Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, δεν έχει κρύψει ότι σκοπεύει να δώσει άμεσο τέλος στο δόγμα του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική», ως θεμελιώδη αρχή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του.
Έχει δηλώσει ότι θα επαναφέρει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, με την προϋπόθεση ότι η ιρανική πλευρά είναι διατεθειμένη να αλλάξει πορεία και να τηρήσει τους όρους της.
Επιπλέον, έχει σκοπό να ανανεώσει για άλλη μια πενταετία τη μοναδική εναπομείνασα συμφωνία για τα πυρηνικά όπλα με τη Ρωσία, αλλά και να κρατήσει την Αμερική στο ΝΑΤΟ, μετά από μια τετραετία απειλών του προέδρου Τραμπ ότι θα αποσύρει τη χώρα του από τη συμμαχία.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι σύμφωνα με δήλωση του Μπάιντεν στους Times της Νέας Υόρκης, ο νέος πρόεδρος επιθυμεί να δώσει τέλος στο σλόγκαν που συνδέθηκε με μια περίοδο κατά την οποία οι ΗΠΑ ύψωναν – κυριολεκτικά – τείχη και μετέτρεπαν σε πάρεργο τη συνεργασία με τους συμμάχους τους. Κατά την άποψή του Μπάιντεν, αυτή η στάση της χώρα του υπονόμευε κάθε κοινή διεθνή προσέγγιση στην καταπολέμηση μιας πανδημίας που έχει ήδη κοστίσει περισσότερες από 1,2 εκατ. ανθρώπινες ζωές.
«Το τραγικό είναι ότι ο Τραμπ κατόρθωσε να θέσει «Πρώτα την Αμερική» μόνο ως προς την αποτυχία της διαχείρισης της πανδημίας. Είμαστε το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού, όμως έχουμε το 20% των παγκόσμιων θανάτων», είχε δηλώσει ο Μπάιντεν πριν τις εκλογές «Εκτός από τον εναγκαλισμό του Τραμπ με τους αυταρχικούς ηγέτες του πλανήτη και τις προσπάθειες του να «βγάλει τα μάτια» των δημοκρατικών συμμάχων μας, αυτός είναι άλλος ένας λόγος που ο σεβασμός προς την αμερικανική ηγεσία σημειώνει ελεύθερη πτώση».
Το τέλος του διεθνιστικού μοντέλου;
Όμως είναι πολύ πιο εύκολο να υπόσχεται κανείς μια επιστροφή στην σε μεγάλο βαθμό διεθνιστική προσέγγιση της περιόδου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρά να την εφαρμόζει, μετά από τέσσερα χρόνια απόσυρσης από την παγκόσμια σκηνή και εν μέσω μιας πανδημίας που έχει ξυπνήσει εθνικιστικά ένστικτα. Ο πλανήτης δεν μοιάζει καθόλου με εκείνον που είχε συνηθίζει να αντιμετωπίζει ο Μπάιντεν από τον Λευκό Οίκο τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Κενά εξουσίας έχουν δημιουργηθεί, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις έχουν καλυφθεί από την Κίνα. Οι δημοκρατίες βρίσκονται σε υποχώρηση. Ο αγώνας δρόμου για το εμβόλιο έχει γεννήσει νέες εχθρότητες.
Επομένως, παρά το γεγονός ότι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ ενδέχεται να έχουν ανακουφιστεί από την εκλογή Μπάιντεν, είναι επίσης γεγονός ότι κανείς τους δεν θα είναι πλέον σίγουρος ότι η χώρα δεν θα αρχίσει να υψώνει τοίχους και πάλι, αναφέρουν οι Times.
Επιστροφή σε… Pax Americana;
Σε συνεντεύξεις τους στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, οι κορυφαίοι σύμβουλοι του Μπάιντεν περιέγραφαν μια προσπάθεια αντιστροφής της πορείας που είχε χαράξει ο Τραμπ, με τις επιθετικές του προσπάθειες να κλείσει την Αμερική εντός των συνόρων της.
«Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο πλανήτης απλώς δεν μπορεί να οργανωθεί από μόνος του», δήλωσε ο Άντονι Τζ. Μπλίνκεν, ένας από τους παλιότερους συμβούλους του Μπάιντεν σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας. «Μέχρι την κυβέρνηση Τραμπ, τόσο οι κυβερνήσεις των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικάνων γνώριζαν ότι οι ΗΠΑ πραγματοποιούσαν μεγάλο μέρος αυτής της οργάνωσης, και είναι βέβαιο ότι στην πορεία έχουμε κάνει και ορισμένα λάθη». Τώρα, όμως οι ΗΠΑ έχουν ανακαλύψει τι συμβαίνει «όταν μια χώρα προσπαθεί να πάρει τη θέση μας – ή ίσως ακόμη χειρότερα, όταν δεν το κάνει καμία – και καταλήγουμε σε ένα κενό που καλύπτεται από άσχημες εξελίξεις».
Περιθώρια και περιορισμοί
Όσοι γνωρίζουν τον Μπάιντεν εδώ και δεκαετίες υποστηρίζουν ότι πρόκειται να κινηθεί προσεκτικά, καθησυχάζοντας τον πλανήτη με μερικές μεγάλες συμβολικές κινήσεις, με έναρξη την επιστροφή στη συνθήκη του Παρισιού για το κλίμα από τις πρώτες μέρες της θητείας του. Όμως η ουσιαστική ανοικοδόμηση της αμερικανικής ισχύος θα κινηθεί με πολύ πιο αργούς ρυθμούς.
«Θα κληρονομήσει μια κατάσταση που του αφήνει τεράστιο περιθώριο κινήσεων και – παραδόξως – ταυτόχρονα τον περιορίζει», υποστηρίζει στους Times της Νέας Υόρκης ο Ρίτσαρντ Ν. Χάας, πρόεδρος του Συμβουλίου για τις Διεθνείς Σχέσεις και παλιός φίλος του Μπάιντεν. «Είναι ξεκάθαρο ότι αυτά που έκανε ο Τραμπ με εκτελεστικά διατάγματα μπορούν να διορθωθούν με εκτελεστικά διατάγματα».
Όμως «κάθε κίνηση που απαιτεί μια προσέγγιση της Γερουσίας ή κάθε νέα χρήση ισχύος χωρίς ξεκάθαρη πρόκληση, θα είναι ουσιαστικά αδύνατη», προσθέτει.
Ασάφειες και απειλές
Πάντως στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, στο πλαίσιο της οποίας σπανίως γινόταν λόγος για την εξωτερική πολιτική, ο Μπάιντεν δεν κατέστησε ποτέ σαφείς τις διαφορές του σημερινού ανταγωνισμού υπερδυνάμεων με εκείνον που θυμάται από τα πρώτα του πολιτικά βήματα.
Ποτέ δεν ξεκαθάρισε ποιο θα είναι το «τίμημα» που θα κληθεί να πληρώσει η Ρωσία του Πούτιν, αν και ένας από τους παλιότερους συμβούλους του σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ο Τζέικ Σάλιβαν, έδωσε μερικές λεπτομέρειες παραπάνω. Λίγο πριν την ημέρα των εκλογών, δήλωσε ότι ο Μπάιντεν ήταν πρόθυμος να επιβάλει «ουσιαστικές και μακροχρόνιες ποινές στους δράστες της ρωσικής εμπλοκής», που θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν οικονομικές κυρώσεις, πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, ψηφιακές αντεπιθέσεις και «δυνητικά την έκθεση της διαφθοράς των ηγετών ξένων χωρών».
Αυτό θα σηματοδοτούσε μια πιο σκληρή γραμμή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Όμως, σύμφωνα με τους Times, θα περιλάμβανε και βήματα που σκεφτόταν να πραγματοποιήσει η κυβέρνηση Ομπάμα κατά τους έξι τελευταίους μήνες της, όταν ο Μπάιντεν ήταν αντιπρόεδρος, και τα οποία δεν έγιναν ποτέ.
Η απότομη αλλαγή στη στάση προς τη Ρωσία δίνει ένα δείγμα του λεπτομερούς σχεδιασμού της ομάδας του Μπάιντεν για την αντιστροφή της προσέγγισης Τραμπ προς τον πλανήτη. Έχουν δημιουργήσει χρονικά πλαίσια για την έναρξη διαπραγματεύσεων, για την επιστροφή των ΗΠΑ σε συμφωνίες, αλλά και για συνόδους κορυφής.
Όμως τα σχέδια της ομάδας, που σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από τους κόλπους της κυβέρνησης Ομπάμα, παρουσιάζουν σημάδια διαφοροποίησης από την τελευταία κυβέρνηση των Δημοκρατικών. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Μπάιντεν έχει επεξεργαστεί εκ νέου τις θέσεις που έχει τηρήσει σε Γερουσία και Λευκό Οίκο.
Το πιο τρανταχτό παράδειγμα, σύμφωνα με τους ειδικούς, σχετίζεται με τη στρατηγική απέναντι στην Κίνα. Οι σύμβουλοί του συμφωνούν ότι κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ομπάμα, ο Μπάιντεν και η ομάδα εθνικής ασφάλειάς του είχαν υποτιμήσει την ταχύτητα με την οποία ο πρόεδρος Σι Τζινπίγνκ θα κατάφερνε να καταστείλει τους αντιφρονούντες στο εσωτερικό της χώρας του και να χρησιμοποιήσει τα δίκτυα 5G και την Πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» για να αμφισβητήσει την επιρροή των ΗΠΑ στον πλανήτη.
«Ούτε τα καρότα ούτε τα μαστίγια είχαν την προβλεπόμενη επίδραση στην Κίνα», τονίζουν ο Κερτ Κάμπελ, ο οποίος έχει υπάρξει υφυπουργός εξωτερικών για την Ασία και ο Έλι Ράτνερ, ένας από τους συμβούλους του Μπάιντεν, σε άρθρο τους το 2018 που ανέλυε αυτή την αλλαγή. «Οι διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις δεν έχουν φέρει πολιτικό και οικονομικό άνοιγμα. Ούτε η ισχύς του αμερικανικού στρατού, ούτε η εξισορρόπηση στην περιοχή έχει σταματήσει το Πεκίνο από τις επιδιώξεις απομάκρυνσης κεντρικών στοιχείων του συστήματος επί του οποίου ηγούνταν οι ΗΠΑ».
Η Κίνα είναι μόνο μια περιοχή – αν και πιθανότατα η πιο σημαντική – όπου οι απόψεις του Μπάιντεν θα έρθουν για πρώτη φορά σε επαφή με τις νέες πραγματικότητες.
Αφγανιστάν και αμερικανικός στρατός
Ο Ρόμπερτ Γκέιτς, υπουργός άμυνας τόσο στην κυβέρνηση Μπους όσο και σε εκείνη του Ομπάμα, έχει περιγράψει τον Μπάιντεν ως έναν άνθρωπο που «είναι αδύνατον να μην συμπαθήσεις». Όμως ταυτόχρονα, έχει προβεί στη διάσημη δήλωση ότι ο Μπάιντεν «έχει κάνει λάθος σχεδόν σε κάθε σημαντικό ζήτημα διεθνούς πολιτικής και εθνικής ασφάλειας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών».
Αυτό συμπεριλαμβάνει τη θέση του Μπάιντεν για το Αφγανιστάν, για το οποίο είχε υποστηρίξει στις πρώτες μέρες της κυβέρνησης Ομπάμα το 2009, την ύπαρξη της ελάχιστης δυνατής στρατιωτικής δύναμης που θα εστίαζε αποκλειστικά στην πάταξη της τρομοκρατίας. Ο Γκέιτς αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι ο Μπάιντεν ήταν πεπεισμένος πως ο στρατός ασκούσε πιέσεις στον πρόεδρο να στείλει περισσότερους στρατιώτες σε έναν πόλεμο που, κατά τη γνώμη του τότε αντιπροέδρου, δεν ήταν βιώσιμος πολιτικά.
Ο Ομπάμα δεν είχε ακούσει τον Μπάιντεν και είχε σχεδόν διπλασιάσει τις αμερικανικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν το 2009, πριν προχωρήσει σε μείωση.
Τα γεγονότα του 2009, κάνουν τους αναλυτές να ελπίζουν ότι οι κατηγορίες του Τραμπ, ότι ο Μπάιντεν θα σύρει την Αμερική σε «ατέλειωτους πολέμους» δεν ευσταθούν, και πως ο νέος πρόεδρος σκοπεύει να περιορίσει την αμερικανική παρουσία σε αντιτρομοκρατικές δραστηριότητες, αναφέρουν οι Times.
Απέναντι στη Ρωσία
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, το κόμμα των Δημοκρατικών θεωρούνταν συχνά εκείνο με την πιο ήπια στάση απέναντι στη Ρωσία. Για πρώτη φορά, ο Μπάιντεν οδηγεί το κόμμα του σε στροφή.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Μπάιντεν εκμεταλλεύτηκε τις αναλύσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τις οποίες η Ρωσία προτιμούσε τον Τραμπ, δηλώνοντας σε δημοσιογράφους στη Νεβάδα: «Ο Πούτιν με ξέρει, και τον ξέρω κι εγώ, και δεν θέλει να γίνω πρόεδρος». Πιθανότατα έχει δίκιο: Αφού έγινε ξεκάθαρη η έκταση της ρωσικής εμπλοκής στις εκλογές του 2016, αλλά και η απροθυμία του Τραμπ να αντιμετωπίσει τον Πούτιν, οι Δημοκρατικοί μετατράπηκαν στο κόμμα που αντιμετωπίζει τη Ρωσία με τη μεγαλύτερη καχυποψία.
Από την πλευρά του, ο Μπάιντεν έχει περιγράψει τους τρόπους με τους οποίους σκοπεύει να τιμωρήσει τη Ρωσία. Ως πρόεδρος, θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει μια Ρωσία με ένα οπλοστάσιο που περιλαμβάνει 1.550 πυρηνικές κεφαλές, αλλά και μια φαρέτρα από τακτικά πυρηνικά όπλα τα οποία ανέπτυσσε ελεύθερα, ακόμη και πριν την έξοδο του Τραμπ από την Συνθήκη για Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας.
Τι θα μπορούσε να κάνει ο Μπάιντεν για όλα αυτά; Αρχικά, θα μπορούσε να επεκτείνει τη συμφωνία με τη Ρωσία για τα πυρηνικά, η οποία λήγει 16 ημέρες μετά την ορκωμοσία του. Στη συνέχεια, θα μπορούσε να επεκτείνει τη συμφωνία και σε άλλους τύπους όπλων και πιθανώς και σε άλλες χώρες. Και θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τα οικονομικά προβλήματα του Πούτιν.
Άλλωστε, ο Πούτιν, σύμφωνα με τον Μπλίνκεν, επιθυμεί να μειώσει την αυξανόμενη εξάρτησή του από την Κίνα, πράγμα που τον θέτει σε αρκετά άβολη θέση. Αυτό συνεπάγεται ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αμοιβαία καχυποψία Κίνας-Ρωσίας για να διχάσει τις δύο υπερδυνάμεις – ακριβώς με τον αντίστροφο τρόπο που λειτούργησε πριν από σχεδόν 50 χρόνια ο Νίξον για να δημιουργήσει άνοιγμα στην Κίνα.
Η επαναλαμβανόμενη κρίση του Ιράν
Ο Μπάιντεν έχει δείξει προτίμηση στις υπόγειες προσπάθειες υπονόμευσης των προσπαθειών του Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά, ψάχνοντας για τρόπους επιβράδυνσης της προόδου του χωρίς να να δημιουργεί κινδύνους για πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Τώρα, υποστηρίζει ότι το πρώτο βήμα στις σχέσεις με το Ιράν είναι η επαναφορά του status quo, δηλαδή η επιστροφή στη συμφωνία με τον όρο ότι ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ είναι πρόθυμος να επιστρέψει στους περιορισμούς παραγωγής που είχαν ανακοινωθεί το 2015.
Όμως τα πράγματα δεν θα είναι τόσο απλά. Οι Ιρανοί έχουν δείξει ότι το κόστος της αποχώρησης Τραμπ από τη συμφωνία θα είναι υψηλότερο. Και ορισμένοι από τους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί στο Ιράν έχουν ήδη αρχίσει να αίρονται: Η πρώτη φάση του εμπάργκο οπλισμού έληξε τον Οκτώβριο, ανοίγοντας το δρόμο για την έναρξη των προμηθειών από τη Ρωσία και την Κίνα. Και σύντομα το Ιράν θα αποκτήσει νέο πρόεδρο, με άγνωστες επιπτώσεις στις πιθανές διαπραγματεύσεις.
Η πρόκληση της Κίνας
Ο Μπάιντεν στο παρελθόν έχει δείξει ιδιαιτέρως θετική στάση προς την άνοδο της Κίνας σε παγκόσμια δύναμη, αλλά και προς το πρόσωπο του Σι Τζινπίνγκ. Αυτό πλέον έχει αλλάξει.
«Πρόκειται για έναν αλήτη», δήλωσε φέτος ο Μπάιντεν, ενώ έχει κάνει λόγο για έναν «χαμένο εμπορικό πόλεμο» του Τραμπ. Σύμφωνα με τους Times, ο Μπάιντεν εννοούσε ότι οι δασμοί της εποχής Τραμπ στα κινεζικά αγαθά, εντέλει πληρώθηκαν από τους Αμερικανούς φορολογούμενους με τη μορφή των κρατικών επιδοτήσεων προς τους αγρότες και άλλους που έχασαν από τις πωλήσεις τους προς την Κίνα.
Ο Μπάιντεν δεν έχει μιλήσει αναλυτικά για το τι σκοπεύει να κάνει. Και ακόμη και αν καταφέρει να δώσει λύσεις στις μακροχρόνιες διαφωνίες για τα γεωργικά αγαθά και την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας από το Πεκίνο, πρόκειται να έρθει αντιμέτωπος με προκλήσεις που δεν είχαν συζητηθεί όταν ο Σι επισκέφθηκε τις ΗΠΑ πριν οκτώ χρόνια: Με τη διαχείριση ηλεκτρονικών κολοσσών όπως η Huawei, αλλά και το TikTok, την εφαρμογή που μπήκε στα κινητά και τη σκέψη 100 εκατ. Αμερικανών.
Ο Μπάιντεν έχει υπονοήσει ότι οι κινήσεις του Τραμπ σε αυτά τα ζητήματα ενδέχεται να συνεχιστούν, συνδυασμένες όμως με πιο επιδέξια διπλωματία που θα φέρουν την Ευρώπη και άλλους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ με το μέρος τους.
Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα, είναι η επιμονή του Μπάιντεν ότι σε αντίθεση με τον Τραμπ, πρόκειται να θέσει και πάλι τις αξίες στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της προσέγγισης για τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας.
Κατά πάσα πιθανότητα αυτό συνεπάγεται κινήσεις που θα κάνουν την Κίνα να πληρώσει για τον έλεγχο του Σι στους αντιφρονούντες, συμπεριλαμβανομένων των νέων νόμων εθνικής ασφάλειας που οδήγησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Σιντζιάνγκ, στις συλλήψεις αντιφρονούντων στο Χονγκ Κονγκ και στην εκδίωξη ξένων ανταποκριτών που αποτελούσαν το τελευταίο προπύργιο της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας στην Κίνα.