Σήμερα, το κυριότερο ζήτημα/πρόβλημα ανάμεσα σε Αλβανία και Ελλάδα είναι το κλίμα καχυποψίας που τροφοδοτείται από συγκεκριμένους κύκλους. Στην Αλβανία δυστυχώς έχει παγιωθεί ένα κλίμα ανθελληνισμού, που ασφαλώς δεν εκφράζει το σύνολο της αλβανικής κοινωνίας, αλλά ωστόσο πάνω σε αυτό προσκρούουν οι όποιες προσπάθειες διευθέτησης των διαφορών μας. Διαπιστώνουμε ότι η εναντίωση στην Ελλάδα «πουλάει» και γίνεται προϊόν εκμετάλλευσης από πολιτικές δυνάμεις, ανάλογα με το αν βρίσκονται στην εξουσία ή στην αντιπολίτευση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για το θέμα της οριοθέτησης ΑΟΖ η τωρινή κυβέρνηση της Αλβανίας, κατηγορώντας τη νυν αξιωματική αντιπολίτευση, προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο επιτυγχάνοντας την ακύρωσή της, ενώ σήμερα οι ρόλοι έχουν αλλάξει, με την αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση για ανοχή/ενδοτισμό έναντι της Ελλάδας, μετά την προαναγγελία εκ μέρους του έλληνα Πρωθυπουργού της πρόθεσης της Αθήνας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής:
Η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης
Πρώτον, η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης αποτελεί μονομερές κρατικό δικαίωμα με βάση τη σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (Montego-Bay). Παρ’ όλα αυτά, σε ένδειξη σεβασμού απέναντι στους γείτονές της, η ελληνική πλευρά ενημέρωσε προκαταβολικά τόσο την Αλβανία όσο και την Ιταλία για την πρόθεσή της να προβεί στην εν λόγω κίνηση. Μάλιστα, το κομμάτι που θα απομείνει προς διευθέτηση με τα Τίρανα είναι περιορισμένο κατόπιν της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης μας.
Δεύτερον, η Ελλάδα ακολουθεί τον ορθό δρόμο προκειμένου να καταλήξει σε συμφωνίες οριοθέτησης με όμορα κράτη, που δεν είναι άλλος από τη διαπραγμάτευση με καλή πίστη και διάθεση εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής φόρμουλας. Η Ελλάδα δεν επιχειρεί να επιβάλλει τις επιθυμίες της, ούτε υπογράφει αντικανονικές συμφωνίες.
Τρανή απόδειξη, η Συμφωνία των Πρεσπών με τη Βόρεια Μακεδονία, που διευθέτησε μια χρονίζουσα διαφορά, οι συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, καθώς και ο πλήρης σεβασμός της εσωτερικής διαδικασίας της Αλβανίας, η οποία εν τέλει αναίρεσε (με τουρκικό δάκτυλο) την εξαιρετική για εμάς συμφωνία που είχε επιτευχθεί το 2009.
Μάλιστα, η Αθήνα είχε ξεκαθαρίσει πριν από την επίσκεψη Δένδια ότι εφόσον διαπιστωνόταν ότι οι διαπραγματεύσεις με τα Τίρανα δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν, τότε η εύλογη επιλογή θα ήταν η από κοινού παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Εν τέλει, συναποφασίστηκε να προσφύγουμε στη Χάγη εν γνώσει μας ότι πιθανόν η απόφαση να μην είναι εξίσου ευνοϊκή με τη συμφωνία του 2009. Αλλά η ελληνική πλευρά σωστά προκρίνει τη διευθέτηση μίας ακόμη εκκρεμότητας με ένα γειτονικό κράτος, ειδάλλως θα εγκλωβιζόμασταν σε ατέρμονες διαπραγματεύσεις.
Το ευρωπαϊκό «χαρτί» που δεν αξιοποιήθηκε
Ακόμη και τώρα δεν είναι εξασφαλισμένο ότι η άλλη πλευρά, υπό την πίεση της Αγκυρας, δεν θα θέσει προσκόμματα, αλλά κατόπιν της δημόσιας δήλωσης του Ράμα θα της είναι πιο δύσκολο. Ας σημειωθεί εδώ ότι η Ελλάδα δεν αξιοποίησε/χρησιμοποίησε καθόλου το «ευρωπαϊκό χαρτί» για να πιέσει την Αλβανία να κάνει ενδεχομένως ανεπιθύμητες για αυτή παραχωρήσεις για το θέμα των θαλασσίων ζωνών. Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι γειτονικές χώρες, που δεδομένα κινούνται με επιθετικό και αναθεωρητικό τρόπο, στη θέση της Ελλάδας θα είχαν εκβιάσει την πλευρά της Αλβανίας για να εξασφαλίσουν υποχωρήσεις εκ μέρους της.
Ως προς την ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ, αυτή αποτελεί δεδομένη επιθυμία της ελληνικής πλευράς, η οποία μάλιστα, ως η πλέον έμπειρη περί τα θεσμικά ζητήματα και του τρόπου λειτουργίας της Ενωσης, έχει εκφράσει την επιθυμία της να συνδράμει τις αλβανικές αρχές ώστε η ευθυγράμμιση με τα ευρωπαϊκά κεκτημένα να γίνει ομαλά και αποτελεσματικά. Επειδή η ένταξη στην ΕΕ προϋποθέτει την ολοκλήρωση 35 κεφαλαίων, είναι βέβαιο ότι η Αλβανία όπως και η Βόρεια Μακεδονία θα χρειαστούν την υποστήριξη και τη βοήθεια της Ελλάδας, η οποία βρίσκεται στον στενό πυρήνα της ΕΕ και είναι μέλος της από το 1980, σε κάθε βήμα προόδου που θα τους φέρνει πιο κοντά στην ΕΕ. Στο θέμα της διεύρυνσης, είναι σαφές ότι υπάρχει κόπωση και προβληματισμός αλλά και διαπίστωση της αναγκαιότητας η ένταξη Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας να ολοκληρωθεί με τον ορθό τρόπο, αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος.
Διορθώνοντας τις αστοχίες του παρελθόντος
Εν τέλει, Αθήνα και Τίρανα καλούνται να διορθώσουν αστοχίες του παρελθόντος και να εδραιώσουν τους διαύλους επικοινωνίας στην κατεύθυνση αποφόρτισης από ακραίες φωνές εντός και κυρίως εκτός των δύο χωρών που δεν επιθυμούν την ανάπτυξη μιας στρατηγικής σχέσης. Η προσφυγή στη Χάγη, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει την πρόθεση της Ελλάδας να δεχτεί έναν συμβιβασμό χωρίς να επιμείνει στην επιβολή της άποψής της και έτσι πρέπει να διαφημιστεί και προς την αλβανική κοινή γνώμη.
Βελτιώνοντας σταδιακά αλλά σταθερά την εικόνα μας στην αλβανική κοινωνία (απαιτείται πολλή δουλειά σε αυτή την κατεύθυνση), αυξάνουν οι πιθανότητες κλιμακωτής ανάσχεσης του έντονου ανθελληνικού ρεύματος, το οποίο κεφαλαιοποιεί συστηματικά η Τουρκία. Ασφαλώς, η μεταχείριση της ελληνικής μειονότητας παραμένει η μεγάλη προτεραιότητα της ελληνικής πολιτείας.
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου.
(Τμήμα του άρθρου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Panorama» της Αλβανίας στις 19/10/2020.)