Οι παιδαριώδεις αλλά επικίνδυνες προσπάθειες του Τραμπ να νοθεύσει τους θεσμούς της επιστολικής ψήφου στις ΗΠΑ με χαλκευμένες και αναπόδεικτες κατηγορίες, επικαιροποιούν την αναξιοποίητη, μέχρι τώρα, έννοια της (κύριας) «αξιακής αναφοράς» του Μαξ Βέμπερ, που διατυπώθηκε λίγο πριν τον θάνατό του (ακριβώς 100 χρόνια πριν). Σύμφωνα με τον όρο αυτόν, όταν οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις σε καίρια ζητήματα που αφορούν την πολιτική ή την κοινωνική και πολιτισμική καριέρα τους, τότε για χάρη της τελευταίας τείνουν να θυσιάζουν ή να χρησιμοποιούν ως απλά εργαλεία βασικές ηθικές αξίες, όπως π.χ. τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ισονομία, τη δημόσια υγεία κ.λπ. Δεν δέχεται κανείς εύκολα να κοπεί το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται.
Αυτό το βλέπουμε, συχνά, όχι μόνο στην κυνική συμπεριφορά του Τραμπ, αλλά και (σε ηπιότερη μορφή) στις πολύ διαφορετικές επιλογές των πολιτικών κομμάτων, ανάλογα από το αν βρίσκονται στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση. Ολοι μας έχουμε την τάση να βλέπουμε τα πράγματα, πρωταρχικά, από τη δική μας υποκειμενική σκοπιά. Ετσι, ειδικά στην Ελλάδα, παρά τον κίνδυνο να προσβληθούν οι πιστοί από τον κορωνοϊό, πολλοί ιεράρχες αρνούνται και την πιο ανώδυνη καινοτομία, επειδή ίσως εκτιμούν ότι θα μπορούσε να προκαλέσει υποχώρηση του δόγματος, διχαστικές τάσεις ή κάποια ρήγματα στην αυθεντία της εκκλησιαστικής παράδοσης και της ιεραρχίας. Ετσι, η ελάχιστη τεχνική αλλαγή στο τελετουργικό για την προστασία των πιστών μεταφράζεται, βεβιασμένα, ως αποδυνάμωση της πίστης.
Η «αξιακή αναφορά» που είδαμε συνδέεται και με την τυφλή αφοσίωση των «πολιτών-οπαδών» προς το πρόσωπο του (πολυεκατομμυριούχου) Τραμπ, με τον οποίο αισθάνονται ότι αποτελούν μιαν… ενιαία και συμπαγή «χαρισματική κοινότητα»! Στην καθημερινή του χρήση, το «χάρισμα» παρουσιάζεται σαν να ήταν εντελώς «έμφυτο» (μια μορφή «θείας δωρεάς»), αποκρύπτοντας τις οικονομικές, πολιτικοκοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις που συμβάλλουν καταλυτικά στην ανάδειξη και την… αξιοποίησή του. Αντίθετα, η έννοια του «χαρίσματος» του Βέμπερ δεν απεικονίζει την πλαστή αυτή πραγματικότητα, αλλά αποτελεί ένα ευρετικό εργαλείο για την πολύπλευρη ανάλυσή της, σε συνδυασμό με τις «παραδοσιακές νόρμες» και τους «έννομους πολιτικούς θεσμούς», συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών προϋποθέσεων, των μηχανισμών διαφήμισης και προπαγάνδας κ.λπ., σε μια κοινωνία. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος Ερντογάν θα ήταν δύσκολο να αναδειχθεί χαρισματικός στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, ενώ το χάρισμα του Τραμπ αναδείχθηκε στις ιστορικές συγκυρίες που κυριάρχησαν μετά την προεδρία Ομπάμα στις ΗΠΑ και χαρακτηρίζονται από ασύδοτη παγκοσμιοποίηση, αποβιομηχάνιση, φόβους απώλειας της κυριαρχίας των λευκών από τους αφροαμερικανούς και τους ισπανόφωνους, κ.λπ. Από τη σκοπιά αυτή, η έννοια του χαρισματικού ηγέτη είναι διττή, έχοντας μια θετική και μιαν αρνητική εκδοχή. Μπορούμε να εξακριβώσουμε αν ένας ηγέτης – όπως π.χ. ο Ομπάμα, ο Τραμπ ή ο Ερντογάν – πλησιάζει περισσότερο στον θετικό τύπο χαρισματικού ηγέτη (όπως π.χ. ο Περικλής) ή αντίθετα στον αρνητικό τύπο του κυνικού χαρισματικού δημαγωγού (όπως π.χ. ο Κλέων, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη). Ο δεύτερος τύπος, του κυνικού δημαγωγού, κάνει έκκληση μόνο στο θυμικό: στις προκαταλήψεις και στους φόβους των πολιτών, αποπροσανατολίζοντάς τους από την πραγματικότητα.
Ο κ. Τραμπ ανήκει, σίγουρα, στον δεύτερο τύπο, του κυνικού δημαγωγού. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που απέσυρε την Αμερική από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και από τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Σήμερα, διεθνείς οργανισμοί και συμφωνίες όπως οι παραπάνω οφείλουν να ξεπερνούν τα μονόπλευρα ιδιοτελή κίνητρα για την απόλυτη κυριαρχία ενός ηγέτη ή ενός εθνικού κράτους για την «οικονομική υπερεκμετάλλευση των φυσικών πηγών», με πλήρη αδιαφορία για την «εξάντλησή» τους. Η σύγχρονη αντίληψη για την ισορροπημένη ορθολογική διαχείρισή τους αναδεικνύεται σε πλανητικές προτεραιότητες και δεσμεύσεις με την αρωγή της επιστημονικής γνώσης και των συναφών μετρήσεων. Οι υπολογισμοί αυτοί οφείλουν να συνδέονται κατά τον Βέμπερ τόσο με τη συναφή κοσμοθεώρηση και τις «ηθικές πεποιθήσεις» σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, όσο και με την «ηθική της ευθύνης» ως προς τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Τα δύο αυτά διαφορετικά αξιώματα οφείλουν να ανατροφοδοτούνται μεταξύ τους και να αλληλοελέγχονται.
Στις πολύπλοκες αυτές διαδικασίες, η επιστήμη «αδυνατεί να μας υποδείξει τι οφείλουμε να κάνουμε», όμως μπορεί να μας διδάξει «τι είναι εφικτό» (κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, με τη χρήση των κατάλληλων μέσων, αλλά και την πιθανή ακολουθία ανάλογων παρενεργειών), καθώς και «τι ακριβώς εμείς οι ίδιοι θέλουμε» – με ποιες συνέπειες… Ο ρόλος της επιστήμης δεν περιορίζεται, απλώς, σε ένα μέσο παροχής και υποστήριξης της τεχνικής γνώσης. Από τη σκοπιά αυτή, τα κοινωνικά προβλήματα δεν προσεγγίζονται, απλώς, ως τεχνικά ζητήματα για τα οποία αναζητούνται αξιακά αδέσμευτες λύσεις. Διαφορετικά, το ίδιο το μέσον μετασχηματίζεται σταδιακά σε αυτοσκοπό, ενώ ο αρχικός σκοπός απονευρώνεται, υποστασιοποιείται και απομακρύνεται από τους γνήσιους δημοκρατικούς, πολιτικούς στόχους.
Η επιστήμη δεν κρίνει, ούτε κρίνεται με όρους πίστης, αλλά ούτε και αποκλειστικά με όρους εφαρμογής κατάλληλων μέσων, αφού (όπως επεσήμανε ο Βέμπερ ήδη το 1904 – σχεδόν 60 χρόνια πριν τον Thomas Kuhn), σε έναν κόσμο που αλλάζει, αναγκάζεται και η ίδια να αλλάξει τα «επιχειρησιακά της εργαλεία».
*Ο κ. Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, o κ. Νίκος Ναγόπουλος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας και κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Αιγαίου.