Είναι γνωστό ότι η βασική πηγή του νεοελληνικού λεξιλογίου είναι η αρχαία ελληνική γλώσσα, με ιδιαίτερη έμφαση στην ελληνιστική περίοδο. Αυτό αποδεικνύεται από λέξεις που έμειναν αναλλοίωτες στο πέρασμα τόσων αιώνων, αλλά και από λέξεις που έχουν την ετυμολογική τους αναφορά στην αρχαία ελληνική, ανεξάρτητα από τις μορφολογικές μεταβολές και τις αλλαγές που υπέστησαν στον τρόπο κλίσης τους.
Eίναι, επίσης, γνωστό ότι η αναφορά και η αναζήτηση αντίστοιχων εκφραστικών μέσων στον γλωσσικό θησαυρό και πλούτο της αρχαίας ελληνικής εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα, κυρίως σε περιπτώσεις απόδοσης νέων εννοιών και περιεχομένων. Bεβαίως, στην πορεία της γλωσσικής μας διαδρομής, η αρχαία γλώσσα, εκτός από την άμεση αξιοποίησή της, χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό των διάφορων σύνθετων λέξεων αλλά και των αντίστοιχων λόγιων και μεταπλασμένων λέξεων.
Eπίσης, συνέβαλε ουσιαστικά στην απόδοση των νοημάτων που εξέφραζε η χριστιανική θρησκεία, η οποία αποτέλεσε από μόνη της μια σημαντική πηγή εμπλουτισμού του νεοελληνικού λεξιλογίου και κατ’ επέκταση της ίδιας της γλώσσας μας.
Kατά συνέπεια, με την αξιοποίηση τόσο της πρωταρχικής και αυτούσιας μορφής του αρχαίου λεξιλογίου, όσο και των επόμενων γλωσσικών μορφών και φάσεων που αυτό γνώρισε, καθίσταται σαφές ότι το αρχαίο λεξιλόγιο αποτελεί πράγματι μια καθοριστική πηγή και ένα ανεξάντλητο κεφάλαιο για το νεοελληνικό λεξιλόγιο.
Ομως είναι, επίσης, γνωστό ότι οι Ελληνες, από την αρχαία εποχή, ήταν ένας λαός που ταξίδευε συχνά και ότι στο πλαίσιο αυτής της ευρείας και ανοιχτής επικοινωνίας ήταν λογικό αφενός να δανείζει γλωσσικά στοιχεία στους διάφορους λαούς, με τους οποίους ερχόταν σε επικοινωνία, και αφετέρου να δανείζεται από αυτούς, είτε από γλωσσική αναγκαιότητα, είτε και από μια ανεπαίσθητη ένταξη αυτών των στοιχείων στην ελληνική γλώσσα.
Βεβαίως, από τη θέση του κατακτημένου, για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια, ο Ελληνας ήταν αναγκασμένος να εντάξει στη μητρική του γλώσσα μια σειρά λέξεων και όρων από το λεξιλόγιο του κατακτητή. Aνάλογα γλωσσικά κατάλοιπα έχουν αφήσει στη γλώσσα μας και οι διάφοροι επιδρομείς, είτε με τη μορφή τοπωνυμίων, είτε με άλλες παρεμφερείς εκφάνσεις.
Κατά συνέπεια, η αδυναμία της ελληνικής γλώσσας, ύστερα από την απελευθέρωση, για έκφραση και διατύπωση όλων των ανακαλύψεων, εφευρέσεων και πνευματικών δημιουργημάτων που είχαν συντελεστεί στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον κατά τη μακραίωνη αυτή περίοδο οδήγησε σε ευρύτερες επαφές με τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες διακρίνονταν τόσο στον πολιτιστικό όσο και στον τεχνολογικό τομέα, με συνέπεια να ενταχθεί στη γλώσσα μας ένα νέο λεξιλόγιο που προερχόταν από τις χώρες αυτές. Tο μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου αυτού προερχόταν και εξακολουθεί να προέρχεται από τη γαλλική, την αγγλική, την ιταλική και τη γερμανική γλώσσα.
Ωστόσο, οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις, που γίνονται ταχύτατα γνωστές και χρησιμοποιούνται επίσης με την ίδια ταχύτητα από ολόκληρο τον κόσμο, δηλώνονται, κατ’ εξοχήν, με ξενόγλωσσους όρους, οι οποίοι κυριαρχούν, με παραπλήσια μορφή, στις διάφορες γλώσσες. Oι γλώσσες αυτές, και κατά συνέπεια και η ελληνική, δεν προλαβαίνουν πάντοτε να αναπτύξουν εκείνους τους μηχανισμούς οι οποίοι θα οδηγούσαν στην αντίστοιχη απόδοση όλων αυτών των ξενικών λέξεων και φράσεων.
Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η εγρήγορση και η άμεση αντιμετώπιση, ώστε να αρχίζει η προσπάθεια απόδοσης των όρων αυτών προτού οι όροι αυτοί επικρατήσουν με την ξενική τους μορφή. H ελληνική λέξη πρέπει να έχει σχηματιστεί σωστά και να μην είναι πολυσύλλαβη, ώστε να μπορεί να συναγωνιστεί την ξένη. Aκόμη πρέπει να είναι εύηχη, σύντομη, ευκολονόητη, ώστε να γίνεται χωρίς δυσκολία κτήμα της γλωσσικής κοινότητας. H χρησιμοποίηση των λέξεων αυτών από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και η παρουσία τους στον Τύπο και στα σχολικά εγχειρίδια συντελούν καθοριστικά στην επικράτησή τους και, κατά συνέπεια, στον ευρύτερο εμπλουτισμό της γλώσσας μας.
Χωρίς να αναφερθώ στη θέση και στη λειτουργία παλιότερων λέξεων στη γλώσσα μας, γενικότερα, και στην κοινωνική λειτουργία τους, λέξεις όπως το έιτζ, οι τρελές αγελάδες κ.λπ., θα ήθελα να περιοριστώ στο σήμερα και στον τρόπο που εμφανίζεται στον ηλεκτρονικό και γραπτό Τύπο, και όχι μόνο, η λέξη «κορονοϊός». Αρχικά υπήρχε διχογνωμία και διπλοτυπία για το αν πρέπει να λέγεται και να γράφεται ως «κωραναϊός» ή «κορωνοϊός». Το θέμα αυτό αντιμετωπίστηκε σχετικά σύντομα και σωστά, αφού το συνδετικό φωνήεν στη γλώσσα μας, στην περίπτωση αυτή, είναι το όμικρον και όχι το άλφα. Αλλωστε, το άλφα είναι η κατάληξη του πρώτου συνθετικού και όχι το αρχικό φωνήεν του δεύτερου συνθετικού, που δεν θα απαιτούσε την παρουσία του συνδετικού όμικρον.
Το δεύτερο ζήτημα εξακολουθεί να υφίσταται, αφού όσοι κρατούν την πρωταρχική γραφή μιας λέξης στα αντιδάνεια γράφουν τη λέξη «κορωνοϊός» με ωμέγα, από το αρχαίο «κορώνα, κορώνη», ενώ όσοι ακολουθούν την απλοποιημένη γραφή που έχει πλέον το αντιδάνειο γράφουν τη λέξη με όμικρον. Βέβαια συναντούμε, επίσης, την επιστημονική γραφή της λέξης ως COVID-19, που σίγουρα η αισθητική της λειτουργία σε ένα κείμενο ελληνικής δεν δημιουργεί μια θετική εικόνα. Εκείνα, ωστόσο, που χρησιμοποιούνται συχνότερα κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, χωρίς να συνάδουν με την αισθητική και σημασιολογική λειτουργία της ελληνικής, είναι το lockdown και το mini lockdown, τα οποία, προφανώς, και θέλουμε να αποφύγουμε όλοι!
Πρόκειται για δύο φράσεις που θα μπορούσαν να αποδοθούν εξαιρετικά στην ελληνική με το «απαγόρευση» και το «μερική απαγόρευση», λέξεις που ενδεχομένως μας φοβίζουν περισσότερο από τις αντίστοιχες ξενόγλωσσες που αναφέραμε παραπάνω και για τον λόγο αυτόν τις αποφεύγουμε. Σε κάθε περίπτωση, επειδή οι λέξεις λένε τις δικές τους αλήθειες, επιβάλλεται οργανωμένα και μεθοδικά, μικροί και μεγάλοι, να ακολουθήσουμε τις οδηγίες και τις προτροπές των ειδικών ώστε να αποφύγουμε και τα lockdown και τις απαγορεύσεις.
Ο κ. Γεώργιος Δ. Καψάλης είναι πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.