Ο Αντώνης Καφετζόπουλος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στο ελληνικό θέατρο: ηθοποιός με πολύχρονη πορεία, άνθρωπος με ενδιαφέροντα, έχει ασχοληθεί με τα κοινά, αγαπά τις επιστήμες.
Εφέτος θα μοιραστεί το σανίδι με τον γιο του και το έργο που έγραψε ο Γιώργος Καφετζόπουλος, μαζί τους και ο Στάθης Σταμουλακάτος, το «Τάο»: μια ιστορία πατέρα – γιου που εξελίσσεται στον υπόκοσμο και κλείνει το μάτι στον ταοϊσμό.
Τι είναι το «Τάο»;
«Κατά βάθος είναι μια ιστορία ενηλικίωσης. Εχει και ένα σαιξπηρικό στοιχείο γιατί ο πατέρας ήταν ισχυρός και τώρα βρίσκεται σε απόσυρση. Ο γιος θέλει να κληρονομήσει αυτή την αυτοκρατορία. Ολα αυτά τα έχει μεταφέρει ο Γιώργος στον υπόκοσμο».
Η νύξη στον ταοϊσμό πώς προέκυψε;
«Ο πατέρας μπαίνοντας στη φυλακή, εκτός από το ότι αποφάσισε να αποσυρθεί, προσπάθησε να βρει και μια ηθική ισορροπία για όλα όσα έχει κάνει και το ‘ριξε στον ταοϊσμό. «Δεν φταις, δεν υπάρχει ελευθερία της βούλησης, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει». Του φάνηκε βολικό, μια ωραία φιλοσοφική στάση για έναν γκάνγκστερ. Και το ενστερνίστηκε».
Πώς σας φάνηκε όταν το διαβάσατε;
«Οταν μου πρωτοείπε την ιδέα για το «Τάο», του πρότεινα να το κάνει θεατρικό. Μετά μου έφερε το μισό κείμενο. Του είπα να το ολοκληρώσει. Μου άρεσε πολύ. Είναι στιβαρό, με αρχή – μέση – τέλος, βάθος. Εχει τα βασικά συστατικά της αφηγηματικής τέχνης».
Αντιδράσατε ως μπαμπάς;
«Πάντα είσαι και λίγο μπαμπάς, δεν υπάρχουν στεγανά. Αν δεν το πίστευα πάντως, δεν θα μπλεκόμουν ο ίδιος. Θα του έλεγα να βρει άλλους και να το ανεβάσει. Μου άρεσε όμως τόσο πολύ που ήθελα να το κάνω οπωσδήποτε.
Εχεις πάντα μια ανησυχία για το παιδί σου. Αλλά αυτό που έχω εγώ δεν είναι μαγαζί ή ένα ακίνητο. Εχω κάτι που δεν κληροδοτείται. Από αυτή την άποψη έχει και κάτι αυτοβιογραφικό το έργο, κάτι που συνδέει εμάς τους δύο με τους δύο ήρωες. Αλλά ως εκεί».
Ακολουθεί τα βήματά σας;
«Ο Γιώργος ακολουθούσε πάντα έναν δικό του δρόμο. Κι αυτό είναι ένα βήμα στον δικό του δρόμο. Εγραφε πάντα. Στην αρχή, όταν του είπα ότι μου άρεσε, με κοίταζε καχύποπτα. Σ’ έναν μεγάλο παραγωγό που είναι πιο εμπορικός φάνηκε ωραίο, αλλά τολμηρό και αθυρόστομο. Κάποια στιγμή μιλώντας με τον Αλέξανδρο Ρήγα το ανέφερα και του το έδωσα να το διαβάσει. «Είναι σαν καλός Διαλεγμένος» μου είπε. Του άρεσε, θέλησε να το ανεβάσει στο Ριάλτο, βρήκε παραγωγό.
Προσωπικά με ικανοποίησε το γεγονός ότι αυτό που είδα εγώ το είδε και κάποιος πιο έμπειρος από μένα, με εμπορικό ένστικτο».
Πώς είναι να παίζετε μαζί στο θέατρο;
«Είναι πολύ εργατικός και επίμονος. Τώρα το βλέπω αυτό. Νομίζω ότι του αρέσει να είναι πιο πολύ ηθοποιός – τον άκουσα να το λέει».
Φοβάστε την εφετινή θεατρική χρονιά;
«Τη φοβάμαι, όλοι τη φοβόμαστε. Αλλά όχι περισσότερο από άλλους. Βλέπω άλλους πολύ πιο τρομαγμένους».
Το θέατρο έγινε ο εύκολος στόχος στα μέτρα;
«Οχι, όχι. Μέσα στο γενικό χάος, η τρύπα στο νερό καραδοκεί και όταν τα κάνουμε όλα καλά. Περισσότερο λειτούργησε η άγνοια της πραγματικότητας του θεάτρου. Ακόμα και οι κορυφαίοι του υπουργείου Πολιτισμού δεν έχουν ιδέα πώς λειτουργούν τα θέατρα, τι συμβαίνει με εμάς. Οντως ο πολιτισμός ξεχάστηκε. Κανείς δεν αναρωτήθηκε για εμάς. Οταν βάλαμε τις φωνές, δώσανε το 800άρι, όπως έκαναν για όλους τους άλλους».
Το θεατρικό τοπίο άλλαξε μέσα στα χρόνια;
«Υπήρξε μια μεγάλη διαφορά στον χώρο. Αυτό που τροφοδοτούσε με φίρμες και πρωταγωνιστές το παλιό θέατρο ως τη δεκαετία του ’60 ήταν, νομίζω, το ίδιο το θέατρο. Μετά μπήκαν οι πρωταγωνιστές του κινηματογράφου – ορισμένοι ήταν ήδη γνωστοί από το θέατρο, αλλά έγιναν πολύ διάσημοι από τις ταινίες. Αυτό που τάραξε τα πράγματα μετά το 1978-80 ήταν η τηλεόραση και οι πρωταγωνιστές της, που και εκείνοι φυσιολογικά μπήκαν στο θέατρο. Κάποιοι δεν μπορούσαν και δεν συνέχισαν. Αλλοι έμειναν. Τα παιδιά που πήδηξαν με μια διασημότητα από ένα σίριαλ σε πρωταγωνιστικούς ρόλους στο θέατρο, εξακολουθούν να είναι ηθοποιοί όσοι άντεξαν το σανίδι.
Για παράδειγμα, ένας επιτυχημένος, οικονομικά, άνθρωπος στο ελληνικό θέατρο είναι ο Σεφερλής. Δεν είναι παιδί της τηλεόρασης, δεν της οφείλει τη δημοφιλία του. Την οφείλει στο γεγονός ότι κάθε καλοκαίρι κάνει μια πεντάωρη παράσταση με χυδαία και αγοραία αστεία, κι έχει ταλέντο ο ίδιος. Είναι μια εκδοχή της δουλειάς. Οπως υπήρχαν ο Λουί ντε Φινές, ο Μπάστερ Κίτον ή ο Μπένι Χιλ».
Σας ενοχλεί;
«Οχι. Με ενοχλεί να θεωρούμαστε όλοι το ίδιο – στο θέατρο, στο σινεμά, στην τηλεόραση. Ο καθένας έχει τον τρόπο του. Και με ενοχλεί η έκπτωση που βλέπω γύρω μου, αλλά μάλλον εκεί που τρέχει ο κόσμος είναι το σύμπτωμα, όχι η αιτία. Δεν διαμορφώνει το «Big Brother» το κοινό του, αλλά έρχεται και κουμπώνει σε ένα κοινό που διψάει για ξεκατίνιασμα. Πάντα υπήρχε τέτοιο κοινό, από τότε που γράφτηκε το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», αυτό το αριστούργημα αγνώστου».
Ενας Κωνσταντινουπολίτης πώς νιώθει με την Αγία Σοφιά;
«Για εμάς ήταν πολύ σημαντικό που ήταν μουσείο. Ετσι μπορούσαμε να την επισκεπτόμαστε. Δεν ήταν ποτέ χώρος λατρείας. Εμένα όλο αυτό μου δημιούργησε μια κριτική στάση απέναντι στον Ερντογάν, ο οποίος πήρε ένα Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς και το χρησιμοποίησε για τελείως ταπεινούς λόγους – να κρατήσει την εκλογική του βάση γιατί κινδυνεύει να χάσει τις επόμενες εκλογές. Είναι ένα τελείως εσωτερικό παιχνίδι».
Εχετε ασχοληθεί με τα κοινά. Πώς βλέπετε σήμερα την πολιτική κατάσταση;
«Είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα από την εποχή της διαμάχης των «δεινοσαύρων» Μητσοτάκη – Παπανδρέου στη δεκαετία του ’80. Δεν είναι σήμερα οι παρατάξεις αρχηγικές όπως εκείνες, γιατί οι βαρόνοι, οι δευτεροκλασάτοι παίζουν σημαντικότερο ρόλο. Τότε ό,τι έλεγαν οι αρχηγοί αυτό ήταν και τίποτε άλλο. Υπάρχει μια εξέλιξη ως προς αυτό αλλά είναι φεουδαρχικού τύπου.
Το πολιτικό μας σύστημα είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να ξεφύγει, δεν είναι θέμα ιδεολογίας. Ο Πρωθυπουργός, ο αρχηγός κόμματος είναι πολύ ισχυρά πρόσωπα μέσα στο δικό τους μπλοκ και λίγο-πολύ μπορούν να σε καταστρέψουν ή να σε αναδείξουν. Γι’ αυτό και πρέπει να κάνεις την πάπια.
Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν μια παλινόρθωση της Δεξιάς αυτή που ζούμε με το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, που δεν είναι ο κλασικός δεξιός, δεν είναι Αβέρωφ – δεν το λέω ούτε θετικά, ούτε αρνητικά. Απλώς δεν είναι ο κλασικός δεξιός, ούτε η Δεξιά που θυμόμαστε».
Και η Αριστερά;
«Ούτε η Αριστερά είναι αυτό που ήταν πριν από τη δικτατορία. Είναι κάποιοι τύποι που έχουν ένα μαγαζί ή μικρό μαγαζάκι και ο κύριος σκοπός τους είναι να υπάρξουν αυτοί πολιτικά και όχι οι ιδέες από τις οποίες ξεκίνησαν την καριέρα τους. Στη σύγκρουση ανάμεσα στην πολιτική ανέλιξη και τις ιδέες οι ιδέες χάνουν».
Κείμενο: Γιώργος Καφετζόπουλος.
Σκηνοθεσία: Δανάη Σπηλιώτη. Μουσική: Φώτης Σιώτας.
Τραγούδι: Goin’ Through.
Σκηνικά – κοστούμια: Τέλης Καρανάνος, Αλεξάνδρα Σιάφκου.
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου.
Παίζουν: Αντώνης Καφετζόπουλος, Στάθης Σταμουλακάτος, Γιώργος Καφετζόπουλος.
ΠΟΤΕ & ΠΟΥ: Θέατρο Νέο Ριάλτο – Αλέκος Αλεξανδράκης. Πρεμιέρα: 10 Οκτωβρίου.
Παραστάσεις: Παρασκευή (21.00), Σάββατο (18.00 & 21.00), & Κυριακή (19.00).