Η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου αποτελεί αίτημα της Τουρκίας από τη δεκαετία του 1970. Αίτημα παράλογο, χωρίς καμιά νομική κάλυψη, και επικίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας μας.
Το ιστορικό παράδειγμα της Κύπρου είναι ενδεικτικό και πρέπει να μας προβληματίσει. Τα γνωστά γεγονότα των Χριστουγέννων του 1963 προκάλεσαν φόβο και ανασφάλεια στην ελληνική κυβέρνηση ότι επίκειται τουρκική επέμβαση στη Μεγαλόνησο. Το επόμενο έτος ο τότε έλληνας πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε να αποστείλει κρυφά στο νησί μία μεραρχία με 8.500 άνδρες, με 3 συντάγματα πεζικού, 2 μοίρες καταδρομών και 2 ίλες αρμάτων.
Η μυστική κάθοδος της μεραρχίας ωστόσο ήταν γνωστή στους εμπλεκομένους. Τόσο ο ίδιος ο έλληνας πρωθυπουργός όσο και οι Αγγλο-Αμερικανοί ήθελαν με την κίνηση αυτή να δώσουν το μήνυμα ότι ελέγχουν τον Μακάριο, ο οποίος είχε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με τη Σοβιετική Ενωση και φοβούνταν μήπως μετατραπεί το νησί σε Κούβα της Μεσογείου. Επιπλέον πίστευαν ότι η μεραρχία θα απέτρεπε μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη.
Το 1967 το στρατιωτικό καθεστώς επιδίωξε να επιλύσει το Κυπριακό και να πετύχει την «ένωση» με εδαφικές παραχωρήσεις στην Τουρκία στη βάση των σχεδίων Ατσεσον παραβλέποντας προκλητικά τις θέσεις του Μακαρίου. Ωστόσο οι διαπραγματεύσεις στον Εβρο κατέληξαν σε τραγική για την ελληνική πλευρά αποτυχία και τον Νοέμβριο οι ενέργειες του Γρίβα στην Κύπρο έφεραν τις δύο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου.
Οι ΗΠΑ επενέβησαν άμεσα με στόχο να αποτρέψουν μια ελληνοτουρκική σύγκρουση. Ο υφυπουργός Αμυνας Σάιρους Βανς ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας. Η τουρκική πλευρά ζητούσε επίμονα την απομάκρυνση του ελληνικού στρατού από την Κύπρο, την ανάκληση του στρατηγού Γρίβα και τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Τελικά, ο Παπαδόπουλος και ο υπουργός Εξωτερικών του καθεστώτος, Παναγιώτης Πιπινέλης, υπέκυψαν στον τουρκικό εκβιασμό και στις αμερικανικές πιέσεις.
Στο μυαλό και των δύο είχε πρυτανεύσει η σκέψη ότι έπρεπε να αποφευχθούν οπωσδήποτε ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος και η διάλυση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Από τα τέλη του 1967, άρχισε σταδιακά η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1968. Κατά γενική ομολογία, η απόσυρσή της αποδυνάμωσε αμυντικά τη νήσο και διευκόλυνε την τουρκική εισβολή τον Ιούλιο του 1974.
Το παραπάνω παράδειγμα ενισχύει την ελληνική θέση ότι το αίτημα της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτό. Αν γινόταν, διπλωματικά θα ενίσχυε την τουρκική προκλητικότητα και αμυντικά θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια ορισμένων νήσων με ιδιαίτερη γεωπολιτική για την Τουρκία σημασία. Επιπλέον, το συγκεκριμένο τουρκικό αίτημα δεν νομιμοποιείται από τις διεθνείς συνθήκες.
Η αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης προβλεπόταν αρχικά από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923, αλλά αυτή καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936. Σχετικά με το καθεστώς των νησιών Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 13 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα. Ενώ η Ελλάδα έχει μέχρι σήμερα εφαρμόσει με συνέπεια τις παραπάνω διατάξεις, η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι υποχρεούται σύμφωνα με το ίδιο άρθρο να μην επιτρέπει στα στρατιωτικά της αεροσκάφη να υπερίπτανται του εναέριου χώρου των εν λόγω ελληνικών νησιών, εξακολουθεί να παραβιάζει τις σχετικές νομικές της υποχρεώσεις. Το καθεστώς των Δωδεκανήσων διέπεται από τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων τον Απρίλιο του 1947, που προβλέπουν την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων αυτών.
Ωστόσο η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτή τη συνθήκη, η οποία επομένως αποτελεί «res inter alios acta» για αυτή, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα αποδέχθηκε την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων μετά από πιέσεις των Σοβιετικών, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν με κανέναν τρόπο τη μετατροπή του Αιγαίου σε κλειστή νατοϊκή θάλασσα. Ακόμα πιο σημαντικό, η Ελλάδα δεν μπορεί να απεμπολήσει το δικαίωμά της σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 51) για άμυνα σε περίπτωση απειλής στρεφόμενης κατά των νησιών της ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της επικράτειάς της. Ιδιαίτερα σήμερα που απειλείται με πόλεμο σε περίπτωση που ασκήσει ένα νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμα που της παρέχει το διεθνές δίκαιο.
Ο κ. Γιάννης Σακκάς είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και μέλος του Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Κολλεγίου Ασφάλειας και Αμυνας στις Βρυξέλλες