Πριν από 31 χρόνια, το φθινόπωρο του 1989, ξεσπούσε η πρώτη «υπόθεση» που αποτέλεσε έκφανση του ισλαμισμού σε σχολείο της Γαλλικής Δημοκρατίας. Τρία νεαρά κορίτσια εμφανίστηκαν στο μάθημα φορώντας μαντίλα, στο γυμνάσιο Γκαμπριέλ-Αβέζ στην πόλη Κρέιγ, στην περιοχή Ουάζ. Η οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων είχε στείλει τους εκπροσώπους της για να διαπραγματευθούν με τον διευθυντή του σχολείου, ο οποίος τους έδιωξε όταν αντιλήφθηκε ότι τον ηχογραφούσαν εν αγνοία του.
Η υπόθεση αυτή σηματοδότησε συμβολικά μια σημαντική ρήξη. Τη χρονιά εκείνη μάλιστα η υπόθεση Ρούσντι είχε πυροδοτήσει τα πάθη στη Μεγάλη Βρετανία όταν ο Χομεϊνί εξέδωσε τον φετφά της 14ης Φεβρουαρίου με τον οποίο καταδίκαζε σε θάνατο τον Σάλμαν Ρούσντι για βλασφημία. Ταυτόχρονα όμως, με την επιθετική εκείνη ενέργεια, περιέλαβε την Ευρώπη – και τις άλλες περιοχές του πλανήτη όπου ζούσαν μουσουλμάνοι – στον «χώρο του ισλάμ», δηλαδή στα εδάφη όπου εκτείνεται η δικαιοδοσία ενός φετφά.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι άλλαξαν, σύμφωνα με την ίδια λογική, τον τίτλο της οργάνωσής τους, ο οποίος έγινε Ενωση Ισλαμικών Οργανώσεων Γαλλίας αντί του αρχικού «εντός Γαλλίας». Κατά την άποψή τους, η επιταγή του ισλαμικού νόμου, η σαρία δηλαδή, έπρεπε να έχει ισχύ και στη Γαλλία, και άρα να έχουν τη δυνατότητα τα νεαρά κορίτσια που το επιθυμούσαν να φορούν χιτζάμπ στο σχολείο. Κι αυτό μάλιστα θα συνέβαινε στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης… την οποία εγγυώνται οι νόμοι της Γαλλικής Δημοκρατίας. Η ευχέρειά τους αυτή να έχουν δύο νομικά συστήματα αναφοράς έφερε αναταράξεις στους κρατικούς θεσμούς αλλά και στο δίκτυο των διαφόρων οργανώσεων – από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας με επικεφαλής τον Λιονέλ Ζοσπέν και το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας μέχρι και την οργάνωση SOS Ρατσισμός -, καθώς άνοιξε έναν δικαστικό αγώνα που κράτησε 15 χρόνια, μέχρι τη στιγμή που ήρθε, εν τέλει, ο νόμος του 2004 σχετικά με την απαγόρευση των θρησκευτικών συμβόλων στο σχολείο, καρπός των εργασιών της επιτροπής Σταζί.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο αποκεφαλισμός του καθηγητή Ιστορίας, Γεωγραφίας και Πολιτικής Αγωγής Σαμιέλ Πατί στο γυμνάσιο Μπουά ντ’Ολν, στην Κονφλάν-Σεντ-Ονορίν (επίσης στα παρισινά προάστια), ο οποίος είχε βάλει τους μαθητές του να προβληματιστούν πάνω στην έννοια της βλασφημίας με αφορμή τις γελοιογραφίες του «Charlie Hebdo», αποτελεί προέκταση της ίδιας αυτής εξέλιξης.
Ο πατέρας μιας μαθήτριας, πολύ ενεργός στην «ισλαμόσφαιρα», έδωσε το έναυσμα για μια διαδικτυακή κινητοποίηση που εξαπλώθηκε αμέσως, βασιζόμενος σε μια εν μέρει παραπλανητική περιγραφή των γεγονότων και εμφανίζοντας τον καθηγητή ως ένοχο που του αξίζει τιμωρία. Οπως συνέβη και με τους υπερασπιστές της μαντίλας το 1989, έγινε κι εκείνος δεκτός από τη διευθύντρια, συνοδευόμενος από έναν εξηντάρη ακτιβιστή, γνωστό ισλαμιστή, που προέρχεται από το κίνημα των ριζοσπαστικοποιημένων Αδελφών Μουσουλμάνων.
Ο τελευταίος μάλιστα δημιούργησε την Ενωση Σεΐχ Γιασίν (από το όνομα του ιδρυτή της Χαμάς), ενώ υπήρξε μια εποχή συνοδοιπόρος του αντισημίτη κωμικού Ντιεντονέ. Στην αστυνομία είναι καταχωρισμένος ως δυνητικά επικίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους και σεσημασμένος στο πλαίσιο της πρόληψης της ριζοσπαστικοποίησης εκείνης που λαμβάνει χαρακτήρα τρομοκρατίας. Το γεγονός ότι σε μια μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη υπερηφανεύεται ότι απαίτησε από τη διευθύντρια του γυμνασίου «να τεθεί αμέσως σε διαθεσιμότητα αυτός ο αλήτης, γιατί δεν είναι καθηγητής αυτός», λέει πολλά για την αλλαγή που επήλθε, μέσα σε 30 χρόνια, στον συσχετισμό δυνάμεων γύρω από τα κρίσιμα θέματα της εκπαίδευσης στη Γαλλία με άξονα το ισλαμιστικό κίνημα.
Νέα φάση
Εν τω μεταξύ τα κοινωνικά δίκτυα και η τεράστια δυνατότητά τους να κινητοποιούν τα άτομα μέσω της παραπληροφόρησης αναστάτωσαν το κοινωνικό μας περιβάλλον αίροντας τις αναστολές στη συμπεριφορά των ανθρώπων εξαιτίας μιας μόνιμης σύγχυσης μεταξύ του εικονικού κόσμου και της πραγματικότητας. Εθεσαν επίσης σε δεύτερη μοίρα τον νόμο της Γαλλικής Δημοκρατίας, καθώς οι φετφάδες των smartphones επιβάλλουν άλλου είδους νόρμες σε εκείνους που τους ακολουθούν.
Κατά το χρονικό διάστηµα που µεσολάβησε ανάµεσα στις τροµοκρατικές επιθέσεις του Μοχάµεντ Μερά τον Μάρτιο του 2012 και στον αποκεφαλισµό του Σαµιέλ Πατί από έναν νεαρό Τσετσένο, κατά τη στιγµή µάλιστα που διεξάγεται η δίκη του δικτύου εκείνου που έσπειρε τον θάνατο στο «Charlie Hebdo» και στο Hyper Cacher τον Ιανουάριο του 2015, η Γαλλία καθώς και άλλες ευρωπαϊκές χώρες δέχθηκαν πλήθος τζιχαντιστικών επιθέσεων που προκάλεσαν εκατοντάδες θύµατα. Κατά την ίδια περίοδο, το Ισλαµικό Κράτος είχε εγκαθιδρύσει στη Μέση Ανατολή, µεταξύ του 2014 και του 2019, το χαλιφάτο-παρία, απ’ όπου σχεδιάστηκαν οι σφαγές του Μπατακλάν, των Βρυξελλών, της Νίκαιας, καθώς και ο σφαγιασµός του πατέρα Ζακ Αµέλ µέσα στην εκκλησία του στο Σεντ-Ετιέν-ντι-Ρουβρέ, κ.λπ. Ενας µακάβριος κατάλογος…
Αλλά ο αποκεφαλισµός του άτυχου καθηγητή σηµατοδοτεί µια νέα φάση, καθώς είναι η πρώτη φορά που φαίνεται ξεκάθαρα η διαδικασία µε την οποία η κινητοποίηση των ισλαµιστών µπορεί να οδηγήσει στο έγκληµα φανατισµού. Αγνοούµε ακόµη, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραµµές, τον ακριβή τρόπο µε τον οποίο συνδέονται µεταξύ τους τα γεγονότα, τα οποία ξεκινούν µε τον στιγµατισµό ενός καθηγητή και καταλήγουν στη δολοφονία του – και ελπίζουµε ότι η έρευνα γρήγορα θα τον φέρει στο φως.
Μέχρι πρόσφατα πάντως οι επιθέσεις γίνονταν γνωστές µετά την πραγµατοποίησή τους, µε την πρόθεση των δολοφόνων ή των εντολοδόχων τους να ξαφνιάσουν ώστε να µεγιστοποιήσουν τον τρόµο που θα προκαλούσαν – και οι έρευνες δύσκολα µπορούσαν να βρουν το νήµα –, ενώ οι συζητήσεις που βρίσκονται τώρα σε εξέλιξη καθώς διεξάγεται η δίκη για τις σφαγές του Ιανουαρίου του 2015 είναι ενδεικτικές των δυσκολιών και των σφαλµάτων.
Οπως είπαµε, ο νόµος της 15ης Μαρτίου 2004 έθεσε τέλος στα 15 χρόνια δικών µε τις οποίες το ισλαµιστικό κίνηµα προσπαθούσε να επιβάλει το χιτζάµπ στην τάξη – προκαλώντας µεγάλη οργή στους µαχόµενους ισλαµιστές και στους συνοδοιπόρους τους όταν αυτός εφαρµόστηκε και έδωσε µια ανάσα στις κρατικές υπηρεσίες και στη δηµόσια εκπαίδευση, που διαφορετικά θα υποχρεώνονταν να πηγαίνουν συνέχεια στα δικαστήρια σε βάρος του παιδαγωγικού έργου. Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν θα πρέπει και το νοµοσχέδιο, έπειτα µάλιστα από τον λόγο του Εµανουέλ Μακρόν στο Μιρό στις 12 Οκτωβρίου, να χτυπήσει το πρόβληµα στη ρίζα του – το οποίο ήλθε στην επιφάνεια µε τη δολοφονία του Σαµιέλ Πατί, κατά φρικτό τρόπο –, προτού προλάβει αυτός ο τύπος εγκλήµατος να πάρει διαστάσεις.
Πίστη και ρήξη
Ο όρος «αυτονοµισµός» έχει εγείρει πολλές συζητήσεις. Αλλά όποια κι αν είναι η λέξη που θα κρατήσουµε, η ρίζα του προβλήµατος βρίσκεται σε µια αραβική έκφραση στην οποία οι Αδελφοί Μουσουλµάνοι, οι σαλαφιστές και οι τζιχαντιστές προσπαθούν να συµπυκνώσουν το ισλαµικό δόγµα, και που αποτελεί τον πυρήνα ενός συστηµατικού προσηλυτισµού, όπως φαίνεται από τις κουβέντες στα σχολικά διαλείµµατα, όπου δεν είναι πια σωστό να λες ότι είσαι άθεος, κυρίως όταν δείχνεις εµφανισιακά µουσουλµάνος, στο κήρυγµα της Παρασκευής, αλλά και στο Facebook και στο Twitter, καθώς και στις αναρίθµητες σχετικές ιστοσελίδες: αλ γουαλά’γουά-λ-µπαρά’α.
Η φράση σηµαίνει «πίστη και ρήξη» – ο δεύτερος όρος γίνεται συχνά αντιληπτός, στην οργουελική Νέα Γλώσσα των σαλαφιστών, ως «αποκήρυξη». Η επιταγή κάθε καλού µουσουλµάνου, σύµφωνα µε τους οπαδούς αυτής της θεώρησης, έγκειται στο να αποκηρύξει οτιδήποτε δεν εντάσσεται στο δόγµα κατά την αυστηρότερη ερµηνεία του –συµπεριλαµβανοµένου και του µυστικιστικού Ισλάµ, του Ισλάµ των αδελφοτήτων κ.λπ., τα οποία στιγµατίζονται ως «αίρεση» (σιρκ) ή ως «αποστασία» (ρίντα) –, και να «αποσχιστεί», κατά συνέπεια, από τους «άπιστους».
Αυτός ο τελευταίος όρος, ο πληθυντικός του οποίου είναι «κουφάρ» αλλά χρησιµοποιείται σαν ενικός στη γαλλοαραβική διάλεκτο για να δηλώσει τα «εδάφη που έχουν κατακτηθεί από τον ισλαµισµό» – για να χρησιµοποιήσω τον τίτλο του βιβλίου του Μπερνάρ Ρουζιέ –, αναφέρεται σε κάθε «µη µουσουλµάνο» ή «κακό µουσουλµάνο» που δεν έχει δείξει απόλυτη υποταγή και πίστη. Το ζήτηµα όµως είναι σοβαρό γιατί η τιµωρία του καφίρ (ενικός του κουφάρ) είναι ο θάνατος. Το tweet @tchetchene_270 µε το οποίο ο δράστης αναλαµβάνει την ευθύνη για τον αποκεφαλισµό, και συνοδεύεται µάλιστα από την αποτρόπαιη εικόνα του κοµµένου και µατωµένου κεφαλιού, λέει ακριβώς αυτό: «Από τον Αµπντουλάχ, τον Υπηρέτη του Αλλάχ, στον µαρκόν (sic), τον ηγέτη των απίστων, εκτέλεσα ένα από τα σκυλιά σου της κόλασης που τόλµησε να προσβάλει τον Μωάµεθ, να ηρεµήσεις όσους είναι σαν κι αυτόν πριν σας βρει σκληρή τιµωρία».
H ακολουθία των γεγονότων
Μένει να δούµε ποια ήταν η ακολουθία των γεγονότων που ξεκίνησαν µε τον στιγµατισµό του εκπαιδευτικού και την κοινοποίηση των καθηµερινών του διαδροµών καθώς και της διεύθυνσής του, µε ποιον τρόπο κινήθηκαν ο γονέας και ο γνωστός ακτιβιστής στην «ισλαµόσφαιρα» αλλά και στην περιοχή Ιβλίν, όπου βρίσκεται το γυµνάσιο. Με ποιον τρόπο, µετά από τους τόνους µίσους που χύθηκαν στο Διαδίκτυο, έκανε την εµφάνισή του ο Αµπντουλάχ Ανζόροφ, ένας δεκαοκτάχρονος Τσετσένος γεννηµένος στη Μόσχα – σε εκείνον και στην οικογένειά του είχε χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα –, ο οποίος διέπραξε το έγκληµα και ανέλαβε την ευθύνη µε ένα tweet πριν βρει και ο ίδιος τον θάνατο. Εκείνο που τον έκανε να περάσει στη δράση ήταν άραγε ο αναβρασµός στα κοινωνικά δίκτυα, όπως φαίνεται πως συνέβη µε τον Πακιστανό Ζαχέρ Χασάν Μαχµούντ, έναν επίσης πρόσφυγα, που επιτέθηκε µε µπαλτά σε δύο άτοµα νοµίζοντας πως ήταν δηµοσιογράφοι του «Charlie Hebdo», στις 25 Σεπτεµβρίου; Ή µήπως ο συγκεκριµένος άνθρωπος είχε διασυνδέσεις – µέσα από τον ακτιβισµό, την εγκληµατικότητα, ακόµα και τις πολεµικές τέχνες – µε πρόσωπα που τον οδήγησαν από το προάστιο Εβρέ, όπου έµενε, µέχρι την Κονφλάν, όπου βρισκόταν ο καθηγητής;
Οπως κι αν έχουν τα πράγµατα, είναι φανερό ότι τα νοµικά εργαλεία που επικεντρώνονται αποκλειστικά, από το 2015 κι έπειτα, στις τροµοκρατικές επιθέσεις και στον εντοπισµό της αλυσίδας όσων συµµετείχαν, δεν είναι πια λειτουργικά απέναντι σε έναν διάχυτο τζιχαντισµό, όπως δείχνουν οι τελευταίες δολοφονίες, µε πρώτη εκείνη που διέπραξε ο Μικαέλ Αρπόν µαχαιρώνοντας τους συναδέλφους του στην αστυνοµική διεύθυνση του Παρισιού, έναν χρόνο πριν. Αυτό είναι λοιπόν το διακύβευµα του νέου νοµοσχεδίου, που πρέπει να θεραπεύσει τις αιτίες και όχι µόνο τις συνέπειες, και που προϋποθέτει µια καλή γνώση των πλάγιων µέσων και των ελιγµών του πολιτικού ισλαµισµού – οι ακτιβιστές του οποίου φροντίζουν να καταφεύγουν σε απλουστευµένες σχηµατοποιήσεις προκειµένου να αντιστρέψουν τους ρόλους στη δίκη όπου είναι κατηγορούµενοι και από θύτες να γίνουν θύµατα, τακτική που είναι ήδη εµφανής στα κοινωνικά δίκτυα.
Ο Ζιλ Κεπέλ είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού και κατέχει την έδρα «Μέση Ανατολή – Μεσόγειος» στην Ecole Normale Superieure.
Το κείμενο αυτό εμφανίστηκε προ ημερών στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» και με την άδειά του δημοσιεύεται στην Ελλάδα αποκλειστικά στο «Βήμα».
Το τελευταίο του βιβλίο στα ελληνικά είναι η «Εξοδος από το χάος. Κρίση στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή» (εκδόσεις Κλειδάριθμος) που κυκλοφορεί σε μετάφραση της κυρίας Αριστέας Κομνηνέλλη, την οποία η εφημερίδα ευχαριστεί θερμά και για την απόδοση αυτού του κειμένου.