Η Έμιλι Μέρφι είναι μάλλον άγνωστη στην Αμερική. Πολύ περισσότερο σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Και όμως ως επικεφαλής της General Services Administration, της ομοσπονδιακής υπηρεσίας που κατά βάση ασχολείται με την ακίνητη περιουσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και με τις προμήθειές της, είναι αυτή που θα πάρει την απόφαση για να ξεκινήσει η διαδικασία μετάβασης προς την προεδρία Μπάιντεν.
Ο λόγος είναι όταν αυτή επικυρώσει ότι ο Τζο Μπάιντεν είναι ο νικητής των εκλογών, τότε μπορεί να απελευθερώσει την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση για τη διαδικασία μετάβασης και κυρίως την τοποθέτηση του προσωπικού της μετάβασης στις κρίσιμες ομοσπονδιακές υπηρεσίες.
Μέχρι τώρα η Μέρφι, που προέρχεται από το ρεπουμπλικανικό κόμμα, δεν έχει προχωρήσει στη σχετική επικύρωση και άρα τυπική διαδικασία μετάβασης δεν έχει ξεκινήσει. Μόλις χθες επικράτησε αλαλούμ με την Πολιτεία της Τζόρτζια όπου ο Μπάιντεν ανακηρύχθηκε νικητής, έπειτα το πήραν πίσω και στη συνέχεια ο κυβερνήτης Μπράιαν Κεμπ δήλωσε σε διαδικτυακή συνέντευξη Τύπου πως ο νόμος τον υποχρεώνει να επισημοποιήσει την επικύρωση του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου.
Νωρίτερα χθες, ο υπουργός Εσωτερικών της Τζόρτζια, Μπραντ Ράφενσμπεργκερ, πιστοποίησε ότι ο δημοκρατικός υποψήφιος Τζο Μπάιντεν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές στην Πολιτεία αυτή.
Με τη νίκη του στην Τζόρτζια ο Μπάιντεν εξασφαλίζει 16 μεγάλους εκλέκτορες.
Την ίδια ώρα η ομάδα μετάβασης του Μπάιντεν διαμαρτύρεται ότι η καθυστέρηση στη διαδικασία μετάβασης υπονομεύει τη μάχη κατά του κοροναϊού.
Και όλα αυτά τη στιγμή που ο πρόεδρος Τραμπ εξακολουθεί να μην έχει επισήμως παραδεχτεί την ήττα τους στις πρόσφατες εκλογές και να αφιερώνει μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στην ύστατη προσπάθεια αμφισβήτησης του αποτελέσματος παρά σε άλλα ζητήματα πολιτικής.
Η επιμονή στην αμφισβήτηση του αποτελέσματος
Εκτός από έναν όγκο δικαστικών προσφυγών, που είναι ερώτημα εάν θα έχουν τύχη ενώπιον των δικαστηρίων, οι Ρεπουμπλικάνοι προσπαθούν να καθυστερήσουν την τυπική επικύρωση των αποτελεσμάτων σε αρκετές Πολιτείες, ιδίως σε περιπτώσεις που τους ευνοούν οι συσχετισμοί στις εκλογικές επιτροπές.
Η τυπική επικύρωση των αποτελεσμάτων είναι μια μακρά διαδικασία που κανονικά πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου, ημέρα στην οποία τυπικά συγκεντρώνεται το Κολέγιο των Εκλεκτόρων για να κάνει την τυπική διαδικασία εκλογής. Διαφορετικές Πολιτείες έχουν διαφορετικά χρονικά όρια για την επικύρωση αυτών των διαδικασιών.
Στο Μίσιγκαν, όπου η αρμόδια επιτροπή αποτελείται από δύο Δημοκρατικούς και δύο Ρεπουμπλικάνους αναστάτωση προκλήθηκε στις 17/11 όταν υπήρξε διχογνωμία στην επιτροπής της κομητείας Γουέιν, που περιλαμβάνει την πόλη του Ντιτρόιτ, με τους ρεπουμπλικάνους να θεωρούν ότι δεν μπορούν να επικυρώσουν τα υπέρ των Δημοκρατικών αποτελέσματα γιατί υπήρχαν προβληματικά σημεία, πριν τελικά ανακρούσουν πρύμναν υπό το βάρος της γενικής κατακραυγής.
Ωστόσο, ο Τραμπ επιμένει και στις 19 Νοεμβρίου συζήτησε στον Λευκό Οίκο με Ρεπουμπλικάνους εκλεγμένους στα νομοθετικά όργανα της Πολιτείας του Μίσιγκαν για το πώς θα μπορούσαν να ανατρέψουν το αρχικό αποτέλεσμα και τη διαφορά 175.000 ψήφων υπέρ του Μπάιντεν, αν και ο επικεφαλής Ρεπουμπλικάνος στην Γερουσία του Μίσιγκαν, δήλωσε ότι θα ακολουθήσουν όσα προβλέπει ο νόμος.
Πέραν πάντως της αναζήτησης νομικών ερεισμάτων ως προς τις προσφυγές, ο πρόεδρος Τραμπ πρέπει να βρει και χρήματα για να την πραγματοποίηση των ανακαταμετρήσεων που ζητά (μια που όποιος ζητά ανακαταμέτρηση πρέπει να μπορεί και να καλύψει το κόστος της). Για παράδειγμα, μια Πολιτεία όπως το Γουισκόνσιν αυτό σημαίνει 7,9 εκατομμύρια δολάρια συνολικά και η καμπάνια του Τραμπ ανακοίνωσε στις 18/11 ότι θα ξοδέψει 3 εκατομμύρια για μια μερική επανακαταμέτρηση στη συγκεκριμένη Πολιτεία.
Και βέβαια υπάρχει και το ανοιχτό ερώτημα εάν έχει νόημα να προχωρήσουν αυτές οι αμφισβητήσεις, ιδίως από τη στιγμή που η διαφορά υπέρ του Μπάιντεν είναι αρκετά μεγάλη ώστε ακόμη και εάν κάποια Πολιτεία τελικά καταμετρηθεί υπέρ του, πάλι δεν θα αλλάξει το συνολικό αποτέλεσμα.
Το κύμα… απολύσεων της τελευταίας στιγμής
Ο Τραμπ τις τελευταίες μέρες προχώρησε σε ορισμένες… απολύσεις υπουργών.
Στην περίπτωση του Κρις Κεμπς, την απόλυση του οποίου ανακοίνωσε μέσω Twitter στις 17/11, είχαμε να κάνουμε με τον επικεφαλής της Υπηρεσίας Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομών του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας (Homeland Security) ο οποίος έκανε το σφάλμα να επιμένει ότι οι εκλογές ήταν άψογες, διαψεύδοντας με αυτόν τον τρόπο τον ισχυρισμό του Τραμπ ότι υπήρξε εκτεταμένη νοθεία.
Εάν στην περίπτωση του Κεμπς είχαμε μια εκδοχή εκδικητικότητας, στην περίπτωση του υπουργού Άμυνας Μαρκ Έσπερ είχαμε να κάνουμε με μια βαθύτερη διαφωνία. Ο Τραμπ είχε συγκρουστεί με τον Έσπερ για διάφορα θέματα, αν και το πιο σημαντικό ήταν η ταχύτητα της απομάκρυνσης των αμερικανικών στρατευμάτων που βρίσκονται στο εξωτερικό και ιδίως από το Αφγανιστάν, κάτι που αποτελεί δέσμευση του Τραμπ.
Στη θέση του τοποθετήθηκε ο Κρις Μίλερ και σύμβουλός του ο απόστρατος συνταγματάρχης Ντάγκλας Μακγκρέγκορ που υπήρξε επικριτής του πολέμου στο Αφγανιστάν. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν ήδη αρκετές αντιδράσεις από υποστηρικτές της διατήρησης της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας.
Μαζί με την απόλυση του Έσπερ, ο Τραμπ έσπευσε να τοποθετήσει και άλλα στελέχη που πλαισιώνουν τον νέο υπουργό, εγκαθιστώντας ουσιαστικά μια δική του ομάδα στο υπουργείο Άμυνας.
Στο ίδιο πλαίσιο επισημαίνεται και η τοποθέτηση του Μάικλ Έλις, ενός πιστού οπαδού του Τραμπ, στη θέση του Ανώτατου Νομικού Συμβούλου (General Counsel) της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA). Η τοποθέτηση αυτή είναι από εκείνες που δύσκολα μπορεί μετά να αναιρέσει μετά ο επόμενος πρόεδρος.
Ποιες πολιτικές αποφάσεις μπορεί να πάρει ένας απερχόμενος πρόεδρος
Παρότι ο πρόεδρος Τραμπ δείχνει να είναι περισσότερο απασχολημένος με τις δικαστικές μάχες παρά με την άσκηση πολιτική, το σίγουρο είναι πώς θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει το λίγο χρόνο που του μένει στην προεδρία για αποφάσεις που θα έχουν το αποτύπωμά του, ιδίως εάν όντως σκοπεύει να διεκδικήσει την προεδρία το 2024.
Καταρχάς έχει την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για το επόμενο μεγάλο πακέτο οικονομικής βοήθειας για τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Έπειτα έχει το ζήτημα της ανακοίνωσης για επιτάχυνση της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, με βάση και τις αλλαγές στο υπουργείο Άμυνας.
Έχει επίσης τη δυνατότητα να προχωρήσει με αποφάσεις που μπορούν να υλοποιηθούν μέχρι την ανάληψη καθηκόντων από τον νέο πρόεδρο, όπως για παράδειγμα αναμένεται να γίνει με την δημοπρασία των νέων δικαιωμάτων εξόρυξης εντός του Αρκτικού Εθνικού Καταφύγιου Άγριας Ζωής στην Αλάσκα, που ήδη έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων.
Ο επόμενος πρόεδρος έχει τη δυνατότητα να αντιστρέψει τέτοιες αποφάσεις, ιδίως στο βαθμό που μπορεί να βρεθεί έρεισμα στη νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος, όμως η διαδικασία θα πάρει αρκετό καιρό.
Και βέβαια ο αμερικανός πρόεδρος μπορεί να πάρει διάφορες αποφάσεις με δικά του διατάγματα (executive orders) για ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων, γι’ αυτό και οι σύμβουλοι του ήδη εξετάζουν πιθανές προτάσεις για ανάλογες αποφάσεις πάνω σε θέματα που αφορούν και τον πυρήνα της πολιτικής του θέσης, όπως π.χ. το μεταναστευτικό.
Τέλος, ο αμερικανός πρόεδρος έχει τη δυνατότητα να απονείμει χάρη σε καταδικασμένους. Αυτή είναι μια δυνατότητα που την έχουν αξιοποιήσει όλοι οι απερχόμενοι πρόεδροι, ιδίως για συνεργάτες τους που είχαν καταδικαστεί για διάφορα αδικήματα. Μένει να δούμε σε ποιο βαθμό θα εξετάσει αυτό το ενδεχόμενο ο Ντόναλντ Τραμπ.
Θυμίζουμε εδώ ότι το 2018 ο Ντόναλντ Τραμπ σε ένα tweet του είχε αναφερθεί στο δικαίωμά του να αποδώσει χάρη στον εαυτό του, υποστηρίζοντας ότι το έχει και συμπληρώνοντας ότι «γιατί να το κάνω όταν δεν έχω κάνει τίποτα κακό;».
Η μάχη του προϋπολογισμού και το τείχος στα σύνορα
Μια από τις τελευταίες πολιτικές μάχες του Τραμπ θα αφορά τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς.
Κομβική θα είναι η σύγκρουση για το τείχος στα σύνορα για την αποτροπή της άφιξης μεταναστών, καθώς ο Λευκός Οίκος έχει ζητήσει 2 δισεκατομμύρια δολάρια για να συνεχίσει την κατασκευή του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, κάτι στο οποίο αντιδρούν οι Δημοκρατικοί, ενώ ο Τζο Μπάιντεν έχει δεσμευτεί να μην το προχωρήσει.
Το ερώτημα είναι πόσο μεγάλη θα είναι η αντιπαράθεση και εάν οδηγήσει σε μια νέα αντιπαράθεση ανάλογη με αυτή στα τέλη του 2018, όταν η άρνηση της ελεγχόμενης από τους Δημοκρατικούς Βουλής των Αντιπροσώπων μπλόκαρε τη διαδικασία έγκρισης του προϋπολογισμού και οδήγησε σε στο να «κατεβάσει ρολά» μεγάλο μέρος της ομοσπονδιακής διοίκησης για 35 μέρες (government shutdown), καθώς στις ΗΠΑ όταν δεν υπάρχει εγκεκριμένος προϋπολογισμός δεν μπορούν να πληρωθούν (και άρα να απασχοληθούν) οι υπάλληλοι των ομοσπονδιακών υπηρεσιών (πλην των απολύτως απαραίτητων).