Ενώ το Τουρκικό νόμισμα συνεχίζει ακάθεκτα την πτώση του έχοντας πλέον χάσει πάνω από 42% έναντι του δολαρίου από τις αρχές του χρόνου, έρχεται η απόφαση του Ερντογάν να τοποθετήσει τον τρίτο κατά σειρά Κεντρικό Τραπεζίτη στον τελευταίο 1,5 χρόνο και ακολουθεί η παραίτηση του Υπουργού οικονομικών και γαμπρού του Ερντογάν, Αλμπαϊράκ.
Προφανώς και δεν φταίει μόνο ο Κεντρικός Τραπεζίτης και ο Υπουργός Οικονομικών για την πτώση της Τουρκικής Λίρας, την αύξηση του ανεπίσημου πληθωρισμού και της ανεργίας σε επίπεδα άνω τού 30% και κατά προέκταση της φτωχοποίησης τού Τουρκικού λαού, αλλά η εμμονή του Ερντογάν σε μια παράδοξη πολιτική χαμηλών επιτοκίων ενόσω ο πληθωρισμός τρέχει με πενταπλάσια ταχύτητα.
18 εκατομμύρια πολίτες στα πρόθυρα της φτώχειας
Είναι σοκαριστική η έρευνα που κατέθεσε η Τουρκική αντιπολίτευση στην Βουλή τής χώρας στις 21 Οκτωβρίου. Με βάση αυτήν την έρευνα, 16 εκατομμύρια πολίτες στην Τουρκία είναι φτωχοί και 18 εκατομμύρια πολίτες ζουν στα πρόθυρα της φτώχειας. Συνολικά 34 εκατομμύρια πολίτες, πάνω από 42% τού πληθυσμού δηλαδή, αντιμετωπίζουν την απειλή τής πείνας.
Το μέγεθος αυτών των αριθμών αντικατοπτρίζει την αδυναμία των οικονομικών πολιτικών της κυβέρνησης Ερντογάν και την ολιγωρία του να ανταποκριθεί στις ανάγκες τού λαού του. Αναπόφευκτα, η δημοφιλία του Ερντογάν έχει κατρακυλήσει από το 53% που ήταν πριν ένα χρόνο στο 39% σήμερα.
Η περίπλοκη σχέση Ρωσίας – Τουρκίας
Στην προσπάθεια να κρατήσει τον έλεγχο της εξουσίας, έχει επιβάλει την πολιτική να διαχειρίζεται η Τουρκία την οικονομική παρακμή στο εσωτερικό με αντιπερισπασμό: την προβολή εξουσίας στο εξωτερικό. Είναι μια παρόμοια πολιτική με εκείνη του φίλου/αντιπάλου τής Τουρκίας στην Μαύρη Θάλασσα, τής Ρωσίας. Εδώ εισερχόμαστε στην περίπλοκη σχέση Ρωσίας-Τουρκίας:
Ενόσω όλων η προσοχή τις τελευταίες εβδομάδες ήταν εύλογα στραμμένη στις αμερικάνικες εκλογές, πολλά έχουν συμβεί στα ανοιχτά μέτωπα μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Ο τρόπος με τον οποίο συνυπάρχουν η Ρωσία και η Τουρκία έχει επιπτώσεις στην περιοχή τής Μέσης Ανατολής και τής Βόρειας Αφρικής στο σύνολό της, ακριβώς επειδή βρίσκονται στις αντίθετες πλευρές τόσων πολλών συγκρούσεων και επειδή βρίσκονται σε μια γειτονιά από τις πιο γεωπολιτικά στρατηγικές περιοχές τού κόσμου, σημαντική για τον ενεργειακό εφοδιασμό από τη Ρωσία, τον Καύκασο και πιο ανατολικά προς την Ευρώπη.
Μόλις αυτήν την εβδομάδα, οι ρωσικές αεροπορικές επιθέσεις στην Συρία σκότωσαν πάνω από 80 και τραυμάτισαν πάνω από 130 Σύρους μαχητές (φίλα προσκείμενων στην Τουρκία). Ο ομιλητικότατος σε άλλες περιπτώσεις Ερντογάν δεν έβγαλε κουβέντα σχετικά με αυτό το γεγονός. Εντύπωση κάνει ότι, αμέσως μετά, οι Τουρκικές δυνάμεις αποχώρησαν από 9 φυλάκια κοντά στην πόλη τού Ιντλίμπ τής Συρίας. Η ειρωνεία είναι ότι, εκείνη την εβδομάδα, ο Πούτιν ανέφερε πως εκτιμά ιδιαίτερα την ευελιξία τού Ερντογάν, ενώ ταυτόχρονα ο Υπουργός Εξωτερικών τής Ρωσίας, λίγο πριν επισκεφθεί την Ελλάδα, ανέφερε ότι η Τουρκία δεν θεωρείται στρατηγικός εταίρος της Ρωσίας.
«Μια στο καρφί και μια στο πέταλο»
Αυτή η «μια στο καρφί και μια στο πέταλο» πολιτική χρησιμοποιείται από την Ρωσία για να θυμίσει στην Τουρκία ποια είναι τα όριά της, αλλά και ταυτόχρονα να την διατηρήσει σε τροχιά εξόδου από την εξάρτηση τής Δύσης και τού ΝΑΤΟ. Πολλοί αναρωτιούνται, γιατί τότε δεν ζητάει ο Πούτιν από τον Ερντογάν την αποχώρηση τής Τουρκίας από τον πόλεμο στο Ναγκόρνο Καραμπάχ; Επειδή ο Πούτιν συγκρατεί την αληθινή του δυσαρέσκεια για την επέμβαση τής Τουρκίας, ως μέρος μιας στρατηγικής τιμωρίας για τον Αρμένιο Πρωθυπουργό, Νικόλ Πασινιάν, και την κυβέρνησή του, που αντιστέκεται στην επιστροφή τής Αρμενίας στην σφαίρα επιρροής της Ρωσίας.
Από την άλλη, όταν οι μάχες στον Καύκασο πήραν κακή τροπή για την Αρμενία, παρέδωσε στην χώρα αυτήν ένα ηλεκτρονικό σύστημα πόλεμου (παρεμπιπτόντως, ένα τέτοιο σύστημα θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον για απόκτηση από την Ελλάδα), που κατέρριψε μέσα σε δυο μέρες 9 Τουρκικά μη επανδρωμένα αναγνωριστικά Bayraktar. Με αυτές τις κινήσεις του, ο Πούτιν δείχνει στην Τουρκία ποια πρέπει να θεωρεί ως τα όριά της στην περιοχή του Καυκάσου. Ένας Ρώσος αναλυτής είπε πρόσφατα: «Αν και η κόκκινη γραμμή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας δεν έχει περαστεί ακόμα, ο Ερντογάν πιέζει τις νευρικές απολήξεις του Πούτιν». Ωστόσο, παρά τις δύσκολες στιγμές μέσα στην πάροδο των ετών, η Τουρκία και η Ρωσία κατάφεραν να διατηρούν μια τουλάχιστον επικοινωνιακή σχέση.
Παράλληλα, η τουρκική υποστήριξη σε ομάδες που ευθυγραμμίζονται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική συνεχίζεται αμείωτη, καταστρέφοντας ουσιαστικά τις σχέσεις της Άγκυρας με την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, Συρία, Ιράκ, τα ΗΑΕ και άλλα κράτη της περιοχής που αντιτίθενται στο πολιτικό Ισλάμ.
Όσον αφορά τις διαφορές τής Τουρκίας με χώρες τής ΕΕ, όπως είναι η Γαλλία, η Ελλάδα και η Κύπρος, τουλάχιστον ως προς τις δυο τελευταίες, θα περίμενε κανείς ότι η ΕΕ θα ξεκαθάριζε με δυναμικό τρόπο ποια είναι τα σύνορα και τα όριά της προς τρίτους. Αντίθετα, έχουμε μια παράφρονα προσπάθεια τού Βερολίνου να εμφανίζεται ως ανεξάρτητος παρατηρητής ανάμεσα στα δύο μέρη, την στιγμή που το ένα από αυτά είναι κομμάτι τής ΕΕ. Εάν το Μεξικό είχε ποτέ προβάλει αξιώσεις στο έδαφος της Καλιφόρνιας και έστελνε σεισμικά σκάφη έρευνας στα ύδατά της, θα ήταν λογικό να διαμεσολαβήσει στα αντιμαχόμενα μέρη η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών;
Προφανώς, κάθε τέτοια προσέγγιση είναι αστεία. Η ΕΕ εκ συστάσεως έχει κοινή εξωτερική πολιτική, και χωρίς κοινά σύνορα με τα κράτη-μέλη της, ΕΕ δεν υπάρχει. Το Βερολίνο κάνει την εξωτερική πολιτική τής ΕΕ να μοιάζει με αυτήν των υπερεθνικών οργανισμών σαν τον Ερυθρό Σταυρό, σε αντίθεση με τον ρόλο που τής έχουν αναθέσει τα μέλη της και τής αναγνωρίζει η παγκόσμια κοινότητα. Η ΕΕ έχει συμφέροντα και σύνορα. Και στην περίπτωση τής αντιπαράθεσης τής Τουρκίας με τη Γαλλία, την Ελλάδα και την Κύπρο, η ΕΕ οφείλει να αναγνωρίσει ότι η ίδια είναι το ένα από τα δύο μέρη και να αρχίσει να ενεργεί με τον πρέποντα τρόπο προς υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων.
Με άλλα λόγια, από τη μία πλευρά η Τουρκία αντιμετωπίζει τη Ρωσία απέναντι στη Συρία, τη Λιβύη και τον Καύκασο, ενώ από την άλλη είναι κλειδωμένη σε βαθιά αντιπαράθεση με την Ευρώπη, χώρες τής Μέσης Ανατολής, αλλά και τις ΗΠΑ, λόγω της αγοράς των S-400. Εν τω μεταξύ, η οικονομία και το νόμισμά της αντιμετωπίζουν μια σχεδόν ανυπέρβλητη πρόκληση. Με την πρόσθεση του COVID-19 καταλήγουμε σε ένα πραγματικά εκρηκτικό μείγμα.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Τουρκία μπορεί να βρεθεί υπερβολικά εκτεθειμένη και απομονωμένη. Κάποια στιγμή, ενδεχομένως και σύντομα, είτε ο Τούρκικος λαός θα κατηγορήσει τον Ερντογάν για ό,τι έχει συμβεί, και θα βρει τρόπο να τον απομακρύνει, είτε η Τουρκία θα διαπιστώσει ότι έγινε ένα πολύ αδύναμο κράτος-παρίας (περίπτωση Ιράν). Ή και τα δύο.
Ο Γιώργος Κοφινάκος, είναι Διευθύνων Σύμβουλος της StormHarbour London και Επισκέπτης Καθηγητής Rutgers University USA