Στην περιοχή των 168 δισ. ευρώ αναμένεται να κυμανθεί το ΑΕΠ της Ελλάδας για το 2020, ενώ μετά και την πτωτική αναθεώρηση κατά 4 δισ. ευρώ από την Ελληνική Στατιστική Αρχή του ΑΕΠ του 2019 από τα 187,5 δισ. ευρώ στα 183,4 δισ. ευρώ, η συρρίκνωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε απόλυτα νούμερα θα φθάσει στην εφετινή «χρονιά της πανδημίας» στα 20 δισ. ευρώ με βάση τα στοιχεία πριν την αναθεώρηση ή τα 15,5 δισ. ευρώ μετά την αναθεώρησή τους.
Καθώς η ΕΛΣΤΑΤ προέβη σε αναθεώρηση των επιμέρους στοιχείων που συνθέτουν το ΑΕΠ και άλλαξε το έτος βάσης υπολογισμού που ήταν το 2010 με το 2015, το ΑΕΠ του 2019 μειώθηκε κατά 4,04 δισ. ευρώ, του 2018 κατά 4,99 δισ. ευρώ, του 2017 κατά 3,07 δισ. ευρώ και του 2016 κατά 2,25 δισ. ευρώ.
Το προσχέδιο
Με την ύφεση του 2020 όμως να βαθαίνει καθώς η χώρα εισήλθε στο «lockdown 2» οδηγώντας και σε συρρίκνωση του ΑΕΠ του 4ου τριμήνου, το δημόσιο χρέος (της Γενικής Κυβέρνησης) κινούμενο εφέτος στα 338,5 δισ. ευρώ θα εκτιναχθεί στην περιοχή του 200% του ΑΕΠ, ενώ πριν την αναθεώρηση αναμενόταν χαμηλότερα του ψυχολογικού αυτού ορίου. Οι νέες εκτιμήσεις για το ΑΕΠ αναμένεται να μεταβάλουν και τα μεγέθη του προσχεδίου του προϋπολογισμού του 2021, καθώς στηρίχθηκε στην υπόθεση ότι το ΑΕΠ του 2019 ήταν στο επίπεδα των 187,46 δισ. ευρώ.
Στην ουσία δηλαδή, ο προϋπολογισμός ξαναγράφεται με στόχο να κατατεθεί στη Βουλή σε ένα πρωτόγνωρο μάλιστα καθεστώς αβεβαιότητας.
Η επιστροφή
Παράλληλα, ενώ οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στα προ πανδημίας επίπεδα δεν θα πρέπει να αναμένεται πριν το 2023, η χώρα στηρίζεται περισσότερο στο δικό της ταμειακό «μαξιλάρι» που φθάνει σήμερα τα 37,5 δισ. ευρώ και το οποίο σε κάθε περίπτωση στο τέλος του έτους θα ξεπερνά τα 34 δισ. ευρώ.
Το 2021 θα μπορούσε δε να ενισχυθεί κατά 8-9 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα SURE, τα διαρθρωτικά ταμεία, τις εκταμιεύσεις των ANFA-SMP, τα μικροδάνεια, ή και τις περίφημες εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι οποίες προς το παρόν πάντως καθυστερούν. Εξάλλου ακόμη και αν στην αρχή του 2021 το «NextGenerationEU» τεθεί σε λειτουργία, θα μπορούν να εκταμιευτούν ελάχιστα κεφάλαια σε σχέση με τις ανάγκες της χώρας (το 10% ως προκαταβολή των περίπου 32 δισ. ευρω που της αναλογούν), δηλαδή μόλις 3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων μάλιστα το ένα μέρος είναι νέος δανεισμός.
Ο δανεισμός
Ετσι προς το παρόν βασιζόμαστε περισσότερο στις δικές μας δυνάμεις, με σημαντικό παράγοντα για τη χρηματοδότηση της χώρας να διαδραματίζει η συμμετοχή της στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, το «QE Πανδημίας», που επιτρέπει τις δυνητικές αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ να φθάνουν συνολικά τα 27 δισ. ευρώ (23-24 σε ονομαστικές τιμές). Αυτό σημαίνει πως για το 2021 η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί και άλλα 11-12 δισ. ευρώ με εύλογα επιτόκια, χωρίς οι διεθνείς επενδυτές να φοβούνται μήπως αντιμετωπίσουν πρόβλημα ρευστότητας.
Να σημειωθεί ότι οι αγορές προεξοφλούν πως στις 10 Δεκεμβρίου η ΕΚΤ θα ανακοινώσει τη διεύρυνση του προγράμματος αγοράς τίτλων που υλοποιεί στο πλαίσιο της πανδημίας (PEPP) κατά 500-600 εκατ. ευρώ και την επέκτασή του ως το τέλος του 2021, ενώ το νέο πακέτο της ΕΚΤ θα περιέχει και μέτρα στήριξης των τραπεζών της ευρωζώνης (μέσω TLTROs, tiering, collateral κ.ά.).
Η ύφεση
Το μεγάλο ερώτημα των οικονομολόγων και των αναλυτών πάντως είναι πώς θα κινηθεί η ελληνική οικονομία το 2021, καθώς αναμένεται να είναι μία επίσης δύσκολη χρονιά και σίγουρα οι προσδοκίες για το εύρος της ανάκαμψης δείχνουν πως περιορίζονται.
Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Κομισιόν, η ύφεση για το 2020 θα κυμανθεί στο 9%, χωρίς όμως να έχουν ενσωματωθεί οι επιπτώσεις του νέου lockdown, κάτι που σημαίνει πως τελικά ίσως βρεθεί σε διψήφια επίπεδα, ενώ η ανάκαμψη του 2021 προβλέπεται στο 5% (έναντι 3,5% των εκτιμήσεων οικονομολόγων διεθνών τραπεζών).
Το πρωτογενές έλλειμμα θα διαμορφωθεί εφέτος στο 6,9% του ΑΕΠ, στο 6,3% του ΑΕΠ το 2021 και στο 3,4% του ΑΕΠ το 2022. Οσον αφορά το χρέος, θα αυξηθεί στο 207% του ΑΕΠ, για να περιοριστεί στο 200,7% και στο 194,8% του ΑΕΠ το 2022. Οπως αναφέρει η Κομισιόν, η ελληνική οικονομία επηρεάστηκε σοβαρά από την πανδημία, καθώς ο μεγάλος τομέας των υπηρεσιών και η υψηλή εξάρτηση από τον εξωτερικό τουρισμό την καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτη.
Οι κίνδυνοι
Οι τουριστικές αφίξεις θα ανακάμψουν μάλιστα μόνο μερικώς το 2021 και το 2022, ενώ η ανάκαμψη της κατανάλωσης θα είναι σταδιακή έως το 2022. Καταγράφεται μία σειρά από κινδύνους στο δημοσιονομικό πεδίο, οι οποίοι συνδέονται με πιθανή κατάπτωση κρατικών εγγυήσεων, αποφάσεις που αναμένονται σχετικά με τα αναδρομικά των συνταξιούχων, αλλά και κινδύνους που αφορούν τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις πιέσεις από το Μεταναστευτικό. Το 2020 η χώρα θα καταγράψει την πέμπτη μεγαλύτερη ύφεση στην ευρωζώνη μετά την Ισπανία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία, ενώ όπως αναφέρεται, η έγκαιρη αντίδραση της κυβέρνησης μετρίασε τον αντίκτυπο στην απασχόληση και στην επιχειρηματικότητα «προς το παρόν».
Μετά το 2022 η επιστροφή στα προ πανδημίας επίπεδα
Η Κομισιόν προβλέπει πως η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα συρρικνωθεί κατά 7,8% το 2020 και θα σημειώσει θετικό ρυθμό ανάπτυξης 4,2% το 2021 και 3% το 2022. Το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της ζώνης του ευρώ θα αυξηθεί από 0,6% του ΑΕΠ το 2019 σε περίπου 8,8% το 2020, πριν μειωθεί σε 6,4% το 2021 και σε 4,7% το 2022, ενώ ο συνολικός δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ θα αυξηθεί από 85,9% του ΑΕΠ το 2019 σε 101,7% το 2020, 102,3% το 2021 και 102,6% το 2022.
Η παραγωγή τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και στην ΕΕ δεν αναμένεται να ανακτήσει τα προ της πανδημίας επίπεδα ούτε εντός του 2022.