Η αιφνίδια αποπομπή του υπουργού άμυνας των ΗΠΑ, Μαρκ Έσπερ, και τα φημολογούμενα πλάνα για πολλαπλά στρώματα νέων κυρώσεων στο Ιράν, έχουν κάνει ξεκάθαρο ότι οι τελευταίες 10 εβδομάδες της προεδρίας Τραμπ θα μπορούσαν να προκαλέσουν αμέτρητα ακόμη προβλήματα για τον υπόλοιπο πλανήτη.
Ο Τραμπ αρνείται να παραδεχτεί την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν και, τη στιγμή που ξεκινά πολλαπλές αβάσιμες νομικές προσφυγές κατά των αποτελεσμάτων, επιδιώκει να επιδείξει και την εξουσία που διατηρεί σε ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ και την πολιτική εθνικής άμυνας. Η στάση του έχει πυροδοτήσει φόβους για τις πιθανές επιπτώσεις που θα μπορούσε να επιφέρει η εκδικητικότητα του προέδρου για τον ρόλο των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή στις 10 εβδομάδες που απομένουν μέχρι την αντικατάστασή του από τον Μπάιντεν.
Τη Δευτέρα παρέμενε αβέβαιο αν η αποπομπή του Έσπερ μέσω… Twitter ήταν απλώς μια πράξη εκδίκησης προς έναν υπουργό άμυνας που τολμούσε να εκφράσει δημοσίως τη γνώμη του και που έχει διαφωνήσει ανοιχτά με τον πρόεδρο – ή αν στόχευε στο άνοιγμα του δρόμου για κινήσεις στην εγχώρια ή διεθνή σφαίρα, τις οποίες ο Έσπερ απέτρεπε επιτυχώς.
Την ημέρα της αποχώρησης του Esper, η ειδησεογραφική ιστοσελίδα Axios έγραφε ότι ισραηλινές πηγές κάνουν λόγο για συζητήσεις ΗΠΑ, Ισραήλ και των συμμάχων τους στον Κόλπο για περισσότερες κυρώσεις εις βάρος του Ιράν. Δυνητικά, αυτές θα περιλάμβαναν μια ολόκληρη σειρά από τιμωρητικά μέτρα, μόλις μία εβδομάδα πριν την ορκωμοσία Μπάιντεν στις 20 Ιανουαρίου.
Η στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών περιστρέφεται γύρω από την άσκηση πίεσης στο Ιράν με στόχο την πρόκληση μιας αντίδρασης από την Τεχεράνη. Αυτό θα δυσκόλευε τη ζωή στην επόμενη κυβέρνηση, σε περίπτωση που αυτή επιδιώξει την αποκατάσταση της πυρηνικής συμφωνίας του 2015, του Κοινού Συνολικού Σχεδίου Δράσης (JCPOA).
Μέχρι στιγμής, η Τεχεράνη έχει τηρήσει σε γενικές γραμμές το JCPOA, ενώ παράλληλα αγνοούσε ορισμένους από τους περιορισμούς που επέβαλε για την πυρηνική δραστηριότητα, στο πλαίσιο μιας υπολογισμένης αντίδρασης στις αμερικανικές κυρώσεις. Αλλά η κυβέρνηση Τραμπ σε καμία περίπτωση δεν έχει εγκαταλείψει τις προσπάθειες ώθησης των Ιρανών σε πράξεις που θα είναι πιο δύσκολο να αντιστρέψουν.
«Δεδομένου του ιστορικού του Ντόναλντ Τραμπ στο να αγνοεί επί χρόνια τις συνήθειες και τις παραδόσεις, θα ανησυχούσα πολύ για την «πειρατεία» που προσπαθεί να πραγματοποιήσει ο ίδιος και η κυβέρνησή του κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, η οποία είναι επικίνδυνη ακόμη και σε φυσιολογικούς καιρούς – και ακόμη περισσότερο σήμερα, δεδομένων των εγχώριων και διεθνών κρίσεων που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ», δήλωσε στον Guardian η Ρεμπέκα Λίσνερ, μία εκ των συγγραφέων ενός βιβλίου για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, An Open World: How America Can Win The Contest for Twenty–First–Century–Order.
Ο Τραμπ θα μπορούσε ανακοινώσει επισήμως ότι αποχωρεί από τη συμφωνία «Νέα Αρχή» με τη Ρωσία, που περιορίζει τα πυρηνικά οπλοστάσια και των δύο κρατών και η οποία πρόκειται να λήξει τον Φεβρουάριο ή και να προσπαθήσει να αποχωρήσει από την Συμφωνία Συνολικής Απαγόρευσης Δοκιμών, η οποία έχει υπογραφεί από τις ΗΠΑ αλλά δεν έχει επικυρωθεί από τη Γερουσία. Αυτές οι κινήσεις θα μπορούσαν να αντιστραφούν από την επερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν, όμως οι επιπτώσεις τους θα δημιουργούσε σύγχυση για τη στάση της Ουάσινγκτον και θα έκανε τον πλανήτη να δυσπιστεί για το κατά πόσον οι ΗΠΑ θα τηρούν τις συμφωνίες που υπογράφουν.
Οι φημολογούμενες νέες ιρανικές κυρώσεις δείχνουν ότι ο Τραμπ και ο υπουργός εξωτερικών του, Μάικ Πομπέο, δεν έχουν εγκαταλείψει τις προσπάθειες κατάργησης του JCPOA, που έχει παραμείνει ζωντανό αν και γεμάτο «πληγές», παρά την αποχώρηση των ΗΠΑ το 2018, την επιβολή οικονομικού και πετρελαϊκού εμπάργκο από τις ΗΠΑ στο Ιράν και την αντίδραση της Τεχεράνης.
Η ομάδα του Μπάιντεν σκοπεύει να διαπραγματευτεί μια επιστροφή και των δύο χωρών στο JCPOA, όμως αν υπάρξουν νέες κυρώσεις ίσως το κλίμα να μην αποδειχθεί κατάλληλο για συμφωνία. Την Κυριακή και τη Δευτέρα, ο απεσταλμένος της κυβέρνησης Τραμπ στο Ιράν, Έλιοτ Άμπραμς, βρέθηκε στο Ισραήλ για συζητήσεις γύρω από τα νέα μέτρα με τον πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου και άλλους κορυφαίους αξιωματούχους και αναμένεται στη συνέχεια να μεταβεί στο Άμπου Ντάμπι και στο Ριάντ.
Οι νέες κυρώσεις αναμένεται να επιβληθούν με αφορμή το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν, το οποίο φέρεται να συνδέεται με την τρομοκρατία, αλλά και σε σχέση με το βαρύ ιστορικό καταπάτησης ανθρώπινων δικαιωμάτων της χώρας, και όχι εξαιτίας του πυρηνικού προγράμματος. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να αντιμετωπίσει πολιτικές δυσκολίες αν επιχειρήσει να άρει αυτές τις κυρώσεις.
«Η πρόθεση φαίνεται να είναι η μεγιστοποίηση της ήδη υψηλής πίεσης βραχυπρόθεσμα και η δημιουργία πολιτικών και διοικητικών εμποδίων ώστε η κυβέρνηση Μπάιντεν να μην μπορεί εύκολα να προχωρήσει σε κινήσεις που θα ανακουφίσουν την Τεχεράνη από τις κυρώσεις μετά τον Ιανουάριο», εξηγεί ο Ναϊσάν Ραφάτι, Ιρανός ειδικός στην Ομάδα Διεθνών Κρίσεων, μιλώντας στον Guardian.
Η άρνηση του Τραμπ να αναγνωρίσει την ήττα του στις εκλογές ή να συνεργαστεί για μια ομαλή μετάβαση έχει και άλλες σημαντικές επιπτώσεις για τη διεθνή πολιτική και την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η ομάδα του Μπάιντεν δεν ενημερώνεται από τις μυστικές υπηρεσίες και το υπουργείο άμυνας, όπως θα συνέβαινε σε μια φυσιολογική μεταβατική περίοδο, επειδή ο διορισμένος από τον Τραμπ αξιωματούχος της Διεύθυνσης Γενικών Υπηρεσιών έχει αρνηθεί να υπογράψει τα απαραίτητα έγγραφα.
Οι νέοι αξιωματούχοι ασφάλειας που θα μπουν στα γραφεία τους για πρώτη φορά τον Ιανουάριο δεν αποκλείεται να μην έχει την παραμικρή ενημέρωση για τις κινήσεις που επιδιώκουν οι ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με μια μεγάλη νταλίκα να αλλάζει οδηγούς τη στιγμή που τρέχει σε τελική ταχύτητα εν μέσω μιας μποτιλιαρισμένης λεωφόρου. Η κυβέρνηση Τραμπ ενδέχεται να μην μπορέσει να εξαναγκάσει τον διάδοχό της να υιοθετήσει τη στάση της σε κρίσιμα ζητήματα, όμως δείχνει όλα τα σημάδια ότι επιδιώκει να αφήσει πίσω της μια κληρονομιά χάους.