Είναι φανερό, σε αυτήν την νέα φάση της πανδημίας, ότι είναι αδύνατη η νηφάλια προσέγγιση του προβλήματος. Είτε αν κρίνει κανείς από τις κραυγές και τις απόψεις στα κανάλια και τα ραδιόφωνα, είτε αν παρακολουθήσει την αισθητή αμηχανία της κυβέρνησης, μοιάζει σαν να βρισκόμαστε σε ένα πεδίο όπου οι ισορροπίες είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθούν.
Αν κάτι φαίνεται σε αυτήν την φάση, είναι ότι αυτό που είχε ονομαστεί η δημοκρατία της πειθούς, δεν ευδοκιμεί το φθινόπωρο, όσο ευδοκιμούσε την άνοιξη. Μπορεί αυτό να έχει πολλαπλές εξηγήσεις, όμως με ασφάλεια μπορεί κανείς να αναδείξει μία: την έλλειψη του φόβου. Υπάρχει βέβαια και η κόπωση των πολιτών, η αντιδραστικότητα κάποιων ομάδων, η εγγενής υπεροψία των νεαρών έναντι της ασθένειας, κ.ά.
Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα στοιχεία, τα οποία οι αδαείς μπορεί να παρατηρούν και οι ειδικοί με την κυβέρνηση οφείλουν να συνεκτιμήσουν και να εξηγήσουν, ώστε να διευκολύνουν την προσγείωση της συζήτησης σε κάποια πλαίσια, όπου η λογική θα υπερισχύσει της ευκολίας και της ελαφρότητας.
Ένα στοιχείο το οποίο προφανώς απαιτεί διερεύνηση, μελέτη και αξιολόγηση είναι ότι τις τελευταίες ημέρες, παρά την εκρηκτική αύξηση των κρουσμάτων, δεν υπάρχει ανάλογη αύξηση στις διασωληνώσεις, οι οποίες ως ποσοστό θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έως και λίγες. Στα 667 κρούσματα της Τρίτης, αντιστοιχούσαν 87 διασωληνώσεις. Δείχνει κάτι; Μπορεί να διατηρηθεί αυτό το κλάσμα χαμηλά; Ή προμηνύει την εκρηκτική αύξηση και των διασωληνώσεων; Η εξήγηση και η ερμηνεία του στοιχείου είναι έργο των επιδημιολόγων και των λοιμωξιολόγων. Εργο της πολιτικής ηγεσίας είναι η διατήρηση αυτής της χαμηλής αναλογίας – στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικό και εφικτό.
Υπό αυτές τις συνθήκες έχει ένα ενδιαφέρον η παρακολούθηση της συζήτησης για τα «νέα μέτρα». Μεταξύ αυτών η υποχρεωτική χρήση μάσκας παντού και η απαγόρευση κυκλοφορίας τη νύχτα. Ως προς το πρώτο, γεννάται η απορία: γιατί χρειάζεται κάποιος να διατάξει κάτι που η πλειονότητα γνωρίζει πολύ καλά και εν τέλει τηρεί; Και πόσο μπορεί να αλλάξει η συμπεριφορά των λίγων αντιδραστικών με κάτι τέτοιο; Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις, προφανώς.
Ως προς το δεύτερο, προκύπτει ένα μείζον ζήτημα. Τέτοιο μέτρο θα δώσει αφορμές σε πολλούς να πουν διάφορα και επιπλέον θα ερμηνευθεί και ως ένδειξη αδυναμίας των αρμοδίων να πείσουν τους πολίτες σε αυτή τη φάση, με αποτέλεσμα την επιβολή απαγορεύσεων (βλ. «δημοκρατία της πειθούς»). Για να μην αναφέρει κανείς τι προϋποθέτει η επιτήρηση της εφαρμογής του μέτρου.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν με βάση όλα αυτά; Η απάντηση δεν είναι απλή. Όπου και αν αναζητηθεί όμως, αυτό θα πρέπει να γίνει με νηφαλιότητα και δίχως να παρεκτρεπόμαστε σε πανικόβλητες, ελαφρόμυαλες ή, εν τέλει, ανυπόστατες προσεγγίσεις.