Συγκλονισμένη είναι η ποιητική κοινότητα από τον πρόωρο θάνατο του Δημήτρη Ελευθεράκη, μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της νέας γενιάς, ο οποίος απεβίωσε αιφνιδίως την Τρίτη 10 Νοεμβρίου στην Αθήνα, σε ηλικία 42 ετών.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1978, σπούδασε ελληνική φιλολογία και συγκριτική γραμματολογία στην Αθήνα και στο Εδιμβούργο. Διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τη διατριβή «Τ. Κ. Παπατσώνης: μια εξέταση της ποιητικής του στη διακειμενική προοπτική της ποίησης των F. Hoelderlin, P. Claudel και T. S. Eliot» (2007). Από το 2014 και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια έζησε στη Γερμανία, εκπονώντας διδακτορική έρευνα με θέμα την τύχη των ελλήνων εβραίων στο Ολοκαύτωμα στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ και διδάσκοντας ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Βόννης.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1998 με ποιήματά του στο περιοδικό Νέα Εστία. Δημοσίευσε πέντε ποιητικές συλλογές: Το καθαυτό χειρόγραφο (Γαβριηλίδης, 2001), Προσωρινή μετάθεση (Γαβριηλίδης, 2004), Ρέκβιεμ για ένα φίλο (Ερατώ, 2005), Η στέππα (Νεφέλη, 2006), Εγκώμια (Πατάκης, 2013, βραβείο ποίησης του περιοδικού Ο Αναγνώστης). Το εκτενές γκραφίτι τον Μάρτιο του 2015 στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο τού είχε δώσει την αφορμή για τη συγγραφή της Δύσκολης τέχνης (Αντίποδες, 2015), ενός σύντομου αφηγήματος πολιτισμικού και πολιτικού προβληματισμού για τη στάση της Ελλάδας απέναντι στις ιστορικές αναφορές της, το οποίο μεταφράστηκε και στα γερμανικά.
Επιμελήθηκε χρηστικές εκδόσεις ποιημάτων του Κ. Γ. Καρυωτάκη (Πατάκης, 2010) και του Κ. Π. Καβάφη (Πατάκης, 2011), συμμετείχε, μαζί με τους ποιητές Δημήτρη Αγγελή και Σταμάτη Πολενάκη, στην έκδοση Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι: μια συζήτηση για την ποίηση (Ερατώ, 2010) ενώ ποιήματά του συμπεριλήφθηκαν σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις, και συνεργασίες του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά (Η Αυγή, Το Βήμα, Νέα Εστία, Πλανόδιον κ.ά.). Συμμετείχε στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Ποιητική. Στη μεταφραστική του δραστηριότητα συγκαταλέγονται η Κάρμεν του Bizet για την Εθνική Λυρική Σκηνή και μυθιστορήματα των Clemens Brentano, Gore Vidal, Johnston McCulley.
Στα πρώτα του ποιήματα, σύντομα στην έκταση, ρομαντικού ύφους, υιοθέτησε τρόπους της παραδοσιακής στιχουργίας που τους διατήρησε και σε επόμενες συλλογές του, εξελισσόμενος σταδιακά ως τα τελευταία Εγκώμια σε στοχαστικό ποιητή αφηγηματικών ποιημάτων που διερευνούν τη σχέση του Έλληνα με την Ιστορία, τη μνήμη, τα σύμβολα και στερεότυπα. Σταθερό στοιχείο της ποιητικής του η εμφάνιση αινιγματικών ή μυθικών μορφών και ο διάλογος με σοφούς ή δασκάλους του παρελθόντος.
Ευγενική, σεμνή παρουσία, δόκιμος ποιητής, άξιος φιλόλογος, δραστήριος ερευνητής, προσηνής άνθρωπος, χαρισματικός δάσκαλος, θα λείψει από φίλους και συνεργάτες και από τους μαθητές του στο ΙΒ της Σχολής Μωραΐτη, όπου εργαζόταν ως φιλόλογος.
Κατάλληλο κατευόδιο μοιάζουν δύο από τα τελευταία ανέκδοτα ποιήματά του που εντάσσονταν στην υπό έκδοση συλλογή «Άσπρα μήλα» (Πατάκης, 2021):
Ευχή
Άλλοι φεύγουν γλιστρώντας απ’ το κατάστρωμα ενός καραβιού
κι άλλοι με τα μάτια στο ταβάνι ένα ξημέρωμα μόνοι,
άλλοι την ώρα του ύπνου κι άλλοι με μια σφαίρα στο στήθος.
Όλοι γνωρίζουν πού πηγαίνουν μα όχι γιατί
δεν αναχωρήσαν νωρίτερα ή δεν στάθηκαν λίγο παραπάνω
να σκαλίζουν με το τακούνι τους τα ξερά φύλλα
ή να σχεδιάζουν αδέξιους χάρτες μ’ ένα μολύβι
σε κιτρινισμένο τετράδιο. Και τι παίρνουν μαζί τους;
Σίγουρα αυτό το σώμα που δεν θέλει να κοιτάζει κανείς
κι όλα του τα υπάρχοντα: παλιές ανάσες, ελπίδες,
δείγματα της φθοράς, δέρμα και δόντια.
Όσοι έμειναν πίσω φαντάζονται το δικό τους σενάριο
που έχει κύματα λύπης κι έναν μακρύ αποχαιρετισμό
ίσως κι έναν μισοτελειωμένο καμβά που θα ολοκληρώσει
κάποιος άλλος που ενδέχεται να κάτσει στο ίδιο παράθυρο.
Όλοι πάντως μένουν μόνοι: σε μια φωτισμένη παγόδα
ή σ’ ένα κρεβάτι που τυλίγουν οι φλόγες
κ’ ύστερα γίνεται βάρκα σ’ αμίλητα σκοτεινά νερά.
Είθε αυτή η μοναξιά να διαρκέσει μόνο για λίγο.
Πέτρα του φεγγαριού
Κανένας δεν μαρτυρεί για το τέλος. Για την ακροτελεύτια σκέψη.
Κανείς δεν την αφηγείται. Γνωρίζουμε τι έγινε πριν
και πού πάμε μετά. Ότι μεγαλώνουμε μαζί με τα παιδιά
ότι το δέρμα μας πεθαίνει χωρίς το αίμα, ότι θα ζήσουμε
μέσα στη λήθη των άλλων. Ποια θα είναι η τελική εικόνα
όμως κανείς δε γνωρίζει, ποιες λέξεις θα παντρευτούν
για να δώσουν μια σκέψη σ’ ένα μυαλό με αγγεία που σκάνε.
Είναι μια συμφωνία ανάμεσα στον ουρανό και το σώμα:
για ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού η σκέψη μας γίνεται
γραφή στο εσωτερικό μιας πέτρας του φεγγαριού,
τα πνευματικά δικαιώματα περνούν στο σύμπαν.
[Πρωτοδημοσιεύτηκαν στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Φρέαρ τον Σεπτέμβριο του 2019].