Στο Μέγαρο Μαξίμου, στο υπουργείο Εξωτερικών και στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, η 3η Νοεμβρίου είχε κυκλωθεί εδώ και αρκετό καιρό στα ημερολόγια υψηλόβαθμων αξιωματούχων. Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές έχουν αναχθεί σε ένα ιδιότυπο ορόσημο, πέραν του οποίου η Αθήνα ευελπιστεί ότι μια διαδοχή στην ηγεσία του Λευκού Οίκου θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά σε καλύτερες ημέρες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ο λόγος είναι ξεκάθαρος. Η προσωπική – και ελαφρώς «σκοτεινή», όπως ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον περιέγραψε στο βιβλίο του «The Room Where It Happened», χωρίς να είναι ο μόνος – σχέση που ανέπτυξε ο σημερινός πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επέτρεψε στον τούρκο ομόλογό του να απολαύσει μια ιδιότυπη ασυλία για την πολιτική που από το 2016 ως σήμερα έχει ξεδιπλώσει από τη Συρία και την Ανατολική Μεσόγειο ως τη Λιβύη – μια πολιτική που έχει ευθέως πλήξει τα συμφέροντα της Αθήνας.
Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι αν ο κ. Μπάιντεν κερδίσει μεθαύριο, τότε, σε συνδυασμό με την ατμόσφαιρα που επικρατεί εναντίον της Αγκυρας στο Κογκρέσο – κυρίως – αλλά επίσης, αν και σε μικρότερο βαθμό, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στο Πεντάγωνο, θα καταφέρει να επαναφέρει το εκκρεμές σε μια πιο ελεγχόμενη τροχιά και να αποτρέψει την περαιτέρω αποθράσυνση του «ατίθασου γείτονα». Οι ελπίδες όμως δεν ωφελούν στην εξωτερική πολιτική. Η Ελλάδα έχει πληρώσει βαρύ τίμημα στο παρελθόν για τέτοιου είδους ευσεβείς πόθους. Ο ρεαλισμός απαιτεί από τους διαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να προετοιμαστούν και για το απευκταίο σενάριο: μια επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.
Η μάχη όμως του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζο Μπάιντεν υπερβαίνει κατά πολύ τον στενό ελληνικό φακό. Επειτα από μια τετραετία άσκησης της ηγεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών από έναν βαθιά λαϊκιστή πρόεδρο, που κατάφερε να αμαυρώσει σε βαθμό ανεπανάληπτο την εικόνα της Αμερικής και να χαράξει ρήγμα βαθύ στις σχέσεις της με τους παραδοσιακούς της συμμάχους και εταίρους, αλλά παράλληλα να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε μια «υπερδύναμη-παρία» (σύμφωνα με τον πολύ επιτυχημένο τίτλο «Rogue Superpower» του άρθρου του καθηγητή του Πανεπιστημίου Tufts Μάικλ Μπέκλεϊ στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Foreign Affairs»), οι προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου τείνουν να λάβουν έναν χαρακτήρα μετασχηματισμού (transformative elections).
Σύμφωνα δε με τον Σαμ Τάνενχαους του περιοδικού «Prospect», παρακολουθούμε τον «Νέο Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο» (The New American Civil War): μιας χώρας στην οποία ο πρόεδρος δεν αποδοκιμάζει τους λευκούς ρατσιστές, καταφέρεται εναντίον μαύρων, μεταναστών και ισπανοφώνων, διχάζει τον λαό του, προσβάλλει τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, δεν ενδιαφέρεται για το κράτος και την πλήρωση κρίσιμων θέσεων, αψηφά τον κορωνοϊό και καταγγέλλει όσους κινούνται με βάση τη λογική και την επιστήμη για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καθυβρίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Δείτε επίσης:
Ανάλυση : Αμερικανικές εκλογές και ισορροπίες των ηγεμονικών δυνάμεων
Οι παραδοσιακοί εταίροι και σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών δεν αναμένουν τον Τζο Μπάιντεν ως Μεσσία. Περιμένουν από αυτόν απλούστερα πράγματα: να ηρεμήσει τα πάθη, να αποκαταστήσει τη διεθνή αξιοπιστία και την αξιοπρέπεια της Ουάσιγκτον. Δεν θα είναι καθόλου εύκολο. Την ίδια στιγμή ανησυχούν για δύο ενδεχόμενα. Το πρώτο είναι μια πιθανή νέα επικράτηση Τραμπ. Αυτός θα ήταν ο απόλυτος εφιάλτης. Το δεύτερο είναι μια «κλειστή ήττα» που θα επέτρεπε στον σημερινό πρόεδρο να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα. Με τον Γουίλιαμ Μπαρ στο υπουργείο Δικαιοσύνης, δεν χρειάζεται υψηλή ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς πού θα μπορούσε αυτό να καταλήξει.
Οσα συνέβησαν το 2016 οδηγούν τους περισσότερους να αποφεύγουν οποιαδήποτε πρόβλεψη για την τελική έκβαση των εκλογών. Με την αμερικανική κοινωνία σε τέτοια πόλωση, αλλά και τα δύο κόμματα, Ρεπουμπλικανούς και Δημοκρατικούς, επίσης διχασμένα, όλα εξακολουθούν να κρέμονται από μία κλωστή. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου δεν είναι απλώς μια πολιτική αναμέτρηση. Πρόκειται για μια αντιπαράθεση κοσμοθεωριών αλλά και συμπεριφορών. Το τελικό τους αποτέλεσμα ενδέχεται να αποβεί κομβικό για τη μορφή που θα έχουν η εσωτερική πολιτική αλλά και οι διεθνείς σχέσεις του πλανήτη τις προσεχείς δεκαετίες.