Είναι ένα από τα παράδοξα των αμερικανικών εκλογών του 2020. Ο Τζο Μπάιντεν όχι μόνο έχει σπάσει το όριο του 50% στη λαϊκή ψήφο (για την ακρίβεια έχει αυτή τη στιγμή 50,4%), έχει πάρει 3,6 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Ντόναλντ Τραμπ και όμως το αποτέλεσμα δεν έχει κριθεί, έστω και εάν ο Μπάιντεν αυτή τη στιγμή δείχνει να έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ πρέπει να κερδίσει όλες τις Πολιτείες που δεν έχουν κριθεί, με βάση τα τωρινά δεδομένα.
Αυτό προφανώς οφείλεται στον αναχρονιστικό θεσμό των εκλεκτόρων που έχει ως αποτέλεσμα κάθε ψήφος να μην μετρά εξίσου, έχει όμως να κάνει και με την πραγματική διαίρεση των ΗΠΑ σε αυτή την εκλογική μάχη, που εξηγεί γιατί με όρους πραγματικής κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής το αποτέλεσμα είναι οριακό.
Αυτό άλλωστε δείχνουν και τα αποτελέσματα για τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. Παρότι ο Μπάιντεν κατάφερε να διαμορφώσει μια σημαντική εκλογική δυναμική, σπάζοντας και το ρεκόρ του Μπαράκ Ομπάμα ως προς το συνολικό αριθμό ψήφων, σε μια εκλογική μάχη με αυξημένη συμμετοχή που κινητοποίησε την αμερικανική κοινωνία, εντούτοις οι Δημοκρατικοί δεν δείχνουν να μπορούν να ανατρέψουν το συσχετισμό στη Γερουσία, ώστε να στερήσουν από τους Ρεπουμπλικάνους το δικαίωμα να μπλοκάρουν συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες, ενώ διατηρούν το προβάδισμα στη Βουλή των Αντιπροσώπων χωρίς όμως ένα εντυπωσιακό ρεύμα.
Η ψήφος μιας κοινωνίας με μεγάλες αντιθέσεις
Ούτε είναι τυχαίο ότι αυτή τη φορά το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει να κρίνεται όχι μόνο στο πώς κάθε υποψήφιος κατοχύρωσε τις δικές του κοινωνικές και δημογραφικές κατηγορίες, για παράδειγμα η Πολιτεία της Τζόρτζια θα κριθεί από το κατά πόσο η αυξημένη συμμετοχή των μαύρων αμερικανών θα δώσει την πρωτιά στον Μπάιντεν, όσο από το εάν και κατά πόσο κατάφερε να εισχωρήσει σε κρίσιμες περιοχές της εκλογικές επικράτειας του άλλου, συχνά και με ιδιότυπες αντιστροφές. Ο Μπάιντεν για παράδειγμα δείχνει να κερδίζει μέρος της λευκής ψήφου (ιδίως των λευκών αντρών) που είχε δώσει τη νίκη στον Τραμπ στις προηγούμενες εκλογές, ή να έχει π.χ. μικρή αλλά εκλογικά καθοριστική άνοδο σε συντηρητικές κομητείες του Ουισκόνσιν, την ίδια ώρα που ο Τραμπ, που τα πήγε καλύτερα αυτή τη φορά με τις μειονότητες, κέρδισε τη Φλόριντα και επειδή είχε καλύτερα αποτελέσματα στους Ισπανόφωνους.
Την ίδια στιγμή οι μεγάλες αντιθέσεις, ως προς την εκλογική συμπεριφορά, όχι μόνο ανάμεσα σε διαφορετικές Πολιτείες αλλά και στο εσωτερικό κάθε Πολιτείας – χαρακτηριστική εικόνα των αστικών κέντρων που πάνε με τον Μπάιντεν και των μικρότερων πόλεων και των αγροτικών περιοχών που πάνε με τον Τραμπ –επιτείνει την εικόνα μιας χώρας βαθιά διαιρεμένης. Μιας χώρας που στα Πολιτειακά δημοψηφίσματα – έναν πολύ σημαντικό θεσμό που συχνά διαφεύγει της προσοχής μας αλλά παίζει ρόλο σε σημαντικές νομοθεσίες – αλλού αποφάσισε να νομιμοποιήσει την κατοχή μικρών ποσοτήτων σκληρών ναρκωτικών (Όρεγκον) ή τη χρήση μαριχουάνας, αλλού την αύξηση του κατώτατου μισθού (ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα για πάρα πολλούς εργαζομένους), αλλού να περιορίσει ακόμη περισσότερο το δικαίωμα στις εκτρώσεις και αλλού αποφάσισαν ότι μπορεί να επιτρέπεται σε εταιρείες της gig economy όπως η Uber να εξαιρούνται από προβλέψεις της εργατικής νομοθεσίας (αφού βέβαια οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου ξόδεψαν περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια στη σχετική καμπάνια).
Τα ενδεχόμενα νομικής αμφισβήτησης
Ως προς το ίδιο αποτέλεσμα είναι προφανές ότι θα έχουμε και μια νομική του αμφισβήτηση που θα υπογραμμίσει και τη βαθιά διαίρεση της χώρας. Ας μην ξεχνάμε ότι και οι εκλογές του 2000 τελικά κρίθηκαν από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ως προς τη διαδικασία ανακαταμέτρησης στη Φλόριντα που έδωσε τη νίκη στον Τζορτζ Μπους τον νεώτερο. Τώρα η αμφισβήτηση θα κινηθεί σε δύο κατευθύνσεις: από τη μια σε αιτήματα ανακαταμέτρησης για Πολιτείες που κρίθηκαν οριακά, που όμως δεν αναμένεται να αλλάξει το αποτέλεσμα και σε αμφισβητήσεις που αφορούν την επιστολική ψήφο και το εάν πρέπει να υπάρχει χρονικό όριο στη διαδικασία καταμέτρησης των ψήφων. Παρότι οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν ισχυρή συντηρητική πλειοψηφία στο
Ανώτατο Δικαστήριο, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν τύχη οι προσφυγές τους, με δεδομένο ότι οι Πολιτείες έκαναν προσπάθεια να θωρακίσουν τυπικά τις σχετικές αποφάσεις τους, με δεδομένο ότι γνώριζαν την αμφισβήτηση των Ρεπουμπλικάνων για τέτοιες πρακτικές. Φυσικά, το ίδιο το γεγονός μιας πολυμορφίας εκλογικών κανόνων ανά Πολιτεία, ακόμη για μια ομοσπονδιακή εκλογή, από μόνο του αποτελεί έναν ιδιότυπο αναχρονισμό των ΗΠΑ. Μένει επίσης να δούμε εάν και κατά πόσο η αντιπαράθεση για τη νομιμότητα των εκλογών θα γίνει στο επίπεδο των νομικών προσφυγών μόνο, η εάν θα μεταφερθεί και στο δρόμο με τη μορφή διαμαρτυριών.
Οι ανοιχτές προκλήσεις για τον επόμενο Πρόεδρο
Η επόμενη μέρα φέρνει τις ΗΠΑ αντιμέτωπες με την πραγματική τους κατάσταση και τις ανοιχτές πληγές τους και τα ανοιχτά ερωτήματα.
Μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αναμετρηθεί με το εάν μπορεί να κάνει πράξη τις προεκλογικές υποσχέσεις της –αν και όπως έχουν υπογραμμίσει πολλοί ο γερουσιαστής από το Ντελάγουερ επένδυσε περισσότερο στη δυσαρέσκεια έναντι του Τραμπ παρά στη σαφήνεια του προγράμματός του– για βελτίωση της θέσης των εργαζομένων ή για ενίσχυση του συστήματος υγείας, με δεδομένη και την πιθανή ύπαρξη μιας εχθρικής Γερουσίας. Την ίδια στιγμή μένει να δούμε εάν ο τρόπος που οι Δημοκρατικοί θέλουν να επανακατοχυρώσουν την αμερικανική ηγεσία, θα σημαίνει και αυξημένη επιθετικότητα στο πεδίο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» – θυμίζουμε εδώ ότι οι Δημοκρατικοί
τέσσερα χρόνια τώρα κατηγορούν τον Τραμπ ότι δεν είναι αρκούντως επιθετικός έναντι της Μόσχας, όπως φάνηκε και στην προσπάθεια να αποδείξουν ότι η Ρωσία παρενέβη το 2016 υπέρ της εκλογής του – ή εάν θα οδηγήσει σε πιο διαλλακτική θέση σε θέματα όπως η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ενώ έχει μια σημασία ότι παρά την κριτική τους στον «εμπορικό πόλεμο» που είχε κηρύξει ο Τραμπ και αυτοί επιμένουν σε μια σκληρή στάση έναντι της Κίνας ως οικονομικού ανταγωνιστή.
Από την άλλη, εάν ο Τραμπ κάνει τελικά την έκπληξη και κερδίσει τελικά θα έχει να αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις. Θα έχει απέναντί του μια βαθιά διαιρεμένη χώρα, η πλειοψηφία των εκλογέων της οποίας θα τον έχει αποκηρύξει στις κάλπες, έστω και εάν κατάφερε να φέρει και αυτός σημαντικούς αριθμούς επιπλέον ψηφοφόρων (ήδη ο Τραμπ έχει καταμετρημένα πάνω από 5 εκατομμύρια επιπλέον ψήφων από ό,τι το 2016). Θα έχει τη στήριξη της Γερουσίας και του Ανώτατου Δικαστηρίου αλλά θα έχει να αντιμετωπίσει σημαντικές κοινωνικές διαμαρτυρίες. Και βέβαια θα πρέπει να αποδείξει ότι όντως μπορεί να χειριστεί και την πανδημία και την οικονομία, αλλά και να δείξει ότι όντως μπορεί να επανακατοχυρώσει την αμερικανική ηγεσία σε έναν κόσμο που τον αντιμετωπίζει τουλάχιστον με επιφύλαξη.
Το γεγονός ότι η υφήλιος παρακολουθεί τις εξελίξεις στις ΗΠΑ με ένα συνδυασμό ενδιαφέροντος, αμηχανίας και αδυναμίας κάποιες φορές κατανόησης του πώς μπορεί μια τόσο ισχυρή χώρα να βρίσκεται αρκετά συχνά σε συνθήκες πολιτικού ή θεσμικού αδιεξόδου, αποτυπώνει ταυτόχρονα το γεγονός του αντικειμενικού ρόλου της υπερδύναμης που διατηρούν της ΗΠΑ αλλά και την αυξημένη δυσκολία να πείθουν για το αναντικατάστατο της ηγεσίας τους