Η καταδίκη της επίθεσης και βιαιοπραγίας των φασιστοειδών στον συνάδελφο πρύτανη του ΟΠΑ δεν αρκεί. Φωνές καταδίκης έχουν ακουστεί πολλές και από πολλές κατευθύνσεις. Όπως είχαν ακουστεί και στο παρελθόν και, με βεβαιότητα, θα ακουστούν και στο μέλλον. Γιατί ανάλογα περιστατικά συνέβησαν και κατά το παρελθόν και, με βεβαιότητα, θα συμβούν και στο μέλλον, εάν δεν αντιμετωπισθεί το πρόβλημα στον πυρήνα του. Και τούτο είναι, πολύ απλά, οι συνθήκες ασφάλειας στα πανεπιστήμια. Οι οποίες δεν υφίστανται.
Το κεντρικό θέμα, λοιπόν, δεν είναι μόνο η βιαιότητα της πράξης καθαυτή, όσο αποκρουστική και να είναι. Το κεντρικό θέμα είναι, επιπλέον, ότι τα φασιστοειδή μπόρεσαν να τη διαπράξουν απρόσκοπτα. Το κεντρικό διακύβευμα δεν εντοπίζεται μόνο στην καταστολή: δηλαδή στη σύλληψη και τιμωρία των δραστών – κάτι το οποίο ασφαλώς το εύχομαι, αλλά για το οποίο αμφιβάλλω. Το κεντρικό διακύβευμα εντοπίζεται επιπλέον, και κυρίως, στην πρόληψη: να μην μπορεί κανείς, ούτε οι ίδιοι ούτε παρόμοιοί τους να επαναλάβουν τις ειδεχθείς πράξεις τους. Η καταστολή οφείλει να είναι μέρος της πρόληψης.
Οι φοιτητές και οι εργαζόμενοι στα πανεπιστήμια έχουν δικαίωμα στην ασφάλεια. Δικαιούνται να σπουδάζουν και να εργάζονται απερίσπαστα σε ένα περιβάλλον που να συνάδει με την εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία. Όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες, τουλάχιστον εκείνες με τις οποίες θέλουμε να ανήκουμε στην ίδια παρέα. Δε χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τρόπο από την αρχή.
Τα πανεπιστήμια ναι μεν θα πρέπει να είναι «ανοιχτά στην κοινωνία», αλλά αυτό δεν (πρέπει να) σημαίνει ότι είναι «ξέφραγο αμπέλι». Ότι μπορεί να εισέρχεται σε αυτά όποιος θέλει και όποτε θέλει και, μάλιστα, ανωνύμως και χωρίς να έχει κάποια συγκεκριμένη δουλειά. Μήπως κάτι τέτοιο συμβαίνει στη Βουλή, στα υπουργεία, στα γραφεία των κομμάτων; Όχι βέβαια! Τότε γιατί να συμβαίνει στα πανεπιστήμια; Γιατί στη μία περίπτωση η φύλαξη είναι κάτι «προοδευτικό» και στην άλλη δεν είναι;
Τα πανεπιστήμια χρειάζονται φύλαξη. Οι μεν άνθρωποι που διάγουν ένα μεγάλο μέρος της ημέρας τους (και της ζωής τους) σε αυτά έχουν δικαίωμα στην προσωπική τους ασφάλεια. Τη δε δημόσια περιουσία που δημιουργήθηκε με τις συνεισφορές γενεών Ελλήνων, έχουμε την υποχρέωση να την προστατεύουμε και να τη διαφυλάττουμε – και όσοι την καταστρέφουν να την πληρώνουν.
Τη φύλαξη των πανεπιστημίων δε μπορούν, στις σημερινές τουλάχιστον συνθήκες, να προσφέρουν διοικητικοί υπάλληλοι. Ούτε είναι δίκαιο –μάλλον είναι υποκριτικό– να ζητάμε κάτι τέτοιο απ’ αυτούς. Τη φύλαξη μπορούν να την προσφέρουν μόνο άνθρωποι ειδικά εκπαιδευμένοι προς αυτό. Τα πανεπιστήμια χρειάζονται πανεπιστημιακή αστυνομία, υπό τον έλεγχο του πρύτανη (και εκείνος, της συγκλήτου).
Για να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της εκατέρωθεν επίρριψης ευθυνών, η δημιουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας θα πρέπει να αποτελέσει εντολή της συντεταγμένης Πολιτείας, της κυβέρνησης (ως διοικητική εντολή) και των κομμάτων (ως πολιτική εντολή), συνοδευόμενη με την απαραίτητη χρηματοδοτική μέριμνα. Τα πανεπιστήμια μέσω των εκλεγμένων οργάνων τους θα αναλάβουν την ευθύνη να υλοποιήσουν και να εξειδικεύσουν, με τη συνδρομή της Πολιτείας, αυτήν τη δράση στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους: άλλη πρόνοια, για παράδειγμα, απαιτείται για το ΟΠΑ που χρόνια τώρα βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα και άλλη για το Χαροκόπειο ή το Γεωπονικό. Άλλη πρόνοια απαιτείται για ένα αστικό πανεπιστήμιο ενταγμένο στον ιστό της πόλης και άλλη για μια πανεπιστημιούπολη. Δεν είναι και τόσο δύσκολα όλα αυτά, έχουν γίνει και αλλού.
Τη Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου, ο πρωθυπουργός έχει καλέσει σε τηλεδιάσκεψη τους πρυτάνεις της χώρας με αφορμή τα γεγονότα στο ΟΠΑ. Ελπίζω και εύχομαι αυτή η ορθή κατ’ αρχάς πρωτοβουλία να μην αναλωθεί σε γενικολογίες και αερολογίες περί «εφαρμογής του νόμου», ανάλογες με εκείνες περί «ασύλου» πριν κάποιο καιρό στη Βουλή. Ως πανεπιστημιακός, αλλά και πρώην πρύτανης του ΟΠΑ, καταθέτω την πρότασή μου προς τους συμμετέχοντες της τηλεδιάσκεψης, πρωθυπουργό και πρυτάνεις, αλλά και προς τους πολιτειακούς και πολιτικούς παράγοντες της χώρας: πανεπιστημιακή αστυνομία και αυστηρές ποινές για την παραβίαση του ασύλου.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μέλος της ΚΠΕ του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής