«Κανείς δεν μπορεί να είναι φίλος με τον γείτονά του» έλεγε ο Καρλ φον Κλαούζεβιτς αναφερόμενος στις διακρατικές σχέσεις. Αυτό συχνά δεν αληθεύει, αλλά είναι αυτονόητο πως για να είσαι φίλος με κάποιον πρέπει να το θέλει και ο ίδιος. Τους φίλους σου αν χρειαστεί τους αλλάζεις, τους γείτονές σου όμως δεν μπορείς.
Η χώρα μας ατύχησε να έχει έναν κακό γείτονα: την Τουρκία. Και ο πρόεδρός της Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κάνει ό,τι μπορεί για να τορπιλίσει κάθε πιθανότητα συνεννόησης ή προοπτική καλής γειτονίας. Μεταφορικά μιλώντας – και όχι μόνο μεταφορικά – εφαρμόζει τον άλλον, πασίγνωστο αφορισμό του Κλαούζεβιτς, πως «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Το έχει κάνει στη Συρία, στη Λιβύη, στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και αλλού. Παρά τις προκλήσεις ωστόσο που εκτοξεύει καθημερινά, δύσκολα θα το επιχειρήσει και στο Αιγαίο και στον Εβρο, όμως κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος. Προς το παρόν χρησιμοποιεί την «απειλή του πολέμου».
Η πρώτη ήττα του Αξονα
Σήμερα συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από εκείνο το πρωί που ο πρέσβης της Ιταλίας Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά το τελεσίγραφο της μουσολινικής Ιταλίας με το οποίο εζητείτο η παράδοση της Ελλάδας στα ιταλικά στρατεύματα που ήδη βρίσκονταν απέναντι από τις ελληνικές μονάδες προκαλύψεως στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ηταν τρεις τα χαράματα και το τελεσίγραφο έληγε στις έξι. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας γράφτηκε το τελευταίο μεγάλο έπος της νεότερης Ιστορίας μας, που σηματοδοτούσε και την πρώτη ήττα του Αξονα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η επέτειος γιορτάζεται κάθε χρόνο, αλλά φέτος αποκτά επιπρόσθετη σημασία. Οι καθημερινές δηλώσεις και οι συνεχείς προκλήσεις εναντίον της χώρας μας από ιθύνοντες του τουρκικού καθεστώτος αγγίζουν τα όρια της ύβρεως και ορθώς η δημοκρατική Ελλάδα αποδύεται σ’ έναν διπλωματικό μαραθώνιο χτίζοντας τις αναγκαίες συμμαχίες.
Το φθινόπωρο του 1940, αν κάποιος συνέκρινε τα αριθμητικά στοιχεία Ελλάδας – Ιταλίας, θα έβγαζε το συμπέρασμα πως σε περίπτωση που γινόταν πόλεμος ανάμεσα στις δύο χώρες η Ελλάδα δεν θα είχε καμιά τύχη. (Για να τον διαψεύσει παταγωδώς το αλβανικό έπος.) Τα ίδια περίπου λένε σήμερα και διάφοροι αυτόκλητοι διεθνείς αναλυτές όταν αναφέρονται στο ενδεχόμενο πολέμου ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, μολονότι τώρα οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική τους ισχύ δεν είναι συγκρίσιμες με τις αντίστοιχες Ελλάδας – Ιταλίας το 1940.
Ομοψυχία και κοινωνική συνοχή
Η δημοκρατική Ελλάδα κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να αποτρέψει τον πόλεμο με την Τουρκία. Αλλά, κατά την κοινοτοπία, θα πρέπει να είναι έτοιμη στην έσχατη περίπτωση που η Τουρκία αποφασίσει ν’ ανοίξει «την πόρτα του τρελοκομείου», όπως λένε ανώτερα στελέχη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Αυτό είναι με πολύ απλά λόγια το πρώτο μήνυμα του ’40 που το πολιτικό προσωπικό, οι διανοούμενοι, οι επιστήμονες και οι καλλιτέχνες θα πρέπει να μεταδώσουν στη νεότερη γενιά, οι παππούδες της οποίας πάνω στα βουνά, μέσα στα χιόνια και κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες, έσωσαν την τιμή της χώρας μας. Ωστε εμείς σήμερα να απολαμβάνουμε τα πλεονεκτήματα της δημοκρατικής πολιτείας και ένα κατά πολύ ανώτερο επίπεδο ζωής από το δικό τους.
Το δεύτερο σημαντικό μήνυμα είναι πως σε ώρες κινδύνου η ομοψυχία και η κοινωνική συνοχή είναι εκ των ων ουκ άνευ. Αυτό συνέβαινε το 1940, όταν η Ελλάδα πολεμούσε για την ακεραιότητα, την αξιοπρέπεια και την ίδια της την ύπαρξη – και μάλιστα υπό δικτατορικό καθεστώς.
Οι γυναίκες που έγιναν άνδρες
Το έπος του ’40 γράφτηκε στα βουνά, όμως στον αγώνα πήρε μέρος το σύνολο του λαού, με τις γυναίκες που είχαν γίνει άνδρες και σκαρφάλωναν στα απόκρημνα βράχια πετώντας κοτρόνες στα φασιστικά στρατεύματα τα οποία περνούσαν από τις χαράδρες. Αυτές που φορτώνονταν στην πλάτη τα πυρομαχικά και τα μετέφεραν στην πρώτη γραμμή. Εκείνες που τα βράδια κάτω από το φως της γκαζόλαμπας έπλεκαν μάλλινες κάλτσες για τους στρατιώτες.
Η κινητοποίηση της πνευματικής ελίτ της χώρας ήταν κι εκείνη πρωτοφανής. Οσοι μπορούσαν να φέρουν όπλο βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, που προσβλήθηκε από τύφο και κόντεψε να πεθάνει, για να μας προσφέρει αργότερα το συγκλονιστικό συνθετικό ποίημα «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», που θα πρέπει να το διαβάσουν οι νεότεροι για να καταλάβουν γιατί η Ελλάδα πολέμησε εκείνη την εγκληματική εποχή.
«Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα / Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει / Ελευθερία / Ελληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο / Ελευθερία / Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος!» λέει ο κορυφαίος μας ποιητής.
Η αφρόκρεμα της πνευματικής ελίτ που είχε μείνει στα μετόπισθεν έδωσε κι αυτή τον δικό της αγώνα, γιατί σε τέτοιες στιγμές «η πένα μπορεί ν’ αποδειχθεί πιο δυνατή από το ξίφος», σύμφωνα με την πασίγνωστη φράση του βρετανού συγγραφέα Edward Bulwer-Lytton. Δύο σημαντικές διακηρύξεις κυκλοφόρησαν τότε, που απευθύνονται σε όλον τον κόσμο και μας λένε γιατί πολεμήσαμε κι επιπλέον πως δεν πολεμήσαμε μόνο για μας.
Προσβολή των νεκρών
Το να μιλούν με απαξιωτικό (και συχνά γελοίο) τρόπο οι ιθύνοντες της Τουρκίας για τη χώρα μας, που το 1940 έδωσε έναν ανεπανάληπτο αγώνα εναντίον του φασισμού στα αλβανικά βουνά και είχε χιλιάδες θύματα τότε και αργότερα – στην περίοδο της Κατοχής -, δεν είναι μόνο βαρύτατη ασέβεια στον πολιτισμό και στην Ιστορία, τη δική μας και του δυτικού κόσμου στο σύνολό του, αλλά και προσβολή στη μνήμη των νεκρών. Συνιστά επίσης και εξοργιστική πρόκληση, αν σκεφτεί κανείς πως όταν η Ελλάδα πολεμούσε εναντίον του φασισμού, η Τουρκία παρέμενε ουδέτερη, για να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία στις 23 Φεβρουαρίου 1945 εκ του ασφαλούς, δύο μόλις μήνες πριν από την αυτοκτονία του Χίτλερ στην καγκελαρία.
Η συμπλήρωση των 80 ετών από το έπος της Αλβανίας την Τετάρτη περιέχει κι ένα ακόμη μήνυμα: πως δεν ξεχνάμε εδώ τον λόγο του Τζορτζ Οργουελ. Οτι «οι λαοί που δεν θυμούνται το παρελθόν τους είναι καταδικασμένοι να το ξαναζήσουν». Οτι πολεμοκάπηλοι ασφαλώς και δεν είμαστε, ούτε όμως κι επιλήσμονες, αλλά αποφασισμένοι, αν χρειαστεί, να υπερασπιστούμε ενάντια στην επιθετικότητα και στη βαρβαρότητα την ειρήνη, την ελευθερία και τη δημοκρατία που γεννήθηκε σε αυτά τα χώματα.