Ήταν μια από τις πιο πολωμένες εκλογικές αντιπαραθέσεις των τελευταίων δεκαετιών στις ΗΠΑ. Δεν αναφερόμαστε μόνο στη συμβολική στιγμή του πρώτου debate, όταν η συζήτηση σε αρκετές στιγμές ξεπέρασε τα όρια αυτού που έχει παγιωθεί ως ευπρέπεια σε τέτοιες συζητήσεις. Κυρίως αναφερόμαστε στις βαθιές διαιρετικές γραμμές της αμερικανικής κοινωνίας που για άλλη μια φορά αποτυπώνονται στις ΗΠΑ, υπενθυμίζοντας ότι μπορεί οι πραγματικές ιδεολογικές αποστάσεις Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών να είναι μικρότερες από τις εκδοχές δικομματισμού που έχουμε συνηθίσει στην Ευρώπη, εντούτοις οι διαιρέσεις στην κοινωνία που εκφράζονται και εκλογικές είναι βαθύτερες.
Και οι διαιρετικές γραμμές αυτές αφορούν συγκεκριμένα κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα: το εάν πρέπει ή δεν πρέπει να υπάρχει ένα αρκετά ευρύ δημόσιο σύστημα υγείας, το ζήτημα της μεταναστευτικής πολιτικής, τα ζητήματα που αφορούν το ρατσισμό και την κατάσταση των Μαύρων και των άλλων μειονοτήτων, τα ζητήματα που αφορούν την αστυνομία και την αστυνομική βία, το δικαίωμα στην άμβλωση, αλλά και την ευρύτερη οικονομική πολιτική (π.χ. το εάν θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην παραπέρα διεθνοποίηση των αμερικανικών επιχειρήσεων ή εάν χρειάζεται επαναπατρισμός επενδύσεων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας). Και βέβαια υπάρχει και μια μεγάλη διαχωριστική γραμμή και αντιπαράθεση τόσο ως προς το χαρακτήρα των μέτρων για την πανδημία και το εάν χρειάζονται παραπάνω περιορισμοί ή όχι όσο και ως προς την αποτελεσματικότητα του κεντρικού χειρισμού από την κυβέρνηση Τραμπ.
Αντίστοιχα, η εκλογική μάχη φέρνει στην επιφάνεια το γεγονός ότι μιλάμε για πολλές Αμερικές, όχι μόνο ως προς τη γεωγραφία και το κλίμα, ούτε καν μόνο ως προς την πολιτική ιστορία, αλλά ουσιαστικά ως προς τον πολιτισμό. Αρκεί να κανείς να σκεφτεί την απόσταση που χωρίζει μια πόλη όπως η Νέα Υόρκη ή το Σαν Φρανσίσκο και τη βαθιά συντηρητική Bible Belt. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι μια χώρα που ακόμη δεν έχει ξεπεράσει το βαθύ τραύμα του ρατσισμού όπως φάνηκε από το ότι οι μαύροι αμερικανοί δεν αντιμετωπίζουν μόνο πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο αστυνομικής αυθαιρεσίας ή ακόμη και δολοφονικής βίας, αλλά και πολύ αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν βαριά και να πεθάνουν από COVID-19.
Την ίδια στιγμή η Αμερική έρχεται και σε αυτή την εκλογική μάχη αντιμέτωπη με τον αναχρονισμό του ίδιου του εκλογικού συστήματος. Όπως και στην εκλογική μάχη του 2016, η σύγκρουση δεν γίνεται για τη συνολική λαϊκή ψήφο, καθώς θεωρείται δεδομένο ότι οι Δημοκρατικοί θα την κερδίσουν, αλλά το τι θα γίνει σε συγκεκριμένες ταλαντευόμενες Πολιτείες, οι εκλέκτορες των οποίων θα κρίνουν το τελικό αποτέλεσμα. Την ίδια στιγμή ακριβώς αυτός ο θεσμικός αναχρονισμός γεννά και το έδαφος για μια ενδεχόμενη τοξική συνθήκη αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος.
Οι Πολιτείες που θα κρίνουν το αποτέλεσμα
Όλα δείχνουν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα – με όρους Κολεγίου των Εκλεκτόρων – θα κριθούν. Στην Αριζόνα των 11 εκλεκτόρων, που την είχε πάρει με καθαρό τρόπο ο Τραμπ την προηγούμενη φορά, οι δημοσκοπήσεις δίνουν προβάδισμα μονάδων στον Μπάιντεν, που έχει επενδύσει ιδιαίτερα στη αγορά χρόνου στα ΜΜΕ .
Στη Φλόριντα αναμένεται ένα εκλογικό θρίλερ. Σε αυτή την Πολιτεία των 29 εκλεκτόρων και της σύνθετης δημογραφικής συνθήκης, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε μια οριακή νίκη το 2016 και τώρα οι δημοσκοπήσεις δίνουν ένα οριακό προβάδισμα του Μπάιντεν. Οι Δημοκρατικοί ελπίζουν ότι θα καταφέρουν να κινητοποιήσουν σημαντικό μέρος των ανεξάρτητων όπως και των ηλικιωμένων, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι δίνουν μάχη ώστε να ψηφίσει ακόμη πιο μαζικά η δική τους βάση.
Η Τζόρτζια των 16 εκλεκτόρων, ήταν μια καθαρή νίκη του Τραμπ το 2016. Όμως, τώρα οι Δημοκρατικοί δείχνουν να έχουν ένα οριακό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, όπως και στην πρόωρη ψήφο. Όμως, οι Ρεπουμπλικάνοι πιστεύουν ότι την ημέρα των εκλογών θα υπάρξει μαζική προσέλευση την ημέρα των εκλογών και θα κερδίσουν την εκλογική μάχη.
Στο Μίσιγκαν των 16 εκλεκτόρων ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε το 2016 με μόλις 10.704 ψήφους παραπάνω από τη Χίλαρι Κλίντον.
Όμως τώρα οι Δημοκρατικοί δείχνουν να έχουν καθαρό και μη αντιστρέψιμο προβάδισμα.
Η Μινεσότα των 10 εκλεκτόρων ήταν μια οριακή νίκη της Κλίντον το 2016 και τώρα οι δημοσκοπήσεις δίνουν ένα άνετο προβάδισμα στον Μπάιντεν. Όμως, ο Τραμπ έχει δώσει πολύ μεγάλο βάρος στην Πολιτεία αυτή.
Η Βόρεια Καρολίνα κρίθηκε υπέρ του Τραμπ στα προάστια. Όμως, τώρα η μάχη είναι οριακή και αυτό εξηγεί την ιδιαίτερη έμφαση σε αυτή την Πολιτεία των 15 εκλεκτόρων.
Η Πενσυλβανία των 20 εκλεκτόρων είναι πολύ κρίσιμη για τον Τραμπ. Είναι μία από τις τρεις Πολιτείες της Rust Belt (δηλαδή των περιοχών που έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση των προηγούμενων δεκαετιών) που το 2016 έκριναν το αποτέλεσμα και ο Τραμπ επιμένει ιδιαίτερα καθώς οι δημοσκοπήσεις δίνουν μικρότερη διαφορά υπέρ του Μπάιντεν σε σχέση με το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν.
Στο Ουισκόνσιν των 10 εκλεκτόρων ο Τραμπ έχει κάνει μεγάλες συγκεντρώσεις, όμως οι δημοσκοπήσεις επιμένουν ότι οι Δημοκρατικοί έχουν καθαρό προβάδισμα.
Το ερώτημα για τη βαρύτητα της πανδημίας
Η παράμετρος που έχει αλλάξει τα δεδομένα σε αυτές τις εκλογές είναι η πανδημία και οι επιπτώσεις της, που εκτός όλων των άλλων υποχρέωσε τον Τραμπ να μην μπορεί να επικεντρώσει στο ισχυρό χαρτί της οικονομίας. Μόνο τις τελευταίες μέρες, με την
ανακοίνωση των ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης στο τρίτο τρίμηνο μπόρεσε ο Τραμπ να επικεντρώσει πάλι σε αυτό το ζήτημα.
Ενώ όλα τα άλλα επίδικα ζητήματα σε μεγάλο βαθμό δεν ανατρέπουν τις παραδοσιακές διαιρέσεις και παγιωμένους συσχετισμούς (για παράδειγμα η αστυνομική βία συσπειρώνει τους Δημοκρατικούς ή κινητοποιεί ψηφοφόρους τους όμως δεν διαιρεί τους Ρεπουμπλικάνους που μπορούν και να επενδύσουν και σε συντηρητικά αντανακλαστικά), η πανδημία διαμορφώνει μια ευρύτερη ανησυχία και η δυσαρέσκεια για τους κυβερνητικούς χειρισμούς αγγίζει και μέρος του ακροατηρίου των Ρεπουμπλικάνων. Ο Τραμπ επένδυσε στο να κερδίσει αυτούς που είναι δύσπιστοι απέναντι στα περιοριστικά μέτρα, όμως είχε κόστος σε εκείνους τους ανθρώπους που θα ήθελαν περισσότερες εγγυήσεις ότι το κράτος πήρε όλα τα μέτρα.
Η μακρά καταμέτρηση και τα ζητήματα αμφισβήτησης του αποτελέσματος
Αυτές οι εκλογές έχουν μια ιδιαιτερότητα. Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών με την πανδημία υπάρχει πολύ μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων που έχει κάνει χρήση της επιστολικής ψήφου ή των μορφών πρόωρης ψήφου. Για την ακρίβεια το άνοιγμα των καλπών στις 3 Νοέμβρη θα λάβει χώρα ενώ ένα σημαντικό ποσοστό των εκλογέων έχουν ήδη ψηφίσει, καθώς περισσότεροι από 90 εκατομμύρια αμερικανοί έχουν ήδη κάνει την επιλογή τους είτε με επιστολική ψήφο είτε με πρόωρη αυτοπρόσωπη παρουσία στα κέντρα που επιτρέπουν early in-person voting.
Την ίδια στιγμή ένας μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων θα πάει να ψηφίσει την ημέρα των εκλογών, όπου εκτός των άλλων τα κριθεί και η ικανότητα των κομμάτων να έχουν μεγάλους αριθμούς εθελοντών που πόρτα πόρτα θα προσπαθούν να πείσουν ακόμη περισσότερους ψηφοφόρους να πάνε στις κάλπες.
Σε μια χώρα που έχει μια μακρά παράδοση εκλογικών παρατυπιών, το περίπλοκο αυτό σύστημα διαμορφώνει πεδία για νομοθετικές αμφισβητήσεις του αποτελέσματος. Ας μην ξεχνάμε ότι το 2000 ήταν μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που ουσιαστικά έδωσε την Πολιτεία της Φλόριντα στους Ρεπουμπλικάνους και οδήγησε στην εκλογή του Τζορτζ Μπους του νεώτερου αντί του Αλ Γκόρ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη αμφισβητήσει την επιστολική ψήφο και οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν κάνει τοπικές νομικές αμφισβητήσεις συγκεκριμένων μορφών πρόωρης ψήφου. Πιο πρόσφατα ο Τραμπ αμφισβήτησε και το δικαίωμα να συνεχίζεται η καταμέτρηση μετά τα μεσάνυχτα της ημέρας των εκλογών και υποστήριξε ότι νικητής πρέπει να είναι αυτός που τα μεσάνυχτα της 3ης Νοεμβρίου προηγείται, κάτι που δεν έχει κάποια βάση στον εκλογικό νόμο και σε προηγούμενες εκλογές σε αρκετές Πολιτείες η καταμέτρηση ξεπέρασε αυτό το όριο. Μάλιστα, αυτή τη φορά με πολλές επιστολικές ψήφους να έχουν σταλεί έγκαιρα αλλά να φτάνουν με καθυστέρηση, αναμένεται και μεγαλύτερη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της καταμέτρησης.
Το εάν όλα αυτά αποτελούν τμήμα της προσπάθειας του Τραμπ να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους του ή όντως προάγγελος μακράς νομικής αμφισβήτησης και θεσμικής κρίσης είναι κάτι που θα φανεί.
Σε κάθε περίπτωση όποιος και να κερδίσει τις εκλογές, είναι σαφές ότι η Αμερική θα βγει από τις εκλογές αυτές διαιρεμένη και όλες τις κοινωνικές τις αντιθέσεις σε οξυμένη μορφή. Με αυτά θα πρέπει να αναμετρηθεί ο επόμενος πρόεδρος.
Την ίδια στιγμή δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι επί της ουσίας κανείς από τους δύο υποψηφίους δεν μπόρεσε σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία να μπορέσει να αρθρώσει ένα όραμα για το διεθνές σύστημα πέραν της επιμονής σε μια αμερικανική ηγεμονία που εδώ και καιρό έχει πάψει να είναι αδιαμφισβήτητη ή αυτονόητα θεμιτή.