Με το χαμηλότερο ιστορικά επιτόκιο του 1,152% για 15 χρόνια, όταν η αντίστοιχη έκδοση πριν από 8 μήνες και προ εξάρσεως της πανδημίας κυμάνθηκε 62% υψηλότερα στο 1,875%, δανείστηκε η Ελλάδα από τις αγορές την περασμένη Τετάρτη, με την έκδοση των 2 δισ. ευρώ να υπερκαλύπτεται μάλιστα περισσότερες από οκτώ φορές, καθώς συγκέντρωσε προσφορές 16,8 δισ. ευρώ. Το 90% της έκδοσης αγοράστηκε από μακροπρόθεσμους επενδυτές, διαχειριστές κεφαλαίων, ευρωπαϊκές τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία κυρίως από την ηπειρωτική Ευρώπη με μεγάλη συμμετοχή από τη Γαλλία, αλλά και τη Βρετανία.

«Η νέα έξοδος δεν έγινε από ανάγκη για χρηματοδότηση, αφού τα ταμειακά διαθέσιμα φθάνουν τα 38 δισ. ευρώ» ανέφεραν αξιωματούχοι, σημειώνοντας πως «βασικός στόχος ήταν να βελτιωθεί η καμπύλη απόδοσης, ενισχύοντας τη ρευστότητα στη 15ετή διάρκεια, αξιοποιώντας παράλληλα τις ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές».

Στο ναδίρ τα επιτόκια

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε π.χ. τις προηγούμενες ημέρες κοινωνικά ομόλογα ύψους 17 δισ. ευρώ – για το πρόγραμμα SURE – με 10ετή και 20ετή ωρίμαση, με τη ζήτηση να ξεπερνά τα 233 δισ. ευρώ, επίπεδο-ρεκόρ για οποιοδήποτε ευρωπαϊκό ομόλογο. Σήμερα εξάλλου παγκοσμίως τα ομόλογα που προσφέρουν αρνητική απόδοση πλησιάζουν το υψηλό όλων των εποχών των 16,8 τρισ. δολαρίων, ενώ συνολικά το 70% της παγκόσμιας αγοράς χρέους διαπραγματεύεται με αποδόσεις κάτω του 1%, αφού οι ισχυρές κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν τα προγράμματα αγοράς ομολόγων διατηρώντας στο ναδίρ τα επιτόκια.

Αυτή ήταν η 5η έξοδος της χώρας στις αγορές για το 2020, από τις οποίες άντλησε συνολικά 12 δισ. ευρώ, ενώ στόχος είναι οι εκδόσεις του 2021 να κυμανθούν στα 11-12 δισ. ευρώ, ώστε το συνολικό ποσό να προσεγγίζει τα 23-24 δισ. ευρώ που είναι και οι ονομαστικές τιμές των ελληνικών ομολόγων που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων που υλοποιεί απόρροια της πανδημίας (PEPP).

Παράταση

Επιπλέον, οι αγορές προεξοφλούν πως ίσως στις 10 Δεκεμβρίου η ΕΚΤ προχωρήσει στην παράταση του έκτακτου αυτού «QE πανδημίας» τουλάχιστον ως το τέλος του 2021, καθώς και στην περαιτέρω ενίσχυσή του κατά 500 δισ. ευρώ, στα 1,85 τρισ. ευρώ.

Ως το τέλος του 2020 πάντως αναμένονται και ορισμένες κινήσεις στις βραχυπρόθεσμες εκδόσεις χρέους, μετά και την αύξηση του αποθέματος των εντόκων γραμματίων (σε 13 δισ. ευρώ έναντι 10 δισ. ευρώ τον Μάρτιο). Ο σχεδιασμός φέρεται να οδηγεί σε ένα «ψαλίδισμα» των εκδόσεων των εντόκων κατά 1,5 δισ. ευρώ περίπου, κάτι που θα επέτρεπε το χρέος να μην προσεγγίσει τα 338 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα ο λόγος χρέους ως προς το ΑΕΠ (το οποίο θα κυμανθεί στην περιοχή των 170 δισ. ευρώ) να μην ξεπεράσει το 2020 το 200%, όπως αναμένουν πάντως σήμερα αρκετοί ξένοι οίκοι και διεθνείς οργανισμοί.

Μακροπρόθεσμα μάλιστα μπορεί να υπάρξει και επιπλέον μείωση του χρέους αν αποπληρωθούν ακριβά δάνεια του ΔΝΤ και ορισμένα χρεολύσια του πρώτου μνημονίου.

Οι επόμενοι 15 μήνες θεωρούνται πάντως σημαντικοί για τον ΟΔΔΗΧ, καθώς στο διάστημα αυτό θα μπορούσε να βελτιωθεί η αποκαλούμενη καμπύλη των αποδόσεων με εκδόσεις 5ετούς, 10ετούς, 20ετούς ή και μεγαλύτερης διάρκειας αλλά με επανεκδόσεις (reopening) παλαιότερων εκδόσεων, ώστε να βελτιωθεί η ρευστότητα και οι ξένοι επενδυτές να αποκτήσουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους ελληνικούς τίτλους.

Το κόστος δανεισμού

Η εξέλιξη αυτή, η δημιουργία δηλαδή μιας πλήρους καμπύλης με όρους ευρωομολόγου, θα μπορούσε να βελτιώσει το κόστος δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών, να στηρίξει τις αποτιμήσεις των μετοχών του Χρηματιστηρίου, αλλά και συνολικά όλων των περιουσιακών στοιχείων της Ελλάδας, μια εξέλιξη που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ένα ουσιαστικό βήμα προς την κανονικότητα της χώρας.

Παράλληλα, ενώ οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στα προ πανδημίας επίπεδα δεν θα πρέπει να αναμένεται πριν από το τέλος του 2022 ή ακόμα και το 2023, καθώς κανείς δεν γνωρίζει την πορεία της πανδημίας, η Citigroup αναμένει πως καθώς το «γύρισμα» του β’ εξαμήνου θα είναι αδύναμο, η ύφεση του 2020 θα φθάσει το 9%, με την ανάκαμψη το 2021 να εκτιμάται στο 3,9%.

Καθώς πάντως η Ελλάδα είναι η 3η πιο ευνοημένη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι πόροι αυτοί θα στηρίξουν την οικονομία για την περίοδο 2022-2024. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις της για την ελληνική οικονομία έχουν αναθεωρηθεί ανοδικά, καθώς προβλέπει πλέον ανάπτυξη 3,1% το 2022 (από 3,9% το 2021) και 2,3% τόσο για το 2023 όσο και για το 2024.