Ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει εγκαθιδρύσει μια εκπληκτικά καλή σχέση εργασίας με τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Η σχέση αυτή λειτούργησε σχεδόν σαν ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με την έννοια ότι εμπόδισε έναν πιο σημαντικό εκτροχιασμό των διμερών σχέσεων.
Ο αμερικανός πρόεδρος επέλεξε να χρησιμοποιήσει την εκτελεστική του εξουσία για να αναβάλει πιθανές κυρώσεις, όπως του νόμου CAATSA (Πράξη Αντιμετώπισης των Εχθρών της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων) επειδή η Τουρκία προμηθεύθηκε το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα S-400, καθώς και κυρώσεις στην τουρκική κρατική τράπεζα Halkbank επειδή παραβίασε τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στο Ιράν.
Αν αποχωρήσει ο Τραμπ, το ασφαλιστήριο συμβόλαιο θα πάψει να ισχύει. Η βραχυχρόνια επίπτωση από μια προεδρία Μπάιντεν θα είναι συνεπώς περισσότερες αναταράξεις στις διμερείς σχέσεις. Ο Μπάιντεν θα είναι πολύ λιγότερο πρόθυμος να ξοδέψει το πολιτικό του κεφάλαιο για να εμποδίσει την επιβολή κυρώσεων.
Την ίδια στιγμή όμως ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να κάνει έναν έξυπνο στρατηγικό υπολογισμό. Τυχόν επιδείνωση στις σχέσεις με την Τουρκία θα σπρώξει την Αγκυρα στην κατεύθυνση της Μόσχας.
Eξωτερική πολιτική βασισμένη σε «αξίες»
Σε μακροχρόνιο επίπεδο, η διμερής σχέση θα επηρεαστεί από δύο διαφορετικές δυναμικές. Η ομάδα εξωτερικής πολιτικής του Τζο Μπάιντεν υποστηρίζει ότι ο Δημοκρατικός υποψήφιος θα επιχειρήσει να βελτιώσει τη θέση της Αμερικής στον κόσμο. Επικρίνει σφοδρά τον Τραμπ ότι αμαύρωσε την εικόνα των ΗΠΑ στο εξωτερικό επιδιδόμενος σε ανταλλακτικές σχέσεις. Μια κυβέρνηση Μπάιντεν, αντίθετα, θα επιστρέψει σε μια εξωτερική πολιτική βασισμένη περισσότερο σε «αξίες».
Η Ουάσιγκτον ενδέχεται να θέσει ως προτεραιότητα την προώθηση της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην εξωτερική της πολιτική. Ως αποτέλεσμα, οι διμερείς σχέσεις της θα διαμορφώνονται σε μακροχρόνιο επίπεδο από τις δημοκρατικές επιδόσεις των εταίρων της. Αυτό σημαίνει ότι μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα είναι πιο επικριτική προς τη συνεχιζόμενη διάβρωση της έννομης τάξης στην Τουρκία.
Αλλά την ίδια στιγμή μια πιο μεταρρυθμιστική δυναμική στην Τουρκία θα βοηθούσε στη βελτίωση των σχέσεων με την αμερικανική κυβέρνηση.
Ενίσχυση της προβλεψιμότητας
Μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα στρέψει πιθανότατα την αμερικανική εξωτερική πολιτική προς μια πιο θεσμική κατεύθυνση. Οι αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική θα είναι προϊόντα μιας διυπηρεσιακής διαδικασίας αντί να βασίζονται στις καθημερινές προτιμήσεις ενός ασταθούς αμερικανού προέδρου.
Θα αυξηθούν ο ρόλος και το βάρος θεσμών όπως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο. Η μετάβαση αυτή θα οδηγήσει σε μια πιο προβλέψιμη λήψη αποφάσεων στην Ουάσιγκτον. Θα επιτρέψει επίσης σε χώρες όπως η Τουρκία να συνεργαστούν πιο αποτελεσματικά με τους καθιερωμένους θεσμούς της εξουσίας.
Οι σχέσεις με ΝΑΤΟ
Τέλος, μια κυβέρνηση Μπάιντεν αναμένεται να επανεπιβεβαιώσει τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και στους διατλαντικούς δεσμούς. Ο νέος αμερικανός πρόεδρος θα επιδιώξει να καθησυχάσει τους Συμμάχους για το μέλλον του ΝΑΤΟ. Η σταθερή αυτή υποστήριξη θα είναι ευεργετική για όλους τους ευρωπαίους Συμμάχους, περιλαμβανομένης της Τουρκίας.
Λόγω της αποξένωσης της Τουρκίας από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία από την άποψη ότι αγκυροβολεί την Τουρκία στη Δύση. Η ανανέωση της δέσμευσης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ θα περιορίσει επίσης σημαντικά την υποστήριξη προς την ατζέντα του γάλλου προέδρου Μακρόν για την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού πυλώνα άμυνας και ασφάλειας με στόχο την προώθηση της στρατηγικής αυτονομίας από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Ο κ. Σινάν Ουλγκέν είναι πρόεδρος της δεξαμενής σκέψης EDAM στην Κωνσταντινούπολη και συνεργάτης του Carnegie Europe στις Βρυξέλλες