Το Εθνικό Σύστημα Υγείας εδώ και χρόνια θα έπρεπε να έχει μετασχηματιστεί από προβληματικό και κοινωνικά άνισο κρατικό σύστημα σε σύγχρονο δημόσιο οργανισμό. Oλες οι σχετικές προσπάθειες κατά το παρελθόν είχαν πενιχρά αποτελέσματα, κυρίως γιατί δεν υπήρξε η αναγκαία πολιτική βούληση.
O,τι όμως δεν έγινε χθες θα πρέπει να γίνει σήμερα, καθώς η επιδημία δημιουργεί πρόσθετες ανάγκες για ένα κλινικά αποτελεσματικό, οικονομικά αποδοτικό και πάνω απ’ όλα κοινωνικά δίκαιο σύστημα υγείας. Για τον σκοπό αυτόn, η μελέτη της διαΝΕΟσις για ένα «Νέο ΕΣΥ», την οποία εκπόνησαν επτά καθηγητές από πέντε πανεπιστήμια της χώρας, περιλαμβάνει περισσότερες από εκατό προτάσεις σε όλους τους κρίσιμους τομείς της διοίκησης, της οργάνωσης, της χρηματοδότησης.
Πρώτα απ’ όλα, η θεμελίωση του νέου ΕΣΥ θα πρέπει να βασίζεται, εκτός από τις διαχρονικές αξίες της δωρεάν και ισότιμης περίθαλψης, στις σύγχρονες αρχές αποτελεσματικής διοίκησης, βιώσιμης χρηματοδότησης, ελευθερίας επιλογής, συμμετοχής των ασθενών στα κέντρα αποφάσεων, καθώς και δημιουργίας συνθηκών ελεγχόμενου ανταγωνισμού που θα μειώνουν το κόστος και θα βελτιώνουν την ποιότητα.
Σε ό,τι αφορά την οργάνωση-διοίκηση, προτείνεται η αύξηση των υγειονομικών περιφερειών (ΥΠΕ) από επτά σε δεκατρείς, προκειμένου να αντιστοιχηθούν με τις υφιστάμενες διοικητικές Περιφέρειες, και έτσι να διασφαλιστεί η δυνατότητα συμμετοχής της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Α’ και Β’ βαθμού, στην ανάπτυξη και λειτουργία των υπηρεσιών υγείας, με βάση τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού κάθε Περιφέρειας. Παράλληλα, προτείνεται η δημιουργία Κέντρου Στρατηγικού Σχεδιασμού και Αξιολόγησης του ΕΣΥ, η άσκηση κεντρικού επιτελικού και εποπτικού ρόλου από το υπουργείο Υγείας και αντίστοιχου περιφερειακού ρόλου από τις ΥΠΕ, ενώ μεταφέρονται στις ίδιες τις μονάδες του ΕΣΥ (νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας κ.ά.) οι περισσότερες διοικητικές αρμοδιότητες και ενισχύεται ο διοικητικός-διαχειριστικός ρόλος της επιστημονικής ιεραρχίας.
Στη μελέτη τονίζεται και η ανάγκη επανασχεδιασμού του νοσοκομειακού χάρτη, με συγχωνεύσεις, αλλαγές χρήσης, δημιουργία νοσοκομειακών συμπλεγμάτων και δικτύων συνεργαζόμενων νοσοκομείων, καθώς και με ανακατανομή κλινών, κλινικών και εργαστηρίων με ορθολογικά κριτήρια αντί με πελατειακά όπως συμβαίνει συνήθως. Τα νοσοκομεία του ΕΣΥ μετατρέπονται σε ΝΠΙΔ, προκειμένου να αποκτήσουν διαχειριστική αποτελεσματικότητα, απαλλαγμένα από τις χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες των ΝΠΔΔ, διατηρώντας όμως παράλληλα τον δημόσιο χαρακτήρα τους ως θυγατρικές εταιρείες των ΥΠΕ (ΝΠΔΔ). Τα νοσοκομεία ως ΝΠΙΔ θα μπορούν επίσης να συμπράττουν πιο εύκολα με τον ιδιωτικό τομέα για άμεση χρήση σύγχρονης τεχνολογίας, για προσέλκυση ασθενών με ιδιωτική ασφάλιση, κ.ά. Για τις εργασιακές σχέσεις των γιατρών στα νοσοκομεία, αλλά και γενικότερα για το επιστημονικό προσωπικό του ΕΣΥ, προτείνονται η σύνδεση του μισθού με το προσφερόμενο έργο και η υιοθέτηση ποικίλων μορφών απασχόλησης, ανάλογα με τις μόνιμες ή έκτακτες ανάγκες κάθε μονάδας.
Ιδιαίτερη προτεραιότητα δίνεται στην ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) που αποτελεί τον αδύναμο κρίκο του συστήματος και όχι τη ραχοκοκαλιά του όπως θα έπρεπε. Προτείνεται η υιοθέτηση του θεσμού της οικογενειακής ιατρικής με επίκεντρο την οικογένεια και όχι το άτομο, η οποία θα παρέχεται από δομές του ΕΣΥ, της ΤΑ και του συμβεβλημένου ιδιωτικού τομέα. Οι επιμέρους μονάδες θα συγκροτούν αυτοδιοικούμενα Δίκτυα ΠΦΥ ανά δήμο ή ανά διαμέρισμα μεγάλων δήμων, τα οποία θα συνάπτουν συμβολαιακές συνεργασίες με τον ΕΟΠΥΥ.
Στο κρίσιμο ζήτημα της χρηματοδότησης προτείνονται, εκτός από την αυτονόητη αύξηση της δημόσιας δαπάνης υγείας από 5% σε 6% του ΑΕΠ, η μετατροπή του ΕΟΠΥΥ σε ενιαίο μοναδικό αγοραστή-πληρωτή με αποκλειστική διαχείριση της εθνικής χρηματοδότησης υγείας, η ενσωμάτωση των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών στην επίσημη χρηματοδοτική διαδικασία με τη μορφή συνασφάλισης ή συμπληρωματικής ασφάλισης, καθώς και η διαμόρφωση ενός δομικά σταθερού και λειτουργικού πλαισίου τιμών.
*Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της διαΝΕΟσις.