Η δήλωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι η Τουρκία «βλέπει την παρουσία τρομοκρατικών οργανώσεων σε περιοχές κατά μήκος του συνόρου μας με τη Συρία που δεν είναι υπό τον έλεγχό μας. Εάν οι τρομοκράτες εκεί δεν εκκαθαριστούν όπως μας έχουν υποσχεθεί, έχουμε το νόμιμο δικαίωμα να κινηθούμε και πάλι», ερμηνεύτηκε ως μήνυμα ότι η Τουρκία ετοιμάζει καινούρια μείζονα επιθετική ενέργεια κατά των κουρδικών δυνάμεων στη Βορειοανατολική Συρία.
Η δήλωση αυτή ήρθε ένα χρόνο μετά την προηγούμενη ανάλογη κίνηση, όταν με την ανοχή των ΗΠΑ και της Ρωσίας, η Τουρκία εισέβαλε σε συνοριακές περιοχές για να διαμορφώσει ζώνη ασφαλείας, με διακηρυγμένο σκοπό τη μετεγκατάσταση των εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων που βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος και πραγματική επιδίωξη να αλλάξει ριζικά την πληθυσμιακή σύνθεση των περιοχών που είχαν βρεθεί υπό τον έλεγχο των κουρδικών δυνάμεων.
Η τότε επιθετική ενέργεια της Τουρκία είχε προκαλέσει σημαντικούς κραδασμούς στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, καθώς παρά την ανοχή που επέδειξε η κυβέρνηση Τραμπ, υπήρξε καταδίκη από όλο το φάσμα του Κογκρέσου, με δεδομένο ότι τα προηγούμενα χρόνια οι ΗΠΑ στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό στις κουρδικές πολιτοφυλακές στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Η σημασία της Ιντλίμπ
Τώρα η Τουρκία προαναγγέλλει νέες ενέργειες, μέσα σε ένα τοπίο όπου αυξάνεται και η πίεση από τη Ρωσία για να επιταχυνθεί κάποιου τύπου πολιτική λύση στη Συρία, λύση που αυτή τη στιγμή περνάει μέσα από το ζήτημα του ελέγχου της περιοχής της Ιντλίμπ, του τελευταίου μεγάλου θύλακα όπου βρίσκονται κατά κύριο λόγο ισλαμιστικές ένοπλες ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης, σημαντικό μέρος των οποίων εξαρτώνται από την υποστήριξη της Τουρκίας, η οποία με τη σειρά της ελπίζει να τις χρησιμοποιήσει μεσοπρόθεσμα ως έναν τρόπο για να έχει λόγος στις εξελίξεις στη μεταπολεμική Συρία, βραχυπρόθεσμα ως δεξαμενή στρατολόγησης μισθοφόρων για τις άλλες γεωπολιτικές συγκρούσεις στις οποίες θέλει να παρέμβει η Τουρκία.
Με τη σειρά της, όμως, η Τουρκία εξαρτάται και στην περιοχή της Ιντλίμπ, από την τακτική της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα απέναντι στην πίεση των Συριακής κυβέρνησης για επιτάχυνση και κλιμάκωση της προσπάθειας ανακατάληψης της Ιντλίμπ, η Ρωσία λειτουργεί ως σχετικό ανάχωμα, μεθοδεύοντας μια βήμα βήμα προώθηση των κυβερνητικών δυνάμεων, προσφέροντας ταυτόχρονα εγγύηση στην Τουρκία ότι δεν θα βρεθεί αντιμέτωπη και με νέο κύμα προσφύγων. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι ρωσικές εγγυήσεις έχουν ημερομηνία λήξης και η Μόσχα θέλει να δει πραγματικά βήματα.
Η Τουρκία εν μέρει ακολουθεί αυτό το βηματισμό, όπως φαίνεται π.χ. από τον τρόπο με τον οποίο ακολουθεί ένα χρονοδιάγραμμα εκκένωσης κάποιων στρατιωτικών φυλακίων αλλά και από τον τρόπο που αποδέχτηκε τον έλεγχο των κυβερνητικών δυνάμεων στον αυτοκινητόδρομο Μ5.
Εν μέρει, όμως, η Τουρκία κατοχυρώνει την παρουσία της ενισχύοντας τη στρατιωτική της παρουσία σε άλλα σημεία της ευρύτερης περιοχής και μάλιστα με όρους που παραπέμπουν σε προετοιμασία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων για διαμόρφωση φραγμού ενάντια σε πιθανή επίθεση του συριακού στρατού. Ως αποτέλεσμα την ώρα που εγκαταλείπει φυλάκια σε περιοχές που είναι υπό τον κυβερνητικό έλεγχο, ενισχύει σημαντικά τα φυλάκια και τις βάσεις της σε άλλα σημεία.
Η Ρωσία στέλνει μηνύματα
Σε αυτό τον φόντο έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον δύο πρόσφατες επιθέσεις που αποδόθηκαν στη Ρωσία. Η πρώτη ήταν στις 22 Οκτωβρίου όταν πύραυλοι, πιθανώς από κάποιο ρωσικό πλοίο στην Ανατολική Μεσόγειο έπληξαν μια παράνομη αγορά για προϊόντα πετρελαίου στην Τζαραμπλούς, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, σκοτώνοντας 15 μαχητές της ένοπλης συριακής αντιπολίτευσης. Η δεύτερη και πιο μεγάλη, έγινε στις 26 Οκτωβρίου όταν έγινε ρωσική αεροπορική επίθεση σε στρατόπεδο της οργάνωσης Φαϊλάκ αλ-Σαμ που είναι από τις βασικές ένοπλες οργανώσεις της αντιπολίτευσης με τις οποίες συνεργάζεται η Τουρκία και στις οποίες στηρίζεται στις επιχειρήσεις της. Τουλάχιστον 78 μαχητές σκοτώθηκαν και 90 τραυματίστηκαν σε μία από τις μεγαλύτερες ανάλογες επιθέσεις.
Και οι δύο αυτές επιθέσεις αποτέλεσαν σαφή μηνύματα της Μόσχας, που αφορούσαν ταυτόχρονα τη ρωσική ενόχληση από την τουρκική ανάμειξη στη σύγκρουση γύρω από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, ανάμειξη που έρχεται σε σύγκρουση με τη ρωσική προσπάθεια για ειρήνευση, όσο όμως και την προειδοποίηση προς την Τουρκία ότι η Ρωσία δεν έχει απεριόριστη υπομονή ως προς τη δρομολόγηση πολιτικής λύσης στη Συρία.
Οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις στις οργανώσεις που στηρίζει η Τουρκία
Την ίδια στιγμή η Τουρκία έχει να αντιμετωπίσει και εσωτερικές αντιπαραθέσεις στις ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις της συριακής αντιπολίτευσης που στηρίζει. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία έχει αναλάβει δέσμευση έναντι της Ρωσίας, με βάση τη διαδικασία της Αστάνα για την εκκαθάριση των τρομοκρατικών οργανώσεων, την ώρα που η ίδια προσπαθεί να της αξιοποιήσει προσπαθώντας ταυτόχρονα να εξασφαλίσει ότι θα αποφύγουν το χαρακτηρισμό τρομοκρατικές. Αυτό αφορά τόσο τις οργανώσει που δουν υπό την ομπρέλα του «Συριακού Εθνικού Στρατού», που είναι υπό τον έλεγχό της Τουρκίας, όσο όμως και τον «μετασχηματισμό» της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ, οργάνωσης που επισήμως θεωρείται ως τρομοκρατική.
Μάλιστα, οι τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών έχουν προσπαθήσει να διαμορφώσουν κοινό στρατιωτικό συμβούλιο ανάμεσα στον Συριακό Εθνικό Στρατό, τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ αλλά και το επίσης ισλαμιστικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, που και αυτό διαμορφώθηκε με τουρκική στήριξη.
Ωστόσο, η διαχείριση των σχέσεων ανάμεσα στις διάφορες ένοπλες οργανώσεις δεν είναι καθόλου εύκολη για την Τουρκία, ιδίως από τη στιγμή που πέραν των εσωτερικών τους αντιπαραθέσεων επιδίδονται και σε διάφορες μορφές εγκληματικής δραστηριότητας όπως λεηλασία, απαγωγές, εκβιασμοί.
Πιο πρόσφατος πονοκέφαλος για την Τουρκία η εσωτερική αντιπαράθεση στο εσωτερικό της Ανχάρ αλ-Σαμ, την μεγαλύτερης οργάνωσης του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, μιας οργάνωσης που μαζί με την Φαϊλάκ αλ-Σαμ, είναι η ραχοκοκαλιά των ένοπλων οργανώσεων στις οποίες στηρίζεται η Τουρκία στη Συρία. Η αντιπαράθεση ξέσπασε ανάμεσα στον πολιτικό ηγέτη της οργάνωσης Τζαμπέρ Αλί Πασά και τη στρατιωτική πτέρυγά της, που βλέπει με καλό μάτι την Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ, και αφορούσε ένα υποτιθέμενο σχέδιο ώστε την ηγεσία να πάρει ξανά ο προηγούμενος διοικητής Αμπού Μοχαμεντ αλ-Γκολάνι. Η σύγκρουση θεωρείται ότι ενισχύει τη θέση της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ, που επιδιώκει να γίνει ο βασικός συνομιλητής της Άγκυρας.
Όμως, με τη σειρά της και αυτή η οργάνωση έχει να αντιμετωπίσει αντιπαραθέσεις με πιο ριζοσπαστικές τάσεις που την κατηγορούν για «παραχωρήσεις» προς την Τουρκία. Ενδεικτική και η καταδίκη της οργάνωσης από τον Αμπού Μουχαμαντ αλ-Μακντίσι, έναν από τους σημαντικούς ιδεολόγους των αυτής της εκδοχής ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων.
Όλα αυτά παραπέμπουν στο ότι αυτό που η Τουρκία παρουσιάζει ως την αντιπολίτευση στο καθεστώς στη Συρία, είναι στην πραγματικότητα ένα αντιφατικό σύνολο ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων, με εσωτερικές αντιπαραθέσεις και οι οποίες απέχουν αρκετά από το μετασχηματισμό τους σε πολιτικά ρεύματα.