτέλεσμα κάθε οργανωμένη ή αποσπασματική απόπειρα υπονόμευσης της κοινής προσπάθειας να πέφτει στο κενό.
Με την άρση των μέτρων στις αρχές του καλοκαιριού, η συνθήκη άλλαξε. Η επιτυχία της πρώτης φάσης διαχείρισης διαμόρφωσε μία ατμόσφαιρα εφησυχασμού μεταξύ των πολιτών και σε μεγάλο βαθμό και των κυβερνητικών στελεχών. Εξ αιτίας αυτού, ο λόγος των ειδικών αντιμετωπίστηκε πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι έως εκείνη τη στιγμή.
Παρά το γεγονός ότι οι συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου και σε άλλες βαθμίδες της κυβερνητικής ιεραρχίας συνεχίζονταν, με τη συμμετοχή λοιμωξιολόγων, επιδημιολόγων και άλλων ειδικών, η βαρύτητα της γνώμης της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων δεν ήταν η ίδια.
Δεδομένων των συνθηκών και της ελεγχόμενης εξάπλωσης της πανδημίας εκείνη την περίοδο, σημαντικά λιγότεροι ήταν όσοι έδιναν σημασία σε προειδοποιήσεις, συστάσεις και οδηγίες. Παρ’ όλα ταύτα, πολλά από όσα συμβαίνουν σήμερα, είχαν επισημανθεί στους καλοκαιρινούς μήνες. Όχι όμως με την ίδια απήχηση και αποτελεσματικότητα.
Διαφορετική ισορροπία κυβέρνησης – ειδικών
Η πάροδος του χρόνου και η αύξηση των κρουσμάτων κατά τους πρώτους φθινοπωρινούς μήνες, βρήκε την κυβέρνηση και την επιστημονική κοινότητα σε μία πολύ διαφορετική ισορροπία. Επί εβδομάδες κυριάρχησε η (πολιτική) άποψη σύμφωνα με την οποία είχε αποκλειστεί ένα δεύτερο lockdown. Κάτι τέτοιο προϋπέθετε όμως ότι οι συστάσεις των ειδικών όφειλαν να έχουν υιοθετηθεί και υποστηριχθεί και από τους εκπροσώπους της πολιτικής τάξης, όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης. Φυσικά, αυτό έπρεπε να έχει γίνει και από τους πολίτες.
Την περίοδο εκείνη είχε αποφασιστεί ότι ήταν προτιμότερο να περιοριστούν οι φωνές που είτε εφιστούσαν την προσοχή στους κινδύνους του εφησυχασμού, είτε ακόμη και δημιουργούσαν ένα κλίμα ανησυχίας. Ήταν χαρακτηριστικό ότι επί πολλές εβδομάδες είχε αποσυρθεί από τη δημοσιότητα μία από τις πλέον αυστηρές φωνές, ο καθηγητής Νίκος Σύψας. Και επίσης, δεν πέρασε απαρατήρητο ότι ακόμη και στην αρχή της νέας φάσης έξαρσης της πανδημίας ο κ. Τσιόδρας απέφευγε τις δημόσιες παρεμβάσεις, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούσε να συμμετέχει στις καθημερινές συσκέψεις ή τηλεδιασκέψεις του Μεγάρου Μαξίμου.
Στο διάστημα αυτό φάνηκε ότι ο λόγος των ειδικών προσέλαβε μία διαφορετική βαρύτητα, σε σχέση με την προηγούμενη άνοιξη. Η συνθήκη που διαμορφώθηκε, σε συνδυασμό με την γενικότερη κόπωση των πολιτών αλλά και την τακτική πολλών ΜΜΕ, μετέτρεψαν τους επιστήμονες ιατρούς σε μέρος μίας τηλεοπτικής – κατά κύριο λόγο – πραγματικότητας και καθημερινότητας. Και με δεδομένη την διάσταση επιστημονικών απόψεων εντός της Επιτροπής, άρχισε να διαμορφώνεται και δημοσίως μια εικόνα σύγχυσης.
Επιστήμονες και προπαγάνδα
Καθημερινώς και επί ώρες, επιστήμονες κάθε σχετικής με την πανδημία ειδικότητας, παρήλαυναν στις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες, εκφράζοντας εκτιμήσεις και γνώμες, οι οποίες συχνά ήταν έως και αντιφατικές μεταξύ τους. Άλλοι ήταν αισιόδοξοι, άλλοι περισσότερο επιφυλακτικοί, άλλοι ανήσυχοι και πάντως δεν υπήρχε η μία κοινή συνισταμένη της προηγούμενης περιόδου.
Η κατάσταση περιπλεκόταν αρκετά, όσο πύκνωναν και οι δημόσιες εμφανίσεις επιστημόνων, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας. Ως εκ τούτου, δεν υπόκεινται σε καμία πολιτική δέσμευση, παρά μόνον εκφράζουν την επιστημονική τους άποψη. Οι πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο καθηγητής Μανώλης Δερμιτζάκης και η καθηγήτρια Αθηνά Λινού.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον, άρχισε να διαφαίνεται ότι η πολιτική διαχείριση της πανδημίας θα ήταν πολύ διαφορετική από της προηγούμενης άνοιξης. Αυτό δεν αφορούσε μόνο την κυβέρνηση, αλλά και την αντιπολίτευση, κατά μείζονα λόγο την αξιωματική και τους μηχανισμούς προπαγάνδας του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι επιθέσεις στον Σωτήρη Τσιόδρα και η «επιστράτευση» της Αθηνάς Λινού
Οι κλιμακούμενες επιθέσεις που άρχισαν να εξαπολύονται σε βάρος του Σωτήρη Τσιόδρα ήταν πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα της νέας πραγματικότητας. Αυτές είχαν ξεκινήσει βέβαια από την προηγούμενη άνοιξη, όταν ο καθηγητής κατηγορούνταν από τις σελίδες της «Αυγής» για κυβερνητική προπαγάνδα.
Στην νέα φάση όμως, επισήμως ο ΣΥΡΙΖΑ στράφηκε εναντίον του. Αφορμή στάθηκε η δημόσια σύσταση του προς τους πολίτες να αποφεύγουν τους συγχρωτισμούς στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν, κατά την γνωστή αποπροσανατολιστική μέθοδο, ο καθηγητής είτε «καλύπτει την αδράνεια της ΝΔ στην αντιμετώπιση του συνωστισμού στα μέσα μεταφοράς», είτε με την εμφάνιση του επενδύει «σε αυτή την κυβερνητική αφήγηση περί ατομικής ευθύνης».
Ο ίδιος δε ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε για «εργαλειοποίηση των επιστημόνων και της επιστημονικής επιτροπής από την κυβέρνηση», λέγοντας ότι «οι κυβερνήσεις δεν κρύβονται πίσω από την επιτροπή και δεν εκβιάζουν αποφάσεις». Παρά ταύτα, την ίδια στιγμή μία άλλη παράμετρος προστέθηκε στην εξίσωση. Ήταν η «εργαλειοποίηση» των επιστημόνων από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα, μέσω της πρότασης να αναλάβει η καθηγήτρια Αθηνά Λινού το υπουργείο Υγείας. Η πρόταση αυτή συνοδεύτηκε και από μία καθαρά επικοινωνιακού χαρακτήρα συνάντηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με την κ. Λινού.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η εμπλοκή των επιστημόνων στην πολιτική συζήτηση, δηλητηριάζει σε σημαντικό βαθμό την προσπάθεια χαλιναγώγησης της εξάπλωσης της πανδημίας. Και παρεμβάσεις όπως αυτή της κυρίας Λινού, περί της απουσίας επιστημονικών μελετών για την μετάδοση του ιού μέσω της θείας μετάληψης, ακούγονται πλέον με την αναμενόμενη επιφυλακτικότητα.