Η Ουάσιγκτον πρέπει να είναι πολύ σαφής έναντι της Τουρκίας ότι θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες εφόσον συνεχίσει στον ίδιο δρόμο των στενών σχέσεων με τη Ρωσία και των προκλήσεων εντός του ΝΑΤΟ και έναντι συμμάχων όπως η Ελλάδα.
Αυτό αναφέρει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» ο Μάικλ Κάρπεντερ, Managing Director στη δεξαμενή σκέψης Penn Biden Center και εξωτερικός σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής στην εκστρατεία του υποψηφίου των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν.
Ο κ. Κάρπεντερ, το όνομα του οποίου ακούγεται προς αξιοποίηση εφόσον ο κ. Μπάιντεν επικρατήσει στις εκλογές, επισημαίνει ότι οι σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας έχουν μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης στον αμυντικό-βιομηχανικό τομέα, ενώ εκτιμά ότι η επίλυση του Κυπριακού θα απελευθερώσει πολλές δυνατότητες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Τουρκία ανακοίνωσε ότι δοκίμασε το αντιπυραυλικό σύστημα S-400. Πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η κίνηση;
«Εκτιμώ ότι η Τουρκία κάνει αυτές τις κινήσεις καθώς πλησιάζουμε προς τις αμερικανικές εκλογές (σ.σ. η συνέντευξη έγινε πριν από τη διενέργεια των εκλογών), ώστε να αποκομίσει όσο περισσότερα μπορεί. Πιστεύει ότι θα επιτύχει μία καλύτερη συμφωνία όσο ο Τραμπ παραμένει πρόεδρος και πριν ενδεχομένως ανέλθει στην εξουσία μία κυβέρνηση Μπάιντεν, σε θέματα όπως π.χ. της Συρίας. Ωστόσο, το ευρύτερο ερώτημα είναι αν η Τουρκία έχει την οποιαδήποτε πρόθεση να αποεπενδύσει όσα έχει ήδη… επενδύσει στους S-400. Η δική μου αίσθηση είναι ότι δεν έχει αυτή την πρόθεση. Θα εκπλαγώ αν η Αγκυρα κάνει πίσω σε μία τόσο μεγάλη οικονομική δέσμευση που θα την οδηγούσε σε ένα τεχνολογικό μονοπάτι εξάρτησης από τη Ρωσία. Και τούτο διότι έκανε αυτή την επιλογή, αν και είχε προειδοποιηθεί για τις πιθανές συνέπειες από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Επιπλέον, μία υποχώρηση από τους S-400 θα ήταν προσωπικό πλήγμα για τον κ. Ερντογάν.
Πόσο επηρεάζει η ρωσοτουρκική σχέση τη συνοχή του ΝΑΤΟ και άλλους συμμάχους όπως η Ελλάδα; Θα απέδιδαν σκληρότερα μέτρα εναντίον της Αγκυρας, π.χ. ένα εμπάργκο όπλων;
«Ανησυχώ εξαιρετικά για το μέλλον της πολιτικής συνοχής του ΝΑΤΟ. Από στρατιωτικής απόψεως, σε σχέση με τις αμυντικές δυνατότητες και την ικανότητα αποτροπής της, ίσως η Συμμαχία να βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση που βρισκόταν ποτέ. Σε πολιτικό επίπεδο όμως, είναι πολύ κατακερματισμένη. Κοιτάξτε τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση της Τουρκίας και την ευθυγράμμισή της με τη Μόσχα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Ουγγαρία. Είναι ένα πολύ αληθινό ερώτημα πλέον αν το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο μπορεί να επιτύχει συναίνεση. Το ΝΑΤΟ είχε σχεδιαστεί να είναι όσο πιο ευέλικτο γίνεται, αλλά η ομοφωνία είναι απαραίτητη για να ληφθεί αποφασιστική δράση. Η Τουρκία ακολουθεί ίσως την πιο ακραία πολιτική από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Δεν ξέρω πόσα θα μπορούσε να επιτύχει ένα εμπάργκο όπλων. Εκτιμώ ότι θα έσπρωχνε τους Τούρκους πιο κοντά στην αγκαλιά των Ρώσων και των Κινέζων.
Σίγουρα όμως πρέπει να επανεκκινήσουμε, να ξαναφανταστούμε, αν θέλετε, τη σχέση μας με την Τουρκία. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να συμβιβαστούμε με την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας, ιδιαίτερα εναντίον νατοϊκών συμμάχων όπως η Ελλάδα ή την επιθετική της δράση εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Πρέπει να αντισταθούμε δυναμικά σε αυτή τη συμπεριφορά, αλλά και να έχουμε έναν ειλικρινή διάλογο με τους Τούρκους. Να παρουσιάσουμε έναν σαφή κατάλογο κινήτρων, τόσο θετικών όσο και αρνητικών, ώστε όχι μόνο να συμπεριφέρονται αλλά και να δρουν ως σύμμαχοι, να μην τροφοδοτούν συγκρούσεις όπως π.χ. στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και στη Λιβύη, να σταματήσουν όσα κάνουν στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν μπορούν να πορεύονται με τον αυτόματο πιλότο όπως σήμερα. Πρέπει «να φέρουμε την μπάλα» στην αυλή του Ερντογάν. Να του πούμε, «κοίταξε να δεις, έχεις μπροστά σου μία επιλογή. Αν όμως επιλέξεις να συνεχίσεις στον δρόμο που έχεις χαράξει σήμερα θα αντιμετωπίσεις αρνητικές συνέπειες». Αυτή η στρατηγική έναντι της Τουρκίας πρέπει να έχει τη μορφή μιας κοινής προσέγγισης ΗΠΑ – ΕΕ ή καλύτερα ΝΑΤΟ – ΕΕ, ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες μαζί τους ευρωπαίους συμμάχους τους να μιλήσουν με μία φωνή».
Πώς θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να στηρίξουν περισσότερο την Ελλάδα;
«Σε σχέση με την Ελλάδα, νομίζω ότι πρέπει να αναπτύξουμε μία ήδη πολύ θερμή και στενή σχέση ακόμη περισσότερο. Η Σούδα αποτελεί ένα από τα «διαμάντια του στέμματος» των βάσεών μας στο εξωτερικό, ενώ υπάρχουν ήδη σχέδια για την επέκτασή της, καθώς και σχέδια ώστε να κατασκευάσουμε φρεγάτες, ως επί το πλείστον, σε ελληνικό έδαφος μαζί με ελληνικές εταιρείες. Πρέπει επομένως να διευρύνουμε την αμυντική-βιομηχανική μας συνεργασία αλλά και τη συνεργασία μεταξύ των αμερικανικών και των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Υπάρχουν όμως ακόμη πολλά που μπορούν να γίνουν. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα και σε μία πιο συντονισμένη επενδυτική προσπάθεια. Ακόμη, υπάρχει το πολύ σημαντικό κομμάτι της ενέργειας ήδη από την κυβέρνηση Ομπάμα. Ο ΤΑΡ, ο IGB είναι δύο από τα σημαντικότερα έργα. Μπορούν και άλλα να γίνουν σε ό,τι αφορά την Κύπρο που επίσης είναι μία πολλά υποσχόμενη περιοχή».
Πόσο εφικτός είναι ένας ηγετικός ρόλος για την Ελλάδα στα Βαλκάνια;
«Ηταν τόσο ενθαρρυντικό να δει κανείς τον υπεύθυνο τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα έλυσε τη διαφορά της με τη Βόρεια Μακεδονία και ξεκίνησε στενότερη οικονομική συνεργασία που θα σταθεροποιήσει αυτή τη χώρα που πλέον είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα όμως έχει τεράστια επιρροή σε όλα τα Βαλκάνια. Ελπίζω ότι σε συνεργασία με την ελληνική διπλωματία μπορούμε να σταθεροποιήσουμε την περιοχή και να ενσωματώσουμε και την υπόλοιπη στις ευρωατλαντικές δομές, διότι όσο περισσότερο μένει εκτός αυτών τόσο περισσότερος χώρος αφήνεται σε εξωτερικές δυνάμεις να δημιουργήσουν κακό, όπως π.χ. η Ρωσία, η Τουρκία, η Κίνα, το Ιράν. Οσο ταχύτερα οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Ελλάδα ευθυγραμμίσουν τα στρατηγικά τους οράματα τόσο ταχύτερα θα δούμε τακτικές επιτυχίες».
«Μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα επενδύσει στη Λευκωσία»
Βλέπετε ρόλο για την Κύπρο στην Ανατολική Μεσόγειο;
«Η σχέση των ΗΠΑ με την Κύπρο ήταν μία από αυτές που καλλιέργησε ο Τζο Μπάιντεν όσο ήταν αντιπρόεδρος. Δημιούργησε μία στενή σχέση με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και ήταν ο πρώτος αντιπρόεδρος μετά τον Λίντον Τζόνσον που επισκέφθηκε το νησί. Ελπίζω ότι μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα επενδύσει στην Κύπρο και δεν θα σκεφθεί ότι το πολιτικό πρόβλημα είναι δύσκολο να λυθεί, αλλά θα εμπλακεί ενεργά. Οπως σας προανέφερα, πρέπει να τεθούν μία σειρά από ζητήματα στην Αγκυρα.
Ενα από αυτά θα είναι να φανεί η τουρκική πλευρά συνεργατική ώστε να βρεθεί λύση στο Κυπριακό και εφόσον επιλέξουν να μην το πράξουν, τότε να υπάρξουν συνέπειες. Εχουν ήδη αναληφθεί ορισμένες ενέργειες από το Κογκρέσο, π.χ. η παροχή αμυντικής βοήθειας στην Κύπρο. Αυτό είναι ένα πολύ καλό βήμα, ώστε να εργαστούμε τόσο διμερώς με την Κύπρο όσο και σε συνεργασία με την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Αίγυπτο – ιδιαίτερα στην ενέργεια.
Η επίλυση του Κυπριακού θα απελευθέρωνε τόσες δυνατότητες στην περιοχή που θα ήταν κρίμα να μην προσπαθήσουμε. Πρέπει δε να είμαστε πολύ σαφείς στην Αγκυρα ότι αν επιμείνει στη διατήρηση του σημερινού status quo αυτό θα συνοδευτεί από αρνητικές συνέπειες».