Μία επανάληψη επί τα χείρω σε όλα τα επίπεδα, στην οικονομία, στη Δημόσια Υγεία, στην επιχειρηματικότητα, στον τουρισμό, στην κοινωνική μας ζωή, είναι δυστυχώς αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει στην περίπτωση του – αναμενόμενου – δεύτερου κύματος του κορωνοϊού.
Είναι βέβαιο ότι όλοι θα συμφωνήσουν. Ορισμένοι μάλιστα ίσως βιαστούν να σκεφτούν ότι δεν υπάρχει τίποτε κακό στην επανάληψη, ειδικά αν η πρώτη φορά απέδωσε, τουλάχιστον στο θέμα του περιορισμού της πανδημίας, θετικά αποτελέσματα. Είναι όμως πράγματι έτσι και πως πρέπει να αντιμετωπιστεί;
Είναι αλήθεια ότι στο πρώτο κύμα πανδημίας τα έγκαιρα μέτρα της κυβέρνησης, δικαίωσαν τον προληπτικό τους χαρακτήρα και βοήθησαν να κερδηθεί το στοίχημα της Δημόσιας Υγείας. Το «ελληνικό μοντέλο» για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης της νόσου εκθειάστηκε από τοπικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, αλλά δυστυχώς ήταν μόνο «καλά λόγια» αφού όλη αυτή η θετική προβολή δεν κεφαλαιοποιήθηκε ακόμη οικονομικά και ειδικά στον τουρισμό αλλά και στους υπόλοιπους κλάδους, η πτώση των δεικτών ήταν δραματική. Αναμενόμενο, θα έλεγε κανείς, εφόσον ο κορωνοϊός εξελίχθηκε σε παγκόσμιο εφιάλτη. Ωστόσο το επιχείρημα ότι η υγειονομική κρίση ήταν διεθνής δεν άλλαξε τίποτε, ούτε γέμισε τα δημόσια ταμεία.
Σήμερα τα δεδομένα μπορεί να προσομοιάζουν, αλλά έχουν μεταβληθεί και για να έχουμε σωστή εικόνα πρέπει να δούμε χωρίς παρωπίδες, εκτός από την υγειονομική σκοπιά, την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα:
· Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων που έβγαιναν με πολύ κόπο και προσπάθεια από την δεκαετή οικονομική κρίση, χτυπήθηκαν αναπάντεχα από το πρώτο lockdown και τώρα καλούνται να βιώσουν ένα δεύτερο ακόμη πιο επίπονο, ακόμη πιο αβέβαιο που θα δυσκολευτούν να το ξεπεράσουν.
· Οι εργαζόμενοι θα εισπράξουν και πάλι χωρίς να φταίνε τα επίχειρα της κατάστασης, σαν να είναι τιμωρημένοι και υπεύθυνοι αυτοί για την κατάσταση και είναι βέβαιο ότι θα βρεθούν σε ακόμη πιο δυσμενή θέση και θα υποστούν κι άλλη συρρίκνωση των εισοδημάτων τους.
· Η ψυχική υγεία των πολιτών, όλων μας θα «τεντωθεί» στο έπακρο και οι πολίτες θα υποστούν νέα ψυχολογική πίεση, καθώς θα αισθάνονται φυλακισμένοι στα σπίτια τους.
Πού ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα της πολιτικής;
Μήπως η απάντηση είναι ότι οι προσπάθειες δημόσιας πολιτικής που έχουν εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν παγιδευτεί σε μία δίνη, σε ένα πολιτικό maelstrom ακριβώς επειδή δεν ελήφθησαν υπόψη όλες οι πιθανές αρνητικές συνέπειες;
Μήπως οι πολιτικές για την επίτευξη μαζικής κοινωνικής απόστασης παρόλο που ενδέχεται να έχουν επιβραδύνει την εξάπλωση του ιού, επιφέρουν παράλληλα υψηλά επίπεδα ανεργίας που μπορεί να οδηγήσουν σε δικαιολογημένη αντίσταση από ορισμένους κλάδους; Και μήπως εντέλει, εάν οι όποιες πολιτικές προσπάθειες εξέταζαν ρητά αυτές τις συνέπειες από την αρχή αυτό θα καταργούσε πολλές αντιδράσεις, οδηγώντας σε πιο ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή των πολιτικών;
Το βέβαιο είναι ότι η κατάσταση σε αυτό το δεύτερο κύμα της πανδημίας μπορεί να μοιάζει με το πρώτο, αλλά δεν είναι η ίδια και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την ίδια συνταγή. Αυτή τη φορά με βάση και την προηγούμενη εμπειρία το στοίχημα της κυβέρνησης είναι διπλό.
Εκτός από τον περιορισμένο αριθμό των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας και οι αντοχές της οικονομίας έχουν ένα περιορισμένο όριο που αλίμονο μας αν παραβιαστεί. Τώρα που το κράτος είναι παρών και παίζει ηγετικό ρόλο πλέον δεν χωρούν παλινδρομήσεις. Ο στόχος πρέπει να είναι διπλός: η προστασία της Δημόσιας Υγείας ώστε να σημειωθούν λιγότερες ανθρώπινες απώλειες και παράλληλα η ισχυρή ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, η διατήρηση των θέσεων εργασίας και ακολούθως μετά την κρίση η επένδυση στην κατάρτιση των εργαζομένων ώστε να υπάρξει προσαρμογή στα νέα δεδομένα που θα προκύψουν στην μετά-κορωνοϊό εποχή.
Είναι εφικτό; Μήπως οι κυβερνώντες θα πρέπει να βρουν τη «χρυσή τομή», το σωστό σημείο ισορροπίας, δηλαδή να ληφθούν υπόψη οι προτάσεις των επιστημόνων Υγείας, αλλά και οι προτάσεις των επιχειρηματιών και των εργαζομένων;
Πώς θα γίνει αυτό; Ένας τρόπος είναι η χρήση μιας νέας στρατηγικής που εφαρμόζουν καινοτόμες επιχειρήσεις, όπως ο σχεδιασμός σεναρίων (Scenario planning) που σε αντίθεση με τις παραδοσιακές προσεγγίσεις σχεδιασμού που υποθέτουν συνήθως ένα πιθανό ή επιθυμητό αποτέλεσμα, ενθαρρύνει τους οργανισμούς, τους επιχειρηματίες και τους καταναλωτές να υιοθετήσουν την… αβεβαιότητα. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο αυτό, βοηθάει τους ανθρώπους να φανταστούν και να μελετήσουν εναλλακτικές πορείες για ένα τελικό σημείο ή πολλαπλά σημεία για μια τελική πορεία.
Το βέβαιο είναι επειδή όσα συμβαίνουν είναι πρωτόγνωρα θα πρέπει εκτός από τις παραδοσιακές μεθόδους όπως προαναφέραμε, να χρησιμοποιηθούν και νέα, καινοτόμα εργαλεία. Ένα φορολογικό κίνητρο, για παράδειγμα, στις τρέχουσες συνθήκες της καταπιεσμένης ζήτησης μπορεί να έχει μικρό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά θα κάνει μεγάλη διαφορά μόλις οι άνθρωποι αρχίσουν να επιστρέφουν στη δουλειά.
Ευχή όλων μας είναι να μη δούμε ένα έργο που να θυμίζει την κινηματογραφική ταινία «Η Μέρα της Μαρμότας» όπου οι πρωταγωνιστές εγκλωβισμένοι σε ένα εφιαλτικό παρόν έβλεπαν κάθε μέρα η κατάσταση να εξελίσσεται ακριβώς όπως η προηγούμενη. Εκ των πραγμάτων το βάρος πέφτει πάνω στους αρμόδιους υπουργούς που έχουν τη μέριμνα του σχεδιασμού και της πράξης. Αυτοί διαθέτουν τα πλήρη στοιχεία και εφόσον σταθμίσουν τα δεδομένα θα λάβουν τις πολιτικές αποφάσεις και εντέλει θα χρεωθούν την ευθύνη για το όποιο θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα.
Ο κ. Παναγιώτης Κοκκόρης είναι πρώην γενικός γραμματέας υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων