Η ταξιδιώτες που απολαμβάνουν συχνά αεροπορικά ταξίδια, μια διεθνής ελίτ που αντιστοιχεί μόλις στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, ευθύνεται για το ήμισυ των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στις επιβατικές πτήσεις, υπολογίζει νέα μελέτη.
Οι ερευνητές τονίζουν μάλιστα ότι η κατακόρυφη πτώση της επιβατικής κίνησης λόγω της πανδημίας είναι μια καλή αφορμή για να καταστεί ο κλάδος πιο δίκαιος και βιώσιμος. Αυτό θα μπορούσε να γίνει επιβάλλοντας πράσινους όρους στα προγράμματα που εφαρμόζουν κυβερνήσεις για τη διάσωση αεροπορικών εταιρειών, όπως συνέβη για παράδειγμα στη Γαλλία και τη Γερμανία.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Global Environmental Change, υπολογίζει ακόμα ότι η περιβαλλοντική βλάβη που αντιστοιχεί στις αερομεταφορές φτάνει τα 100 δισ. δολάρια το χρόνο –το ποσό αυτό, λένε οι ερευνητές, θα πρέπει να λογίζεται ως επιδότηση των αεροπορικών εταιρειών.
Η μερίδα του 1% που αναγνωρίζει η μελέτη αφορά ταξιδιώτες που πετούν κατά μέσο όρο γύρω στα 56.000 χιλιόμετρα τον χρόνο. Αυτό αντιστοιχεί σε τρεις διηπειρωτικές πτήσεις τον χρόνο, ή σε μία κοντινή πτήση τον μήνα, ή σε συνδυασμό αυτών.
Οι εκπομπές των αερομεταφορών αυξήθηκαν κατά 32% το διάστημα 2013-18, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας που προσγείωσε ανώμαλα τον κλάδο με μείωση της κίνησης κατά 50%. Φορείς της βιομηχανίας ελπίζουν πάντως ότι ο αριθμός των πτήσεων θα επιστρέψει σε κανονικά επίπεδα το 2024.
Αεροπλάνα για λίγους
Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξαν οι ερευνητές από μια ποικιλία πηγών της βιομηχανίας, μόνο το 11% του παγκόσμιου πληθυσμού ταξίδεψε με αεροπλάνο το 2018 και μόλις το 4% ταξίδεψε στο εξωτερικό.
Όμως το ήμισυ των εκπομπών των επιβατικών αεροσκαφών αντιστοιχεί σε αυτό που οι ερευνητές ονομάζουν «super emitters», ή «υπερπαραγωγούς εκπομπών», έναν όρο που μοιάζει να εμπνέεται από τον τη λέξη «υπερμετάδοση» (super spreading) που έχει μπει στη ζωή μας λόγω της πανδημίας.
«Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή και να επανασχεδιάσουμε τον κλάδο, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την κορυφή» σχολίασε στον Guardian ο Στέφαν Γκέσλιγκ του Πανεπιστημίου «Λινναίος» στη Σουηδία.
«Οι πλούσιοι έχουν εξασφαλίσει υπερβολική ελευθερία να σχεδιάζουν τον πλανήτη σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την κρίση [της πανδημίας] ως ευκαιρία να ελαφρύνουμε το σύστημα των αερομεταφορών» είπε ο Γκέσλιγκ δίνοντας στο θέμα ελαφρώς πολιτική χροιά.
Ο Γκέσλιγκ συνεργάστηκε στη μελέτη με τον Άντρεας Χούμπε του Πανεπιστημίου Εφαρμοσμένων Επιστημών του Μονάχου.
Ποιοι ταξιδεύουν πιο μακριά
Μακράν το μεγαλύτερο αποτύπωμα άνθρακα αντιστοιχεί στους Αμερικανούς επιβάτες, εκτιμά η μελέτη. Μάλιστα οι εκπομπές των ταξιδιωτών από ΗΠΑ είναι μεγαλύτερες από ό,τι οι συνολικές εκπομπές των επόμενων δέκα πλουσιότερων χωρών, όπως η Ιαοωνία, η Γερμανία και η Αυστραλία.
Δεδομένα για την Κίνα δεν υπήρχαν διαθέσιμα, ωστόσο ο Γκόσλιγκ εκτιμά πως το αποτύπωμα της χώρας πρέπει να είναι κάπου πέντε φορές μικρότερο από ό,τι των ΗΠΑ.
Κατά μέσο όρο, οι ταξιδιώτες από Βόρεια Αμερική ταξίδεψαν με αεροπλάνο 50 φορές μεγαλύτερη απόσταση από ό,τι ο μέσος Αφρικανός επιβάτης. Οι Ευρωπαίοι και οι πολίτες της Μέσης Ανατολής πέταξαν 25 φορές μακρύτερα από τους Αφρικανούς και 5 φορές σε σχέση με τους Ασιάτες.
Οι δύο ερευνητές υπολογίζουν το αποτύπωμα άνθρακα των επιβατικών πτήσεων στα 100 δισ. δολάρια το χρόνο, με βάση στοιχεία του 2018.
Παρόλα αυτά, ο Γκέσλιγκ δεν τάσσεται υπέρ των προτάσεων για πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις για όσους ταξιδεύουν με αεροπλάνο περισσότερο από τον μέσο όρο.
Πιο αποτελεσματικό, λέει, θα ήταν να υποχρεωθούν οι αεροπορικές εταιρείες να αυξάνουν κάθε χρόνο το μερίδιο των συνθετικών καυσίμων στο ενεργειακό μείγμα τους, έτσι ώστε να φτάσει το 100% έως το 2050.
Κληθείς να σχολιάσει το θέμα στον Guardian, εκπρόσωπος της Διεθνούς Ένωσης Μεταφορών (IATA) δήλωσε: «Η επιβολή πρόσθετων χρεώσεων στον ελιτισμό μπορεί να είχε κάποια βάση τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Σήμερα, όμως, τα αεροπορικά ταξίδια αποτελούν ανάγκη για εκατομμύρια ανθρώπους».