Περισσότερο από ποτέ η χώρα μας χρειάζεται σήμερα ένα προοδευτικό σχέδιο για να βγει από τη διπλή κρίση, της πανδημίας και της χρεοκοπίας. Γιατί «προοδευτικό» σχέδιο; Τι πειράζει αν το σχέδιο είναι απλά «ρεαλιστικό», δηλαδή λιγότερο φιλόδοξο; Ο λόγος είναι ότι ένα μη φιλόδοξο σχέδιο θα αποτύχει. Μπαίνοντας στην ευρωζώνη, βάλαμε ένα στοίχημα ότι μπορούμε να εκσυγχρονίσουμε τους θεσμούς και την οικονομία μας ώστε να επιβιώσουμε σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου οι άλλες χώρες της ευρωζώνης ξεκίνησαν πολύ πιο μπροστά και εξελίσσονται με μεγάλη ταχύτητα. Το στοίχημα αυτό, μέχρι τώρα τουλάχιστον, ήταν μόνο μερικώς πετυχημένο.
Ολοι οι οικονομολόγοι και κοινωνικοί επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με την ελληνική κρίση συμφωνούν ότι οι αλλαγές που χρειαζόμαστε είναι ριζικές και αφορούν σταθερές συνήθειες και βαθιές δομές της χώρας μας. Οι διεθνείς οργανισμοί που εξέτασαν προσεκτικά την Ελλάδα συμφωνούν – με εύλογες διαφορές μεταξύ τους – ότι οι διαφορές της Ελλάδας με τις πετυχημένες χώρες της ΕΕ αφορούν τους θεσμούς μας, το πολιτικό σύστημα, τη διοίκηση, τη χωροταξία, το περιβάλλον και τη Δικαιοσύνη. Παρά τις προόδους της Μεταπολίτευσης, δεν κατάφεραμε να γίνουμε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια ώριμη «ανοικτή κοινωνία», μια κοινωνία με ίσες ευκαιρίες, σοβαρό κράτος δικαίου, αξιοκρατία και χαμηλή διαφθορά. Αν δεν κάνουμε σοβαρές μεταρρυθμίσεις σε αυτούς τους τομείς, δεν θα αλλάξουν οι προοπτικές της οικονομίας μας.
Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος αντιμετωπίζει τα δεδομένα αυτά με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι κατά την έννοια που θέλω να δώσω στον όρο «προοδευτικός». Ο προοδευτικός πολιτικός κόσμος επιδιώκει να κλείσει την απόσταση από την πετυχημένη Ευρώπη. Θεωρεί τη σύγκλιση αυτή κάτι απόλυτα εφικτό. Οπως ακριβώς η Ελλάδα βγήκε από το τέλμα της υπανάπτυξης τον δέκατο ένατο αιώνα, έτσι και τώρα μπορεί να πάρει τις ριζικές θεσμικές αποφάσεις που χρειάζεται για να γίνει μια πιο δίκαιη κοινωνία. Με την αισιόδοξη αυτή σκέψη μπήκαμε στο ευρώ.
Η κυβέρνηση μας απάλλαξε από τους ζαλισμένους λαϊκιστές του ΣΎΡΙΖΑ και πολιτεύεται σε μεγάλο βαθμό με προοδευτική πυξίδα. Εχει πολύ σωστά συνδέσει το θέμα των θεσμικών μεταρρυθμίσεων με τη μετάβαση σε μια πιο πράσινη οικονομία. Αν και, όπως αποδείχτηκε, όταν ήλθε στην εξουσία δεν είχε σοβαρό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, έστω και καθυστερημένα ζήτησε από την ανεξάρτητη επιτροπή Πισσαρίδη να το διατυπώσει. H επιτροπή αυτή έχει την ιδανική σύνθεση από τους καλύτερους έλληνες οικονομολόγους και κοινωνικούς επιστήμονες και είμαι σίγουρος ότι θα παρουσιάσει μια ουσιώδη και διεισδυτική πρόταση. Και όμως, δεν είναι ξεκάθαρο αν η κυβέρνηση θα μπορέσει να το εφαρμόσει.
Η κυβέρνηση έχει διαπιστώσει ότι οι προοδευτικοί μεταρρυθμιστές δεν είναι προφανής πλειοψηφία ούτε στη χώρα, ούτε και στη Βουλή. Οπως μας δίδαξε η εμπειρία του Ποταμιού, του οποίου ήμουν ιδρυτικό μέλος και στέλεχος για δύο χρόνια, η ελληνική κοινή γνώμη τρέφει μεγάλη δυσπιστία προς τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Γιατί; Πιστεύω ότι οι αντιστάσεις στις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι μόνο συντεχνιακές, κάτι που αφορά μικρές μειοψηφίες, που ίσως υπερεκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο. Είναι και ιδεολογικές.
Για να καταλάβουμε τη λογική της αντίστασης στην πρόοδο, δεν πρέπει να την αποδώσουμε απλά στην προσκόλληση στο παρελθόν. Οι δύο μεγάλες ιδεολογικές τάσεις της ελληνικής κοινωνίας δεν συναντώνται στον ίδιο άξονα. Η στάση ζωής που αντιστέκεται στις μεταρρυθμίσεις είναι ένας ελληνικός «εξαιρετισμός», μια αφοσίωση στη δήθεν ιδιαιτερότητα της κατάστασής μας. Υποστηρίζει ότι η Ελλάδα μπορεί να προοδεύσει χωρίς να χρειάζεται να αποκτήσει πλήρως ανοικτούς θεσμούς, ισχυρή δημόσια διοίκηση και Δικαιοσύνη ή αξιοκρατία ή ανεξάρτητους δικαστές. Για τη δήθεν «ρεαλιστική» αυτή άποψη χρειαζόμαστε απλά μια κάποια οικονομική μεγέθυνση και ίσως και κάποιες τεχνολογικές αλλαγές, χωρίς όμως προσαρμογή προς τα μοντέλα της πραγματικής ανταγωνιστικότητας.
Επειδή ακριβώς αποσυνδέουν την ανάπτυξη από την ανοικτή κοινωνία, οι δήθεν «ρεαλιστές» πολιτικοί, δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί απορρίπτουν τα διδάγματα των ευρωπαίων οικονομολόγων. Τα απορρίπτουν ως ξενόφερτα και ανεφάρμοστα. Δεν θεωρούν ότι χρειαζόματε εξωστρεφή παιδεία, πιο ευέλικτα σχολεία, ισχυρότερο κράτος δικαίου, περιβαλλοντική ευαισθησία, ισχυρή δημόσια διοίκηση, κοινωνική φροντίδα για όλους και ισχυρή συναίσθηση κοινωνικής ευθύνης. Θα ήταν καλό να τα είχαμε, πιστεύουν, αλλά δεν είναι αυτά αναγκαία για να βγούμε από την κρίση. Οι βαθιές θεσμικές αλλαγές είναι γι’ αυτούς στόχοι αιώνων, όχι μιας τετραετίας.
Η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται σαν να μην έχει αποφασίσει αν υιοθετεί το «προοδευτικό» σενάριο της φιλόδοξης μεταρρύθμισης ή το «ρεαλιστικό» και προσγειωμένο σενάριο μιας στενά οικονομικής (ή και μόνο φορολογικής) μεταρρύθμισης που θα αφήνει τις κοινωνικές δομές αναξιοκρατίας και οικονομίας των κολλητών στη χώρα μας ανέγγιχτες. Αν και το Μέγαρο Μαξίμου ίσως θα ήθελε το πρώτο, η πλειοψηφία των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος μάλλον θέλει το δεύτερο. Αφού όμως η κυβέρνηση δεν είχε σχέδιο για ριζικές θεσμικές τομές στην αρχή της θητείας της και δεν προετοίμασε την κοινή γνώμη όταν το έδαφος ήταν κατάλληλο και η κοινή γνώμη ανοικτή σε νέες ιδέες, η ευκαιρία χάνεται. Καθώς περνά ο χρόνος με μικρές αλλαγές και συμβιβασμούς εδώ και εκεί, οι υποχωρήσεις στον «ρεαλισμό» και η προσαρμογή σε χαμηλές προσδοκίες γίνονται αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Γι’ αυτό τους τελευταίους μήνες έχουμε δει φαινόμενα σοβαρής οπισθοχώρησης σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα, είδαμε την αμνήστευση των καταχραστών της τοπικής αυτοδιοίκησης με το (πιθανότατα αντισυνταγματικό) άρθρο 67 του Ν. 4735/2020, που μας επέστρεψε πίσω στα χρόνια της δημοσιονομικής αμεριμνησίας. Το άρθρο αυτό, που εισήχθη με νυκτερινή τροπολογία ενός βουλευτή, την οποία αποδέχθηκε ο υπουργός Εσωτερικών, «αίρει το αξιόποινο» σε διάφορα οικονομικά εγκλήματα της αυτοδιοίκησης. Η ανοχή προς τη διαφθορά – ή την υποψία διαφθοράς – δεν είναι όμως χαρακτηριστικό μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης. Είδαμε επίσης τον διορισμό μετακλητών υπαλλήλων σε θέσεις διευθυντών σε υπουργείο, που διαλύει τη διάκριση μεταξύ επαγγελματικής δημόσιας διοίκησης και πολιτικών στελεχών. Είδαμε, τέλος, την έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδίου για μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια – όπου τα Συμβούλια των ιδρυμάτων ακόμα δεν έχουν επιστρέψει. Θλιβερές καταστάσεις ανομίας, όπως είδαμε, διαιωνίζονται.
Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις είναι κάτι πολύ δύσκολο. Απαιτούν σχέδιο, ηγετικότητα και πειθώ. Θα βρει το σθένος η κυβέρνηση να αναμετρηθεί με τους λαϊκιστές, τα συντεχνιακά συμφέροντα και τη διαβρωτική ιδεολογία της δήθεν ελληνικής «ιδιαιτερότητας» μέσα και έξω από το κόμμα της; Θα μπορέσει να πολεμήσει την ανισότητα, το πελατειακό κράτος, την αναξιοκρατία; Δεν ξέρουμε ακόμα την απάντηση.
*Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.