Οι εκλογές 2020 στις ΗΠΑ προκάλεσαν ξεχωριστό παγκόσμιο ενδιαφέρον και για αρκετά ευνόητους λόγους, πέρα από τις ανωμαλίες και τις αμετροέπειες Τραμπ. Η Ελλάδα συνηθίζει να επενδύει υψηλές προσδοκίες στις εκλογές των ΗΠΑ – οπωσδήποτε υψηλότερες αυτή τη φορά λόγω των προβλημάτων με την Τουρκία – και κατά κανόνα να απογοητεύεται. Οι προσδοκίες δεν δικαιώνονται ούτε σε σχέση με την Τουρκία ούτε με την επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
Η πικρή εμπειρία με την εκλογή του Τζ. Κάρτερ το 1976 και τις προσδοκίες που είχαμε τότε επενδύσει στο πρόσωπό του για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος θα έπρεπε να μας είχε διδάξει να μη μετατρέπουμε τόσο εύκολα τους ευσεβείς μας πόθους σε πραγματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν διαφορές σε ό,τι αφορά τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος ανάμεσα στους διάφορους υποψηφίους για τον Λευκό Οίκο. Υπάρχουν. Αλλο Τζο Μπάιντεν και άλλο Ντόναλντ Τραμπ.
Ο πρώτος σαφώς έχει μεγαλύτερη ευαισθησία για τον σεβασμό των κανόνων του διεθνούς δικαίου από κάθε χώρα, είτε λέγεται Τουρκία είτε Ρωσία. Ενώ ο δεύτερος, όπως έδειξε η θητεία του, έχει ευαισθησία για αυταρχικούς ηγέτες τύπου Ταγίπ Ερντογάν και μάλλον επιδεικτική αδιαφορία για κανόνες και θεσμούς. Αλλά ορισμένες βασικές επιλογές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής διαμορφώνονται με διαρθρωτικό τρόπο από θεσμούς και από την αδήριτη λογική των αμερικανικών συμφερόντων. Και παραμένουν σταθερές, αν και το στυλ και ο τρόπος προώθησής τους οπωσδήποτε διαφέρουν από πρόεδρο σε πρόεδρο. Και αυτό είναι σημαντικό να κατανοηθεί σε βάθος από την ελληνική πλευρά.
Ετσι σε ό,τι αφορά την εγγύτερη περιοχή μας (Αν. Μεσόγειο, Μ. Ανατολή, Τουρκία) , το πιθανότερο σενάριο είναι να συνεχισθεί, αν και με περισσότερο δομημένο, ελεγχόμενο τρόπο η αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή. Αλλωστε οι ΗΠΑ δεν εξαρτώνται πλέον από τους ενεργειακούς πόρους της περιοχής (είναι ήδη αυτάρκεις με το σχιστολιθικό αέριο). Ωστόσο επιλεκτικά θα συνεχίσουν να επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε ορισμένες χώρες της ευρύτερης περιοχής θεωρούμενες ως «αξονικά κράτη» (pivotal states) και μία από αυτές τις χώρες είναι η Τουρκία (εκτός από την Ελλάδα για διαφορετικούς λόγους). Για πάρα πολλούς λόγους οι ΗΠΑ κρίνουν ότι, αν και εξόχως προβληματική, η Τουρκία είναι μια υψηλής στρατηγικής σημασίας χώρα που δεν θα ήθελαν να χάσουν. Επομένως θα επιχειρήσουν μεν να πειθαρχήσουν τη συμπεριφορά της και να περιορίσουν τις κραυγαλέες υπερβολές της και δεν αποκλείεται να επιχειρήσουν μια επαναπροσέγγιση προκειμένου να την επαναφέρουν στο δυτικό στρατόπεδο. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται να λειτουργήσουν ως ο «μεγάλος αδελφός» που με μια κίνησή τους θα αποκαταστήσουν την ομαλότητα στην περιοχή της Αν. Μεσογείου και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και θα σταματήσουν την τουρκική παραβατικότητα.
Η Ελλάδα καλό είναι επομένως να μην περιμένει η ομαλοποίηση στις σχέσεις με την Τουρκία και τελικά η επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων να προέλθει από μια εξωτερική παρέμβαση, είτε από ΗΠΑ είτε από ΕΕ (όσο σημαντική κι αν είναι η τελευταία). Θα προέλθει από μια δική της ιδιόκτητη στρατηγική που θα αποβλέπει ακριβώς σε αυτό: στην επίλυση των προβλημάτων μέσω διαλόγου – διαπραγμάτευσης – προσφυγής στη Διεθνή Δικαιοσύνη (ΔΔΧ). Και συνεκτική, ολοκληρωμένη στρατηγική επίλυσης των προβλημάτων δεν φαίνεται να υπάρχει. Αντίθετα, η Ελλάδα φαίνεται να αναζητεί μια νέα συνολική στρατηγική για να αντιμετωπίσει τη νεο-οθωμανική Τουρκία. Και στη διαδικασία αυτήν αναζητεί συμμαχίες ή συμπράξεις έξω από το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει, την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αλλά οι συμπράξεις αυτές δεν πρόκειται να συγκροτήσουν τη συνολική στρατηγική για την επίλυση των προβλημάτων, ιδιαίτερα οι συμπράξεις με τις χώρες της περιοχής, και να μετατρέψουν την Τουρκία σε «γείτονα συνεργασίας» σε μακροχρόνια βάση. Η ολοκληρωμένη στρατηγική με δύο σκέλη μπορεί να συγκροτηθεί (α) με ένα τολμηρό συνολικό σχέδιο συγκεκριμένων βημάτων για την επίλυση όλων των προβλημάτων και (β) με την επιδίωξη ευρύτερης πρόσδεσης της Τουρκίας σε διαδικασίες, μηχανισμούς, δομές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, περιλαμβανομένων και των δομών άμυνας (PESCO) υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα ικανοποιούν ελληνικές ανησυχίες (ιδιαίτερα καθώς η Ενωση αποφάσισε πρόσφατα ότι οι «τρίτες χώρες», χώρες μη μέλη της ΕΕ, θα έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στην αμυντική πολιτική μέσω της PESCO). Με άλλα λόγια, η αφετηρία για τη μακροχρόνια ελληνική στρατηγική δεν μπορεί παρά να είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι ΗΠΑ έχουν σημαντικό αλλά δεύτερο ρόλο, ανεξάρτητα από το πρόσωπο του προέδρου.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, αυτό που τώρα είναι βέβαιο είναι ότι η επιδίωξη για «στρατηγική αυτονομία» – που μεταξύ άλλων σημαίνει και αυτονομία από τις Ην. Πολιτείες – θα επιταχυνθεί με στόχο να ενισχυθεί η «ευρωπαϊκή κυριαρχία». Αυτή είναι μια διάσταση στην οποία η Ελλάδα, ως μέλος της Ενωσης, θα πρέπει να αποδώσει υψηλότερη σημασία και προτεραιότητα.
Και, τέλος, ας μη μας διαφεύγει ότι οι εκλογές που μας ενδιαφέρουν περισσότερο είναι αυτές που θα διεξαχθούν το επόμενο έτος εδώ στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Γερμανία για τον/τη διάδοχο της Ανγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία.
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ.