Η εκλογική νίκη του Ερσίν Τατάρ στα κατεχόμενα, διά της οποίας και ανεδείχθη ο πασιφανής ρόλος της Άγκυρας στις πολιτικές διαδικασίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας στην κατεχόμενη βόρεια περιοχή της Κύπρου, μπορεί σε ορισμένους κύκλους να εμφανίσθηκε ως εγγενές πρόβλημα για την πορεία επίλυσης του Κυπριακού Προβλήματος, λόγω ακριβώς της εμφανούς και απροκάλυπτης εξάρτησης του Τατάρ από την Τουρκία, αλλά και των δεδηλωμένων θέσεών του περί δύο κρατών, εντούτοις όμως θα μπορούσε η εξέλιξη αυτή να αναγνωσθεί και ως αποκάλυψη πραγματικοτήτων, οι οποίες υφίσταντο εδώ και δεκαετίες ως τουρκική στρατηγική άμεσης, κατ’ επέκταση δε και έμμεσης επικυριαρχίας επί της μεγαλονήσου.
Διευκρινίζεται εν προκειμένω πως η σχετική αναφορά σε τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν παραπέμπει ευθέως στους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι σε μεγάλη πλειοψηφία έχουν αποδημήσει εκτός Κύπρου, αλλά στον πληθυσμό του κατεχόμενου βορρά, ο οποίος σε ικανό ποσοστό συνίσταται από εξ Ανατολών μετακινηθέντες, παρανόμως δε εγκατασταθέντες εποίκους.
Ο Ερσίν Τατάρ, νέος «Πρόεδρος» της κατεχόμενης βόρειας περιοχής της Κύπρου, διακηρύττει πως η θέση του ιδίου και της προεδρικής του θητείας θα είναι η ανάδειξη της υπόστασης δύο κρατών στην μεγαλόνησο. Ένα τέτοιο σενάριο υλοποιούμενο θα επέφερε την απονομιμοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κρατικής οντότητας εκπροσωπούσης κατά ταύτα σήμερα ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια, των κατεχομένων συμπεριλαμβανομένων, αποσκοπώντας εν προκειμένω στη διεθνή αναγνώριση και νομιμοποίηση του βορείου, κατεχομένου τμήματος της Κύπρου.
Για τους γνωρίζοντες τις διεθνείς εξελίξεις και τις θέσεις των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου ως προς το Κυπριακό Πρόβλημα, η σεναριακή κατά τα ανωτέρω αντίληψη περί μεταβολής από το υφιστάμενο από τη δεκαετία του 1970 πλαίσιο μιας διζωνικής, δικοινοτικής λύσης σε μια προσέγγιση αναγνώρισης δύο κρατικών οντοτήτων, βρίσκεται εκτός και πέραν πάσης διεθνούς πραγματικότητας.
Η διά όλων των μέσων στήριξη Τατάρ από την Άγκυρα, υποδηλώνει κατά ταύτα και αλλαγή σε τακτικό επίπεδο του τουρκικού σχεδιασμού για την Κύπρο, που σημαίνει ενδυνάμωση της τουρκοποίησης του κατεχόμενου βορρά και άσκηση απολύτου ελέγχου στο υφιστάμενο καθεστώς, όπως και στον χώρο, με ταυτόχρονη σκλήρυνση της τουρκικής στάσης έναντι της «λύσης» μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Παρά ταύτα ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας, ο οποίος με διαφοροποιήσεις τακτικού επιπέδου και παρά τις καθεστωτικές ανατροπές και κυβερνητικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στη διαδρομή των τελευταίων 70 ετών στην Άγκυρα, παραμένει ο ίδιος από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και σήμερα, αποβλέποντας κατά τα ανωτέρω στον έλεγχο ολόκληρου του νησιού.
Συναφώς, οφείλει κανείς και εν προκειμένω η ελληνική πλευρά να αναμένει μεταβολή των μέσων, αλλά όχι της στρατηγικής στόχευσης της Άγκυρας, η οποία και δεν στοχεύει σε μια κατά ταύτα διχοτόμηση με ενσωμάτωση του βορρά και επακόλουθη απώλεια του νότου.
Το σενάριο της διχοτόμησης, το οποίο και παραπλανητικά προβάλλεται από τον Τατάρ, εμπεριέχει ως ενδεχόμενη εξέλιξη το παλαιόθεν υφιστάμενο σχέδιο περί διπλής ένωσης, συνθήκη που αποτελούσε εφιάλτη για την Άγκυρα σε όλη την ιστορική διαδρομή του Κυπριακού. Τούτο γιατί αυτό θα έφερνε την Αθήνα ως ναυτική και στρατιωτική παρουσία στο μαλακό υπογάστριό της, στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή.
Με τις διαμορφωθείσες σήμερα συνθήκες, της εκλογής Τατάρ συνηγορούσης, η εδραίωση της τουρκοποίησης του βορρά θα αποσκοπούσε πολύ περισσότερο σε μια τουρκικής έμπνευσης πρόταση λύσης εναλλακτικής προς τη διζωνική, με ενισχυμένη την τάση μιας συνομοσπονδιακής διάρθρωσης του επερχόμενου κατά ταύτα κρατικού μορφώματος.
Το κατά τα ανωτέρω σενάριο θα σήμαινε μια τουρκική «κρατική» οντότητα στο βορρά πλήρως συνδεδεμένη και κατά την ιστορική διαδρομή ως εν γένει πολιτική διάσταση απολύτως ελεγχόμενη από την Άγκυρα και έναν ελληνικό νότο, ο οποίος θα διατηρούσε μια pro forma κρατική διάσταση, ουσία όμως θα ήταν πολιτικά και από την άποψη της διεθνούς παράστασης μετέωρος και ως εκ τούτου ευάλωτος σε αφομοιωτικές τάσεις. Οι δυο εν προκειμένω «κρατικές» οντότητες θα ετίθεντο υπό το περιτύλιγμα μιας συνομοσπονδιακής πολιτικής διάρθρωσης.
Το παρατιθέμενο ως άνω σεναριακό σχήμα εξέλιξης των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού σε μια υποτιθέμενη αντιπαραβολή προς το γνωστό διζωνικό δικοινοτικό μοντέλο, ενώ εκ πρώτης όψεως φαντάζει ως μια επιλογή επίλυσης επί τα χείρω, εν τούτοις ουσία δεν διαφέρει από το διζωνικό, δικοινοτικό μοντέλο ως προς τη βιωσιμότητα και μακροβιότητα της κατά ταύτα κρατικής κατασκευής.
Τούτο γιατί εκείνο που ενδιαφέρει τις κρατικές δομές οποιουδήποτε δημοκρατικά δομημένου ομοσπονδιακού ή μη τύπου, καλείται να απαντήσει στο βασικό ερώτημα του ποιός αποφασίζει για τα ζητήματα που άπτονται της εσωτερικής ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Στις κλασσικές περιπτώσεις των πολιτευμάτων όλων των τύπων, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον έχει ο λαός δια των εκλεγμένων εν προκειμένω εκπροσώπων του.
Αντιθέτως, στα εκκολαπτόμενα μοντέλα ομοσπονδιακής διάρθρωσης μιας αυριανής κυπριακής πολιτείας, για την ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική της χώρας θα αποφασίζουν οι τρίτοι, δηλαδή οι λεγόμενες εγγυήτριες δυνάμεις, Τουρκία – Ελλάδα – Βρετανία, αλλά ακόμα και αν δεν αποφασίζουν οι τρίτοι, η λήψη αποφάσεων στην ομοσπονδιακή δομή χρήζει συναίνεσης και των δυο μερών. Συναφώς, ανεξαρτήτως διάρθρωσης του ομοσπονδιακού πλαισίου, η Άγκυρα έχοντας ούτως ή άλλως υπό τον έλεγχο της το βόρειο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, θα φροντίζει να μπλοκάρει οποιαδήποτε πολιτική δεν την εξυπηρετεί, ενισχύοντας αντιστοίχως πολιτικές που την συμφέρουν.
Υπογραμμίζεται πως ο έλεγχος της Τουρκίας στο βόρειο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου υφίστατο και υφίσταται εν διαρκεία, ανεξαρτήτως του ποιος εν προκειμένω ηγείται αυτού. Τα παραδείγματα σχετικώς είναι αναρίθμητα, τόσο επί εποχής, Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος εμφανώς ρωτούσε την Άγκυρα ως προς την πολιτική που θα ακολουθούσε στις διαπραγματεύσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, όσο και στη συνέχεια με πιο πρόσφατο παράδειγμα την περίπτωση Ακιντζί στο Κραν Μοντανά, όπου οι διαπραγματεύσεις διεξήγοντο για τους Τουρκοκυπρίους από τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Εν κατακλείδι και συμπερασματικά, η ανάγνωση της νέας κατάστασης στα κατεχόμενα προβάλλει εμφανώς δύο όψεις. Η μια παραπέμπει στην αντίληψη ορισμένων κύκλων που θεωρούν πως δια της εκλογής Τατάρ ενταφιάζονται οι προσδοκίες περί λύσης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, εμφανίζοντάς την ψευδεπίγραφα ως επανένωση του νησιού. Τούτο αγνοεί συνειδητά την ανικανότητα του εν προκειμένω ομοσπονδιακού μοντέλου να λειτουργήσει επ’ αγαθώ της Κύπρου στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, τουτέστιν την υπόσταση του ενιαίου λαού ως ισοτίμων πολιτών, όπου η αρχή του ένας άνθρωπος – μια ψήφος πρυτανεύει.
Αφετέρου η έτερη οπτική αντικρίζει την κατά τα ανωτέρω εξέλιξη ως αποκάλυψη των τουρκικών σχεδίων σε εφαρμογή και ως δυνατότητα για διεθνή εκστρατεία καταγγελίας της εισβολής και κατοχής, που συνιστούν και την πραγματική διάσταση του Κυπριακού Προβλήματος. Κάτι τέτοιο θα παρέπεμπε στη δημιουργία ευκαιριών πρόκλησης κόστους στην Άγκυρα, συνθήκη που αποτελεί και τη μόνη μορφή αποτελεσματικής πίεσης για ακύρωση του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Καθοριστικό ρόλο πλέον στις επερχόμενες εξελίξεις καλείται μέσα από την ιστορική διάσταση του Κυπριακού, αλλά και από τα νέα δεδομένα, να διαδραματίσει η Αθήνα σε επίπεδο ασφάλειας και γεωστρατηγικής σκοπιάς, καθώς η Κύπρος αποτελούσε και αποτελεί τον φυσικό, πολιτικό και ιστορικό μακρύ βραχίονα της Ελλάδος στην κρίσιμη περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
O Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο