Η περίοδος που διανύουμε, με όλα τα χαρακτηριστικά και τους συνδυασμούς τους, δείχνει αν μη τι άλλο πόσο ευμετάβλητα είναι όλα και πώς με ταχύτητες άγνωστες στους περισσότερους, έρχονται ανατροπές.
Λιγότερες από δύο εβδομάδες έχουν περάσει από τότε που το δεύτερο πανευρωπαϊκό απαγορευτικό προκάλεσε ένα νέο κύμα παγωμάρας, απαισιοδοξίας και απογοήτευσης.
Εν όψει των νέων συνθηκών, οικονομικές εκτιμήσεις αναθεωρήθηκαν, η ΕΚΤ έσπευσε να προαναγγείλει μία νέα, γενναία παρέμβαση, οι πολιτικές ηγεσίες άρχισαν να συνεκτιμούν τις συνέπειες της νέας κατάστασης.
Μεσολάβησαν δύο γεγονότα που ανέτρεψαν τα πάντα. Η εκλογική νίκη του Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ και η ανακοίνωση της Pfizer για το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού.
Αμέσως, όλα ανατράπηκαν και πάλι, σε θετική αυτή τη φορά κατεύθυνση. Η αισιοδοξία επανήλθε, οι αγορές ανέκαμαψαν, στα χρηματιστήρια ξεκίνησε ένα ξέφρενο ράλι, οι αγορές ομολόγων ενισχύθηκαν.
Είναι άγνωστο ποια θα είναι η εξέλιξη, ωστόσο η συγκυρία τώρα περισσότερο από ποτέ επιβάλλει ταχύτητα στην σκέψη και στη δράση.
Για την Ελλάδα η ευκαιρία είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς τα δεδομένα της χώρας έχουν μία ιδιαιτερότητα. Παρά τα προβλήματα και την δεκαετή κρίση, η χώρα δανείζεται με αδιανόητα χαμηλό κόστος (ακόμη και μετά το ράλι, το επιτόκιο του δεκαετούς παραμένει κάτω από τη μονάδα!), έχει να αναμένει τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, επιδεικνύει μία πρωτοφανή φιλικότητα προς τις ξένες επενδύσεις.
Τίποτε ωστόσο δεν πρόκειται να γίνει ως δια μαγείας και με την παρέμβαση των αγορών ή κάποιας μεταφυσικής δύναμης.
Τώρα, περισσότερο από ποτέ απαιτείται η διαμόρφωση ενός πολιτικού και οικονομικού πλαισίου, για την απορρόφηση και διοχέτευση των Ευρωπαϊκών δισ., ένα ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ευέλικτες πολιτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Στην παρούσα φάση, οι εξετάσεις που καλείται να δώσει η ηγεσία της κυβέρνησης και το οικονομικό επιτελείο, θα είναι σε αυτό ακριβώς το πεδίο. Αφομοίωση των δεδομένων, εμπέδωση, κατάστρωση σχεδίου και δράση.
Στις παρούσες συνθήκες, έχει μία ιδιαίτερη αξία η κατανόηση ότι πολλά από τα δεδομένα του πρόσφατου παρελθόντος δεν ισχύουν πλέον. Όπως για παράδειγμα, όσα γνωρίζαμε για τις αξιολογήσεις του χρέους. Είναι ενδεικτικό ότι η χώρα προσφάτως αναβαθμίστηκε από την Moody’s, ενώ βρίσκεται στην ίδια μοίρα με όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές ως προς την πιστοληπτική της ικανότητα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μία από τις πρώτες και επιβεβλημένες κινήσεις, είναι η κατάστρωση ενός νέου δανειακού προγράμματος. Το σημερινό χαμηλό κόστος δανεισμού είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει, πότε θα αυξηθεί και υπό ποιες συνθήκες.
Αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται άμεσα νέος και γενναίος δανεισμός με τους σημερινούς πρωτοφανώς ευνοϊκούς όρους.
Μία τέτοια απόφαση μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για το μέλλον. Ειδικώς αν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για τερματισμό της υγειονομικής κρίσης περί τις αρχές της άνοιξης, ο συνδυασμός της ύπαρξης κονδυλίων, ανάπτυξης και χαμηλού κόστους δανεισμού, είναι εξαιρετικά πιθανό να εκτοξεύσει την οικονομία και ολόκληρη τη χώρα σε ανεπανάληπτα και πρωτόγνωρα επίπεδα.
Η ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί και μάλλον δεν πρόκειται να ξαπαρουσιαστεί.