Προ ολίγων ημερών έλαβε χώρα στη Βουλή μια συζήτηση των κομμάτων για την κατάσταση της Επιδημίας, που προκάλεσε ο κ. Πρωθυπουργός, προκειμένου να ενημερώσει τους αρχηγούς αυτών. Στην κουβέντα που κράτησε αρκετές ώρες, μίλησαν μόνο οι πρόεδροι.
Τα παρόντα 6 κόμματα ήταν τα γνωστά: η Νέα Δημοκρατία (κυβέρνηση), ο ΣΥΡΙΖΑ (αξιωματική αντιπολίτευση) , το ΚΙΝΑΛ ( μικρή αντιπολίτευση), το ΚΚΕ (αριστερή αντιπολίτευση), η Ελληνική Λύση (εθνική αντιπολίτευση), Μέρα 25 (απλή αντιπολίτευση).
Με αυτούς τους τίτλους των κομμάτων οι πολίτες, μάλλον, δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνουν τα ονόματα , τι αντιπροσωπεύουν και τι επιδιώκουν. Στη καθημερινή κατανοητή γλώσσα, λέμε:
Η Δεξιά (Ν.Δ.), η Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ), το Κέντρο (ΚΙΝΑΛ), οι Κομμουνιστές (ΚΚΕ), οι Εθνικιστές (Ελλην, Λύση) κι η Αριστερή τάση (Μέρα 25).
Αλλά πάλι είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι αντιπροσωπεύει κάθε κόμμα. Γι’ αυτό θα κάνουμε μια προσπάθεια να ερμηνεύσουμε το τι επιδιώκουν αυτοί οι πολιτικοί φορείς.
Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης
Μέχρι το 1990/91, που υπήρχε η Σοβιετική Ένωση, τα κόμματα, που κυβερνούσαν (ανατολική Ευρώπη, Κίνα, Κούβα, Βιετνάμ, Βόρειος Κορέα), είχαν ως μπούσουλα της πολιτικής τους, τη μαρξιστική θεωρία, κατά την οποία, είχε καταργηθεί η ιδιωτική περιουσία και όλα τα Μέσα Παραγωγής ανήκαν στο κράτος.
Η άλλη μορφή διοίκησης του κράτους ήταν του Φιλελευθερισμού, όπου τα πάντα βρισκόταν στα χέρια των ιδιωτών. Το κράτος προσπαθούσε να αναμειχθεί στην οικονομική παραγωγή, όσο γινόταν λιγότερο.
Παράλληλα προς το κομμουνιστικό σύστημα, υπήρχε και η θεωρία της σοσιαλδημοκρατίας, που ακουμπούσε αρχικά, ως προς την οικονομική παραγωγή , στο μαρξισμό. Αλλά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έβαλε νερό στο κρασί της και υποστήριξε την ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις, όπως ηλεκτρισμού, ύδρευσης, εκπαίδευσης, υγείας, κλπ. , έπρεπε να ανήκουν στο κράτος. Παράλληλα όμως ήταν το κόμμα του λαού και σε αντίθεση με τα κομμουνιστικά καθεστώτα, υποστήριζε τις ελευθερίες των πολιτών.
Τα κεντρώα κόμματα ασπάσθηκαν τη σοσιαλοδημοκρατική θεωρία, ενώ τα εθνικά δεξιά υποστήριζαν τη φιλελεύθερη θεωρία της οικονομίας.
Έτσι, παλαιότερα από τον τίτλο , του κάθε κόμματος, καταλάβαινε κανείς , τι είδος κυβέρνηση επιδίωκε.
Όταν όμως κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και όλο το ανατολικό μπλοκ, διαπιστώθηκε ότι το εφαρμοζόμενο κρατικό σύστημα της οικονομίας, δεν μπορούσε να θρέψει τους πολίτες του, ικανοποιητικά, γιατί αποδείχθηκε ότι το κράτος είναι κακός εργοδότης. Έτσι, όλη η δύση έκανε μια μεταστροφή, κατά την οποία αποφεύγονται οι μεγάλες κρατικές οικονομικές επιχειρήσεις. Μάλιστα, η Κίνα και το Βιετνάμ, πέρασαν στην οικονομία της αγοράς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η διαφοροποίηση μεταξύ δεξιών και αριστερών κυβερνήσεων
Αλλά πάλι εμφανίζεται μια διαφοροποίηση μεταξύ φιλελεύθερου και σοσιαλιστικού κυβερνητικού προτύπου. Οι μεν δεξιές κυβερνήσεις δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό του κράτους, γιατί επιδιώκουν την υγιή οικονομία, ενώ οι αριστερές, ξοδεύουν πάντοτε παραπάνω από αυτά που αντέχει η τσέπη τους, προκειμένου να βοηθήσουν το λαό. Αυτή η κατάσταση όμως τραυματίζει την οικονομία, ώστε συσσωρεύετε μεγάλο χρέος, που δεν επιτρέπει στη χώρα να ορθοποδήσει.
Από την άλλη πλευρά το κράτος, το οποίο είναι ο ρυθμιστής όλων των θεμάτων της κοινωνίας των πολιτών, σήμερα, χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους , για να αντιμετωπίζει τα προβλήματα και να επιτυγχάνει τους στόχους του. Το κυριώτερο μέσο, είναι η φορολογία.
Αλλά, αν και στις μέρες μας, στη θεωρία της οικονομίας, υπάρχει μια τάση για σύγκλιση των παλαιών ιδιαιτεροτήτων, που ακόμη κάπως διατηρούνται, το διαφοροποιό στοιχείο μεταξύ των κρατών είναι το κατά πόσο καλά είναι οργανωμένο το «κοινωνικό κράτος». Δηλαδή, ποια οικονομική ανάπτυξη έχει το κράτος; Τι βιοτικό επίπεδο έχει ο λαός; Αν το κράτος φροντίζει για το σύνολο του λαού ή όχι;
Όμως η δημιουργία και διατήρηση ενός κοινωνικού κράτους δεν είναι μόνο θέμα θέλησης μιας κυβέρνησης, γιατί έχει υψηλό κόστος. Η υλοποίηση αυτού του στόχου εξαρτάται, από τον πλούτο που παράγει το κράτος. Υπάρχει βιομηχανία και υψηλή τεχνολογία;
Γίνονται επενδύσεις εξ ιδίων ή η κυβέρνηση παρακαλεί τους ξένους να έρθουν να επενδύσουν στη χώρα ; Χώρες, που δεν έχουν αξιόλογη βιομηχανία και υψηλή τεχνολογία, είναι μεταπρατικές κοινωνίες και είτε είναι υποανάπτυκτες είτε αναπτυσσόμενες. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ανήκουν στις αναπτυγμένες, προηγμένες.
Η Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα, που κέρδισε τις εκλογές του Ιουλίου 2019, με 158 βουλευτές και πρωθυπουργός έγινε ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ώστε ανέλαβε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας, που παρ’ όλα τα προβλήματα, ως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, τα πάει καλά, έστω κι αν οι βουλευτές του ίδιου του κόμματος κατηγόρησαν πρόσφατα τους υπουργούς τους, ότι «πολλοί εξ αυτών καβάλησαν το καλάμι».
Όμως η κυβέρνηση κληρονόμησε και το μεγάλο δημόσιο χρέος των 350 (+/-) δισεκατομμυρίων Ευρώ, που δυσκολεύει αφάνταστα την ορθή κυβερνητική πολιτική. Πέραν τούτου υπάρχει και το υπέρμετρο ιδιωτικό χρέος, που προέρχεται κύρια από τον άλογο δανεισμό των τραπεζών στους ιδιώτες μέχρι το 2009, προκειμένου να αποκτήσουν δική τους κατοικία, που όμως σταμάτησαν την αποπληρωμή, όταν από το 2010 ξέσπασε η κρίση του χρέους, που δημιούργησε το μεγάλο ρεύμα των ανέργων, που είχαν ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο. Εκτός αυτών, μας προέκυψε κι η διένεξη με τους αφιλότιμους γείτονες Τούρκους, που αναγκάζει την Ελλάδα να ξοδεύει μεγάλα ποσά για εξοπλισμούς των Ενόπλων Δυνάμεων.
Για την πολιτική της χώρας, υπεύθυνο πάντοτε είναι το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση. Οι Αμερικανοί μας ψέγουν, διότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ξέρουν ή αδυνατούν να εφαρμόσουν την οικονομική πολιτική του Κέϊνς, που προτρέπει σε περιόδους ύφεσης τη δημιουργία μεγάλων έργων υποδομής, ενώ στον πληθωρισμό, που ανεβαίνουν οι τιμές, να αποφεύγεται ό,τι προκαλεί δαπάνες. Γενικά, τα μεγάλα έργα που αναβαθμίζουν μια χώρα, λείπουν στην Ελλάδα μόνιμα.
Αλλά εδώ πρέπει να αναφέρουμε και την ανηλεή και έωλη πολιτική, που ασκούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Όμως, αυτή είναι η μια πλευρά της υπόθεσης. Η άλλη είμαστε, εμείς οι ίδιοι, δηλαδή, ο λαός:
Οι ξένοι (φίλοι και σύμμαχοι), μας κατηγορούν πρώτα – πρώτα πως σκεφτόμαστε διαφορετικά απ’ αυτούς. Έχουμε χαλαρή στάση απέναντι στην εργασία, γιατί όλους μας ενδιαφέρει κύρια το αραλίκι κι η καλοπέραση, δείχνουμε ανεκτικότητα στη διαφθορά και επιδιώκουμε τη φοροδιαφυγή. Ακόμη, έχουμε την τάση να κατηγορούμε τους άλλους, για να εμφανιζόμαστε εμείς, ως «αθώες περιστερές».
Τα πολιτικά κόμματα, που αγωνίζονται με κάθε μέσο, για την κατάληψη της εξουσίας, όταν κερδίσουν, νοιάζονται κύρια να βοηθήσουν τους συνεργάτες και οπαδούς τους, γιατί αυτοί είναι τα στηρίγματά τους. Με δυο λόγια ασκούν μόνιμα πελατειακή πολιτική.
Το γενικό συμπέρασμα είναι, ότι παρ’ όλο, που σημειώνουμε ως χώρα, κράτος και λαός, κάποιες επιτυχίες, δεν καταφέρνουμε να ορθοποδήσουμε και είμαστε διαρκώς ουρά των φίλων, των εταίρων και των συμμάχων μας.
Προσωπικά θεωρούμε ως προϋπόθεση για να σταθούμε στο ύψος της βαριάς πολιτιστικής κληρονομιάς μας, να αλλάξουμε νοοτροπία και τρόπο του σκέπτεσθαι.
Θ. Αυγερινός / Β. Παπαθανασίου, Καθηγ. Πανεπιστημίου