Στις 28 Ιουνίου 2019, οι Υπουργοί Ενέργειας των 20 πλουσιότερων κρατών του κόσμου (G20), στην ετήσια συνάντηση τους στην Οσάκα της Ιαπωνίας διακήρυξαν τη δέσμευση τους στη διαδικασία της μετάβασης του κλάδου της ενέργειας από τις ρυπογόνες μορφές παραγωγής στην «καθαρή ενέργεια», με σεβασμό σε τρείς αρχές: της ενεργειακής ασφάλειας, της οικονομικής αποδοτικότητας και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Ήταν η πρώτη φορά, που ένα επίσημο Διεθνές κείμενο αναφερόταν στην ανάγκη, η διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης να ακολουθεί την αρχή της οικονομικής αποδοτικότητας (economic efficiency) και όχι απλώς της εκπλήρωσης της μηχανικής αρχής της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Ο Όρος της οικονομικής αποδοτικότητας
Οικονομική αποδοτικότητα στην οικονομική ορολογία καλείται η ικανότητα της μεγιστοποίησης της αξίας της επιχείρησης, της αγοράς, της εθνικής οικονομίας. Η οικονομική αποδοτικότητα εξαρτάται από τη συνολική αξία των εισροών (κεφαλαίου, εργασίας, τεχνολογίας, βασικών υλικών, υπηρεσιών) έναντι της συνολικής αξίας των εκροών, δηλαδή την αξία του τελικού παραγόμενου προϊόντος. Όταν η αξία των εισροών είναι μεγαλύτερη της συνολικής αξίας του τελικού παραγόμενου προϊόντος (εκροής) τότε η οικονομική δραστηριότητα που παράγει αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα δεν έχει παρόν ούτε μέλλον.
Η αρχή της οικονομικής αποδοτικότητας είναι απλός και διαχρονικός, η άρνηση ή η περιφρόνηση της αρχής προκαλεί καταστροφικά αποτελέσματα στις επιχειρήσεις: αρχικά έλλειψη ρευστότητας, σταδιακά αδυναμία εγχώριου και διεθνή δανεισμού και τελικά, χρεοκοπία. Για τις επιχειρήσεις που περιφρονούν τον οικονομικό κανόνα, οι αρνητικές συνέπειες επιταχύνονται σε περιόδους: α) οικονομικής κρίσης β) μετάβασης των οικονομιών σε νέα μοντέλα παραγωγής, γ) παγκόσμιων τεχνολογικών εξελίξεων και δ) αλλαγών στην οργάνωση της αγοράς.
Η περιφρόνηση του κανόνα της οικονομικής αποδοτικότητας
Η άρνηση ή η περιφρόνηση του οικονομικού κανόνα εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους:
Από την πλευρά των επιχειρήσεων, εκδηλώνεται με την προσπάθεια της χειραγώγησης της πραγματικής αξίας των εισροών (εργασίας, υλικών, κεφαλαίου, τεχνολογίας) ή/και τροσπάθεια πληθωριστικής αύξησης της αξίας (της τιμής) του τελικού προϊόντος (εκροής).
Από την πλευρά του κράτους, η υποστήριξη στις επιχειρήσεις που περιφρονούν τον κανόνα της οικονομικής αποδοτικότητας εκδηλώνεται με συνεχόμενες παρεμβατικές πολιτικές και πολιτικές ρύθμισης όπως είναι: η διοικητικά καθορισμένη και συνεχώς αναπροσαρμοζόμενη τιμολογιακή πολιτική των προϊόντων τους (αύξηση της τιμής), η προσφορά οικονομικής ενίσχυσης, η φοροαπαλλαγή, η εγγύηση της κρατικής προμήθειας του παραγόμενου προϊόντος, η παροχή αποκλειστικών δικαιωμάτων στην εισαγωγή, στη μεταφορά, στη διανομή του προϊόντος ή των υλικών και των υπηρεσιών παραγωγής του τελικού προϊόντος, ο περιορισμός του ανταγωνισμού και του διεθνούς εμπορίου και σε περιπτώσεις κρατών με νομισματική ανεξαρτησία και της ύπαρξης εθνικού νομίσματος, με την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.
Η οικονομική αποδοτικότητα του Ελληνικού κλάδου ενέργειας
Στις παρακάτω ενότητες περιγράφουμε έξι βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας τα οποία θέτουν σε ρίσκο την οικονομική αποδοτικότητα του εν λόγω κλάδου και περιορίζουν την οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας.
1. Το πραγματικό μέγεθος της Ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι μικρό.
Η συνολική αξία των διοικητικά καθοριζόμενων (ρυθμιστικών) εσόδων στον Ελληνικό κλάδο ηλεκτρικής ενέργειας έχουν υπερβεί κατά πολύ τη συνολική αξία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, η ετήσια συνολική αξία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας κυμαίνεται στα 2,6 δισεκατομμύρια ευρώ, (συνυπολογίζοντας τη συνολική αξία των ετήσιων εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας) ενώ η ετήσια συνολική αξία των διοικητικά καθοριζόμενων εσόδων για τον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας προσεγγίζει πλέον τα 5 δισεκατομμύρια Ευρώ. Από τα 5 δισεκατομμύρια, διοικητικά καθοριζόμενα έσοδα του κλάδου, τα 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ καταλήγουν στους ηλεκτροπαραγωγούς και μόλις το 1,4 δισεκατομμύρια Ευρώ καταλήγουν στο κατά παράδοση ρυθμιζόμενο κομμάτι της ηλεκτρικής ενέργειας, τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής.
2. Ο Ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι περιορισμένος.
Η ίδρυση και η ταυτόχρονη λειτουργία των 4 νέων αγορών ηλεκτρικής ενέργειας (δηλαδή της προ ημερήσιας αγοράς, της ενδο ημερήσιας αγοράς, της προθεσμιακής αγοράς και της αγοράς εξισορρόπησης) στην Ελλάδα τους προσεχείς μήνες, υπό το νέο Ευρωπαϊκό κανονισμό για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια της λειτουργίας των ευρωπαϊκών αγορών (ο αποκαλούμενος κανονισμός REMIT), στην πράξη αναφέρεται στο άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας των 2,6 δισεκατομμυρίων ευρών και όχι στο σύνολο του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας. Το μεγαλύτερο κομμάτι του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας, συνολικής αξίας 5 δισεκατομμύρια ευρώ, θα παραμείνει εκτός αγοράς (δηλαδή εκτός ανταγωνισμού) και διοικητικά ρυθμιζόμενο.
3. Η δυνατότητα ανάπτυξης των επιχειρήσεων είναι περιορισμένη.
Το μικρό μέγεθος της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ο περιορισμένος ανταγωνισμός περιορίζουν τη δυνατότητα της ανάπτυξης οικονομιών κλίμακας δηλαδή, τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αναπτύσσονται, αυξάνοντας την παραγωγή τους.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) οι οποίες έχουν διασφαλίσει υψηλές εγγυημένες τιμές από την κεντρική δημόσια διοίκηση και δεν έχουν κάποιο κίνητρο για την ενεργή συμμετοχή τους στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προσφέροντας ανταγωνιστικές τιμές καθώς σύμφωνα με τα συμβόλαια που υπογράφουν με το διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι τιμές που κομίζουν καταβάλλονται για καθορισμένες ποσότητες ηλεκτροπαραγωγής (από το 18% έως 26% της εγκατεστημένης ισχύς τους).
4. Η Ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι όντως μια ακριβή αγορά.
Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, (Ιούνιος 2020) για τις τιμές στις εθνικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, τo πρώτο τρίμηνο του 2020, η τιμή πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελληνική χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζει να είναι η υψηλότερη τιμή στην Ευρώπη (50 ευρώ η μεγαβατώρα έναντι 33 ευρώ η μεγαβατώρα, η μέση ευρωπαϊκή τιμή). Υπενθυμίζουμε ότι οι μεγάλες Ελληνικές βιομηχανίες συμμετέχουν απευθείας στη χονδρεμπορική αγορά, ως αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι τιμές για τις μικρότερες βιομηχανίες που δεν συμμετέχουν στη χονδρεμπορική αγορά σύμφωνα με τα στοιχεία που δίδει πάλι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατατάσσουν την Ελλάδα στην 4η θέση στην Ευρώπη, μετά τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιρλανδία και τη Σλοβακία (σ.σ. Κύπρος και Μάλτα λόγω μεγέθους δεν υπολογίζονται).
Όσον αφορά στις τελικές τιμές στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 12η θέση στην κατάταξη των πιο ακριβών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, στο σύνολο των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν η κεντρική διοίκηση διατηρούσε το ΦΠΑ στο 13% της τελικής τιμής (τώρα είναι στο 6%, το χαμηλότερο στην Ευρώπη) και, συνυπολόγιζε και το ΕΤΜΕΑΡ στα 26,2 Ευρω η μεγαβατώρα που ήταν μέχρι το τέλος του 2019 (το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρώπη μετά της Γερμανίας) και όχι στα 17 Ευρώ που είναι τώρα, τότε η Ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα καταλάμβανε την 8η θέση στην κατάταξη των πιο ακριβών αγορών λιανικής της ηλεκτρικής ενέργειας, στο σύνολο των 27 εθνικών αγορών της ΕΕ, το έτος 2020.
Σε κάθε περίπτωση, το σύνολο των Ελλήνων ηλεκτροπαραγωγών λαμβάνουν υψηλές τιμές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συγκριτικά με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ηλεκτροπαραγωγούς (και ας διαμαρτύρονται για το αντίθετο).
5. Ο τρόπος ρύθμισης των μονάδων ΑΠΕ ενθαρρύνει αδικαιολόγητα το υψηλό κόστος παραγωγής.
Οι ρυθμιστικές πολιτικές υπέρ των ΑΠΕ αυξάνουν το κόστος παραγωγής ενέργειας στην Ελληνική αγορά θέτοντας σε συνεχή δοκιμασία την αποδοτικότητα του κλάδου. Οι διαφορετικοί μηχανισμοί πληρωμών των παραγωγών ΑΠΕ που έχουν εφαρμοστεί έως σήμερα (feed in tariff, feed in premium ) δεν έχουν καταφέρει να περιορίσουν τις δαπάνες.
Πιο συγκεκριμένα, στο τέλος του έτους 2019 (δημοσιευμένα στοιχεία από τη ΡΑΕ), η συνολική εγκατεστημένη ισχύ των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής στο Ελληνικό ηπειρωτικό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ήταν 18.330MW (μεγαβατ). Από τα 18.330 MW, τα 11.975MW εγκατεστημένης ισχύς καλύπτονται από τις συμβατικές μονάδες παραγωγής και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά και, τα 6.355MW εγκατεστημένης ισχύς καλύπτονται από τις μονάδες ΑΠΕ.
Το ίδιο έτος, τα συνολικά έσοδα από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας για τους παραγωγούς συμβατικών μονάδων παραγωγής ήταν 2,026 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ για τους παραγωγούς ΑΠΕ τα συνολικά έσοδα, την ίδια περίοδο, ήταν 2,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι συγκριτικά, τα έσοδα για τις συμβατικές μονάδες παραγωγής από την αγορά ήταν 169.185 Ευρώ ανά 1 MW (μεγαβάτ) εγκατεστημένης ισχύς ενώ τα έσοδα για τις μονάδες ΑΠΕ ήταν 330.448 ευρώ ανά 1 MW εγκατεστημένης ισχύς. Δηλαδή, οι μονάδες ΑΠΕ παρήγαν το 30% της ημερήσιας συνολικής εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής λαμβάνοντας διπλάσια έσοδα από τα έσοδα που έλαβαν οι υπόλοιπες συμβατές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής (φυσικού αερίου, λιγνίτη, πετρελαίου) που παράγουν το 70%.
Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με τα Διεθνή στοιχεία (BNEF,Lazard,IEA,Irena,McKinsey 2018) το κόστος κατασκευής και λειτουργίας μονάδων ΑΠΕ (αιολικά, φωτοβολταϊκά) είναι πλέον μικρότερο συγκριτικά με το αντίστοιχο κόστος κατασκευής και λειτουργίας των ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων όλων των άλλων τεχνολογιών.
6. Ο μεγάλος αριθμός των ήδη αδειοδοτημένων έργων ΑΠΕ στην εγχώρια αγορά αυξάνει το τρέχον και το μελλοντικό κόστος ενέργειας.
Μέχρι το τέλος του έτους 2019, ο αριθμός των έργων ΑΠΕ που είχαν λάβει άδεια παραγωγής από τη ΡΑΕ ήταν 2.389 έργα, συνολικής ισχύς 27.624 MW (μεγαβάτ). Με την προώθηση από την πλευρά του Υπουργείου της πολιτικής «της απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης», αυτός ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω. Σημειώνουμε ότι η ημερήσια ζήτηση στην Ελλάδα δεν ξεπερνά τη χρήση εγκατεστημένης ισχύς 10.000MW.
Το μέσο μέγεθος των ήδη αδειοδοτημένων έργων ΑΠΕ όπως αυτό καταγράφεται από τη μέση ισχύ τους είναι στα 11,5 MW (μεγαβάτ). Ειδικά στα αδειοδοτημένα αιολικά έργα, το μέγεθος (η μέση ισχύ) των αδειοδοτημένων έργων ανεβαίνει μόλις στα 22MW όταν την ίδια στιγμή, το μέγεθος των νέων έργων που κατασκευάζονται στην Ευρώπη ξεπερνούν κατά μέσο όρο την ισχύ των 150 MW στο ηπειρωτικό έδαφος και την ισχύ των 400ΜW στη θάλασσα.
Οι άδειες αυτές θα αποτελέσουν τροχοπέδη τόσο για την ανάπτυξη της Ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας όσο και για την προώθηση νέων έργων ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας της τάξεως των 400 – 600 MW. Επιπλέον, θα πιέζουν για περαιτέρω αύξηση του τέλους ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ) καθώς όπως προβλέπεται, οι διεθνείς τιμές της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας τα επόμενα χρόνια θα μειώνονται.
Συμπεράσματα και Προτάσεις
Τα στοιχεία δείχνουν ότι αν δεν ληφθούν σημαντικά μέτρα διοικητικής απορρύθμισης και δεν ενσωματωθούν πλήρως στην αγορά τα εξαιρούμενα μέχρι σήμερα τμήματα της παραγωγής και της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας τότε θα συνεχίσει να διευρύνεται η διαφορά μεταξύ της αξίας της παραγωγής που (θα) διαμορφώνεται από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από την αξία της διοικητικά ρυθμιζόμενης παραγωγής και κατανάλωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εγχώριες τιμές θα υποβάλλονται συνεχώς σε διοικητικές παρεμβάσεις και θα είναι υποκείμενες των πάσης φύσεως οργανωμένων επιχειρηματικών πιέσεων, με τελικό αποτέλεσμα τη διαμόρφωση των τελικών τιμών κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας υψηλότερα από τις μέσες Ευρωπαϊκές τιμές.
Η ενεργειακή μετάβαση και η ηλεκτροκίνηση δηλαδή, ο εξηλεκτρισμός του παγκόσμιου ενεργειακού μοντέλου θα απαιτήσουν πολύ χαμηλότερες τιμές κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από τις τρέχουσες τιμές στην Ελλάδα και την Ευρώπη για να είναι δυνατή η πρόσβαση του συνόλου των πολιτών στα αγαθά και τις υπηρεσίες που θα υποστηρίζουν το νέο ενεργειακό μοντέλο. Δημόσιες πολιτικές που (θα) στοχεύουν απλώς σε φορολογικές ελαφρύνσεις και σε προνομιακές τιμές σε διαφορετικές κατηγορίες καταναλωτών και παραγωγών, δεν (θα) είναι αρκετές για να επιτευχθεί δίκαια και ισότιμα η ενεργειακή μετάβαση για το σύνολο της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής κοινωνίας.
O Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος (1971) είναι Οικονομολόγος, – Διεθνολόγος (ΕΕΠ). Ειδικός Επιστήμονας Βαθμός Α, στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ)
Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι αποκλειστικά προσωπικές.