Στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου σταμάτησαν οι κλινικές δοκιμές του εμβολίου ενάντια στον SARS-CoV-2 του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και της Astra Zeneca, όταν αναφέρθηκε η δεύτερη περίπτωση σοβαρής παρενέργειας σε εθελοντή που συμμετείχε σε αυτές. Στις αρχές της περασμένης εβδομάδας σταμάτησαν και οι κλινικές δοκιμές του αντίστοιχου εμβολίου της Johnson & Johnson εξαιτίας μιας «ανεξήγητης ασθένειας σε έναν από τους συμμετέχοντες», σύμφωνα με ανακοινωθέν της εταιρείας. Και στα μέσα της περασμένης εβδομάδας πληροφορηθήκαμε ότι ένας άλλος φαρμακευτικός κολοσσός, η Eli Lilly, σταμάτησε τις κλινικές δοκιμές του μονοκλωνικού αντισώματος που είχε παρασκευάσει εναντίον του ιού και του οποίου η δράση εξεταζόταν σε συγχορήγηση με το αντι-ιικό φάρμακο ρεμδεσιβίρη. Σύμφωνα με την εταιρεία, η δοκιμή σταμάτησε λόγω «ανησυχιών σχετικών με την ασφάλεια».
Τι σημαίνουν άραγε όλα τα παραπάνω; Κατ’ αρχάς σημαίνουν ότι το σύστημα δουλεύει. Παρά τους φόβους μας ότι η κοινωνική και πολιτική πίεση για γρήγορα αποτελέσματα στις κλινικές δοκιμές εμβολίων και φαρμάκων κατά του SARS-Cov-2 θα είχε σαν συνέπεια εκπτώσεις στην ασφάλεια, αυτό το κάκιστο σενάριο δεν φαίνεται να επαληθεύεται. Ολα δείχνουν ότι οι ανεξάρτητες επιτροπές εμπειρογνωμόνων οι οποίες εποπτεύουν όλες τις κλινικές δοκιμές δεν διστάζουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους.
Αυτό που δεν φαίνεται να γίνεται σωστά όμως, έχει να κάνει με την ενημέρωσή μας: πολύ λίγα στοιχεία για τους ακριβείς λόγους που σταματούν οι κλινικές δοκιμές γίνονται γνωστά. Χαρακτηριστικά είναι τα «μισόλογα» των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ, σύμφωνα με ανακοίνωση των οποίων η κλινική δοκιμή του αντισώματος της Eli Lilly σταμάτησε όταν έφτασε σε ένα «προκαθορισμένο όριο σχετικά με την ασφάλεια» μετά από πέντε ημέρες χορήγησης.
Οι λόγοι άρσης μιας κλινικής δοκιμής δεν είναι πάντοτε κακοί: διπλές τυφλές κλινικές δοκιμές (όπου δηλαδή ούτε οι γιατροί ούτε οι εθελοντές γνωρίζουν ποιοι λαμβάνουν το πραγματικό και ποιοι το εικονικό σκεύασμα) μπορούν να σταματήσουν πρόωρα όταν διαφαίνεται ότι ένα ποσοστό εθελοντών πηγαίνει πολύ καλύτερα από τους άλλους καθώς θα ήταν ανήθικο να συνεχίζεται η χορήγηση εικονικού σκευάσματος σε άτομα που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από το πραγματικό. Δυστυχώς η ασάφεια και στην ανακοίνωση για το αντίσωμα της Eli Lilly δεν επιτρέπει εξαγωγή συμπερασμάτων. Γεγονός το οποίο εντείνει τη δυσπιστία και σβήνει ελπίδες που τόσο πολύ χρειαζόμαστε.