Ηταν Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974 και στη γαλλική πρεσβεία στην Αθήνα δινόταν η καθιερωμένη δεξίωση για την επέτειο της εθνικής εορτής της Γαλλίας μία ημέρα αργότερα, επειδή η 14η Ιουλίου έπεφτε Κυριακή. Τη θυμάμαι την ημέρα εκείνη πολύ καθαρά, γιατί ήταν η πρώτη μου μέρα στο διπλωματικό ρεπορτάζ του «Βήματος». Αλλά, πέρα από αυτό, η ημέρα εκείνη σημαδεύτηκε από ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός, το οποίο και πληροφορήθηκαν οι παριστάμενοι κατά τη διάρκεια της δεξίωσης, με αποτέλεσμα να αποχωρήσουν άρον-άρον. Ηταν η ανατροπή του Μακαρίου στην Κύπρο. Ακολούθησε η τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου και η πτώση της χούντας στις 23 Ιουλίου. Εχουν περάσει έκτοτε πάνω από 46 (!) χρόνια και το περιώνυμο Κυπριακό όχι μόνο δεν έχει λυθεί, αλλά βρίσκεται σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, στα πρόθυρα της διχοτόμησης του νησιού με τη δήθεν δημιουργία δύο κρατών, αλλά στην ουσία την προσάρτηση από την Τουρκία του τουρκοκυπριακού τομέα.
Απλούστατα διότι αυτό είναι το σχέδιο του Νεοσουλτάνου της Αγκυρας, το οποίο και εντάσεται στις ευρύτερες και πολύ γνωστές ήδη βλέψεις του. Γι’ αυτό χρησιμοποίησε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο προκειμένου να εκλεγεί ο εκλεκτός του Ερσίν Τατάρ ως «πρόεδρος» των Τουρκοκυπρίων, υποχρεώνοντας τον μετριοπαθή κεμαλιστή Μουσταφά Ακιντζί, που είχε ανοιχτά ταχθεί υπέρ της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, να αποχωρήσει. Ηδη ο Τατάρ κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται να υπάρξει διζωνική ομοσπονδία και θα επιδιωχθεί μια λύση που θα διασφαλίζει τη συνέχιση του ψευδοκράτους με τη διατήρηση όλων των τουρκικών εγγυήσεων. Δηλαδή στρατεύματα, επεμβατικά δικαιώματα κ.λπ., κ.λπ.
Και να σκεφτεί κανείς ότι όταν ήταν ακόμη στην εξουσία ο Ακιντζί, στην περίφημη συνάντηση στο Κραν Μοντανά το 2017, ο κύπριος πρόεδρος (σύμφωνα με τους γνωρίζοντες για το τι ακριβώς συνέβη τότε) απέρριψε την πρόταση για την κατάργηση των εγγυήσεων μέσω ενός μηχανισμού εφαρμογής μιας νέας λύσης, ενώ το θέμα της αποχώρησης των στρατευμάτων θα μπορούσε να λυθεί σε επίπεδο πρωθυπουργών. Δόθηκε μάλιστα η διαβεβαιώση από τον ΓΓ του ΟΗΕ ότι η Τουρκία αποδεχόταν τη λύση αυτή. Διαβεβαίωση όμως που δεν έπεισε τον κ. Αναστασιάδη, διότι δεν πίστευε ότι η Τουρκία θα αποδεχόταν τελικά κάτι τέτοιο. Ετσι χάθηκε μια πραγματική ευκαιρία να προχωρήσουμε σε μια ενδεχόμενη λύση, όταν επικεφαλής των Τουρκοκυπρίων ήταν ένας άνθρωπος που πίστευε σε αυτή και ο Ερντογάν δεν ήταν αυτός που είναι σήμερα. Αλλά, όπως όλοι γνωρίζουμε, η πορεία του Κυπριακού έχει σφραγισθεί από μια σειρά χαμένων ευκαιριών, με αποτέλεσμα σήμερα να βρισκόμαστε ενώπιον της χειρότερης δυνατής λύσης.