Μετά το τηλεφώνημα του περασμένου Σαββάτου ανάμεσα στην πρόεδρο της Κομισιόν και τον βρετανό πρωθυπουργό, διαφάνηκε ότι οι δύο πολιτικοί δεν θέλουν ή δεν μπορούν να θέσουν και πάλι σε κίνηση τις διαπραγματεύσεις για τις διμερείς εμπορικές σχέσεις για την περίοδο μετά το Brexit. «Έχουν καταγραφεί κάποιες πρόοδοι, αλλά οι διαφορές παραμένουν μεγάλες» έγραψε στο Twitter η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Τη διατύπωση επιβεβαίωσε και η Ντάουνινγκ Στριτ με την σύσταση για «διπλασιασμό των προσπαθειών». Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ έκανε ήδη κατά την προεκλογική του εκστρατεία σαφές ότι δεν πρόκειται να συνάψει διμερή εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία, εάν ο Μπόρις Τζόνσον παραβιάσει την ειρήνη και τα ανοιχτά σύνορα με την Ιρλανδία. Δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι από τη μητέρα του έχει ιρλανδέζικη καταγωγή, την οποία επικαλείται με υπερηφάνεια.
Ο Μπάιντεν είναι κατά του Brexit
Για τους σκληροπυρηνικούς Brexiteers μια διμερής εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ αποτελούσε χρυσή ευκαιρία και πάτημα για να δικαιολογήσουν το Brexit. Αλλά ο Τζο Μπάιντεν δεν ήταν ποτέ φίλος του Brexit. «Από αμερικανική οπτική γωνία το αμερικανικό ενδιαφέρον ελαχιστοποιείται, σε περίπτωση που η Βρετανία παύσει να αποτελεί τμήμα της Ευρώπης και δεν μπορεί πλέον να ασκεί επιρροή» είχε πει τον Οκτώβριο του 2018 στο βρετανικό Talkradio. Και ο Άντονι Γκάρντνερ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην ΕΕ και σύμβουλος του Μπάιντεν, προειδοποίησε αρχές Νοεμβρίου ότι «το Brexit είναι το μεγαλύτερο αυτογκόλ που έχω ποτέ δει και μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Μπάιντεν θα κάνει σαφή την υποστήριξή του στην ΕΕ και την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση».
Ο Μπόρις Τζόνσον στοιχημάτισε στον Ντόναλντ Τραμπ και το μίσος του απέναντι στην ΕΕ για να βασίσει μια ειδική σχέση, αλλά έπεσε έξω. Το ερώτημα τώρα είναι, εάν θα στραφεί στη μεταβολή της σκληρής του πολιτικής και θα κάνει τους απαραίτητους συμβιβασμούς ως προς την εμπορική συμφωνία με την ΕΕ. Σε ορισμένα δευτερεύοντα θέματα της συμφωνίας σημειώθηκε επιτυχία τις τελευταίες εβδομάδες, όπως παραδέχθηκε ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο διαμεσολαβητής της ΕΕ. Συνολικά ωστόσο η εκτίμησή του για την κατάσταση είναι απαισιόδοξη. «Δεν βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο προς μια συμφωνία» ακούγεται από διπλωματικούς κύκλους της ΕΕ. Και στην ενημέρωση που έκανε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρεται να είπε, ότι βλέπει πισωγυρίσματα σε σχέση με προηγούμενους διαπραγματευτικούς κύκλους.
Τα επίμαχα σημεία διαφορών παραμένουν τα ίδια. Ανοιχτό παραμένει το αίτημα για συνθήκες δίκαιου ανταγωνισμού με την αναγνώριση και επικαιροποίηση των ευρωπαϊκών στάνταρ στην εργασία, το περιβάλλον και την προστασία του καταναλωτή. Ανοιχτό συνεχίζει να παραμένει και το θέμα των κρατικών επιχορηγήσεων για βρετανούς επιχειρηματίες, που η ΕΕ θέλει να περιορίσει. Αλλά ιδιαίτερα δύσκολο παραμένει το πρόβλημα της εποπτείας της εμπορικής συμφωνίας. Η ΕΕ θέλει να παίρνει άμεσα αντίμετρα, όταν οι Βρετανοί παραβιάζουν τη συμφωνία, με την επιβολή, για παράδειγμα, δασμών σε προϊόντα. Οι Ευρωπαίοι επιθυμούν «ανθεκτικούς» μηχανισμούς ελέγχων. Ο νόμος του Τζόνσον για την εσωτερική αγορά έχει ενισχύσει τη δυσπιστία της ΕΕ απέναντι στην βρετανική «κουλτούρα συμμόρφωσης».
Τα μάτια στραμμένα στον Τζόνσον
Ακανθώδες θέμα παραμένει ο τομέας αλιείας. Οικονομικά άνευ σημασίας, αλλά καίριος πολιτικά για Βρετανούς, όπως και για τους Γάλλους αλλά και άλλους λαούς που βιοπορίζονται από το ψάρεμα. Η Βρετανία θέλει να επανακτήσει τον πλήρη έλεγχο των αλιευτικών της υδάτων, που μέχρι τώρα εκμεταλλεύονταν ψαράδες από την Γαλλία κι άλλες χώρες. Σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν προτάσεις στο τραπέζι: Από εκμετάλλευση αλιευτικών αποθεμάτων σε ζώνες μέχρι την θέσπιση μεταβατικών χρονικών διαστημάτων για επαναξιολόγηση των ποσοστώσεων. Αλλά δεν έχουν οδηγήσει πουθενά. Το θέμα θα αντιμετωπιστεί τελευταίο, επαναλαμβάνεται συνεχώς στην ΕΕ, γιατί οι απαραίτητοι συμβιβασμοί είναι θέμα υψηλής πολιτικής.
Σε πολλά σημεία πάντως οι Ευρωπαίοι έχουν κάνει πίσω στις κόκκινες γραμμές τους και αναζητούν λύσεις ρεαλιστικές. Αλλά παραπονιούνται για έλλειψη ετοιμότητας συμβιβασμών από τους Βρετανούς. Ο διαπραγματευτής τους Ντέιβιντ Φροστ τονίζει ότι τίποτα δεν πρέπει να περιορίσει τα βρετανικά κυριαρχικά δικαιώματα. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας της ιδεολογίας που διαπνέει το Brexit, δηλαδή η πλήρης απαγκίστρωση από το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο. Το Λονδίνο θέλει να δίνει κρατικές επιχορηγήσεις, όπως αποφασίζει ο βρετανός πρωθυπουργός, και δεν δέχεται κουβέντα επ΄αυτού. Το ίδιο ισχύει για την αλιεία κι άλλα σημεία διαφωνίας. Από την άλλη η ΕΕ προβάλλει το επιχείρημα ότι η πρόσβαση στην ενιαία αγορά πρέπει να συνδέεται με όρους για να προφυλαχθούν τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Και όλα γυρίζουν συνεχώς γύρω από τα ίδια σημεία.
Οι διαπραγματεύσεις σε υψηλό επίπεδο συνεχίστηκαν και χθες. Και οι δύο πλευρές εξέφρασαν τη χαρά τους, αλλά απομένουν μόνο δέκα μέρες για να κλείσει η εμπορική συμφωνία. Η ανεπίσημη καταληκτική προθεσμία είναι η 16η Νοεμβρίου, διότι μετά το κείμενο 600 σελίδων θα πρέπει να μεταφραστεί στις επίσημες γλώσσες της ΕΕ και να επικυρωθεί πριν το τέλος του χρόνου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από όλα τα κράτη μέλη. Θα μπορούσε κανείς με διαδικαστικά τρικ να παρατείνει την προθεσμία για μερικές ημέρες ή εβδομάδες, αλλά ο χρόνος κυλά γρήγορα.
Για να ολοκληρωθεί μια τόσο πολύπλοκη συμφωνία, θα πρέπει οι δύο πλευρές να βάλουν νερό στο κρασί τους και να επιδείξουν ευλυγισία. Κι αυτό θα πρέπει να γίνει βήμα με βήμα, γιατί ούτε η ΕΕ ούτε οι Βρετανοί δεν πρόκειται να αποχωριστούν μονομιάς όλες τις αρχές τους. Όλα τα βλέμματα στρέφονται στο Λονδίνο, πρόκειται για εβδομάδα αποφάσεων. Ορισμένοι παρατηρητές καταλήγουν ότι ο Μπόρις Τζόνσον ωθεί τα πράγματα προς την έξοδο χωρίς εμπορικό ντίλ. Όπως και να είναι το μπαλάκι βρίσκεται στο τερέν του Τζόνσον. Πρέπει να αποφασίσει, εάν θα παραμείνει εταίρος των Ευρωπαίων ή μόνος και χωρίς τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα συνεχίσει να στηρίζει το όραμά του για μια Βρετανία, παγκόσμιο παίκτη.
Μπάρμπαρα Βέζελ
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου