Καταθέτω μια νέα προσέγγιση στον δημόσιο διάλογο αναφορικά με την ανάλυση των λόγων της τουρκικής συμπεριφοράς που μέχρι σήμερα δεν έχει εμφανισθεί από κάποιον συνάδελφο πανεπιστημιακό ή έγκυρο αναλυτή.
Εδώ και καιρό έχω δημοσίως ορίσει την τουρκική συμπεριφορά με αρθρογραφία σε ελληνικά αλλά και διεθνή μέσα, αλλά και ως μέρος των διαλέξεών μου στο μάθημα του 4ου έτους στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με τίτλο «Turkey: Society, Politics and Economy», ως σημείο κορύφωσης του τουρκικού αναθεωρητισμού, όπως αυτός αναπτύχθηκε σε συνθήκες ευνοϊκές για τον ίδιο για δύο σημαντικούς λόγους:
Α) Τα σημαντικά σφάλματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής από την εποχή της προεδρίας του χαρισματικού Μπαράκ Ομπάμα που ως συνέπεια είχαν να δώσουν χώρο στην Τουρκία να αναπτύξει τον αναθεωρητισμό της erga omnes και όχι μόνο inter partes.
Β) Η εδραίωση της πολυπολικής συστημικής ισορροπίας που προσφέρει τη δυνατότητα στην Τουρκία να αυξάνει τα κέντρα συνεννόησης και επικοινωνίας (π.χ. Μόσχα και Πεκίνο) υποβαθμίζοντας το γεγονός ότι ως μέλος του ΝΑΤΟ οι επιλογές της θα πρέπει να υπόκεινται σε ένα είδος εσωτερικού αυτο-ελέγχου από τη στιγμή που η Συμμαχία δείχνει ανήμπορη – ή και αδιάφορη – να ελέγξει ουσιαστικά την πολυσημία της Αγκυρας. Οπως επίσης έχω τονίσει, η συγκεκριμένη συμπεριφορά της Αγκυρας δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με τον τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν, αλλά με τις παραπάνω παραμέτρους. Επομένως η αισιόδοξη – όσο και «ανάλαφρη» – άποψη που έχω ακούσει και από διπλωμάτες άλλων κρατών ότι όλο αυτό θα τελειώσει όταν ο τούρκος πρόεδρος αποχωρήσει από την πολιτική σκηνή στερείται σοβαρότητας.
Ας πάμε όμως ένα βήμα πιο πέρα. Για ποιον λόγο η Αγκυρα μέσω της ανορθολογικής, για λόγους υλικής, στρατηγικής και επιχειρησιακής διάστασης, νέο-Μαχαναϊκής [Mahanian] πολιτικής της Γαλάζιας Πατρίδας συνεχίζει να πιέζει διαρκώς την Ελλάδα; Υποστηρίζω και θέτω το ζήτημα σε δημόσιο διάλογο, καλώντας και άλλους συναδέλφους πανεπιστημιακούς να αξιολογήσουν τη θέση αυτή, ότι η Τουρκία εφαρμόζει ψυχολογικές επιχειρήσεις μαζικής κλίμακας με στόχο τον συναισθηματισμό, αρνητικό επηρεασμό της ελληνικής κοινωνίας και υπέρτατο κίνητρο τη διεύρυνση του συνδρόμου ηττοπάθειας που έχει ήδη αρχίσει και εμφανίζεται στο εσωτερικό της χώρας – ακόμη όμως αποσπασματικά. Για ποιον λόγο όμως τώρα; Γιατί η συγκεκριμένη κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις συντηρείται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα από την Αγκυρα σε σημείο που έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο χρονικής αλλά και ποιοτικής διάστασης;
Υποστηρίζω ότι ο λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι οδεύουμε αισίως στα 200 χρόνια ελληνικού κράτους. Τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το χρονικό ορόσημο; Η Ελλάδα – ορθώς – δεν εορτάζει τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους σε οργανωμένο κυρίαρχο οικοδόμημα της νεωτερικότητας αλλά την έναρξη της Εθνικής Παλιγγενεσίας, όπως αυτή σηματοδοτείται από την 25η Μαρτίου. Αυτή την άνοιξη η Ελλάδα αλλά και ο απανταχού Ελληνισμός, από το ελεύθερο πολιορκημένο Ριζοκάρπασο έως το Welington της Νέας Ζηλανδίας, εορτάζει την τοποθέτηση του θεμέλιου λίθου της ελευθερίας του. Σε ιστορικό επίπεδο όμως η 25η Μαρτίου αποτελεί και την αρχή του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού είναι η πρώτη επιτυχημένη εθνική επανάσταση που αποδιοργανώνει τη δομή της λειτουργίας των Millet και δημιουργεί εμπράγματες εδαφικές συρρικνώσεις στον ευρωπαϊκό ιστό της Υψηλής Πύλης. Η Ελληνική Εθνική Παλιγγενεσία οργώνει το έδαφος να κυοφορήσουν αργότερα και οι εθνικοί πόθοι κι άλλων εθνών της Βαλκανικής, όπως οι Σέρβοι ή οι Βούλγαροι.
Είναι αυτή η στιγμή των 200 ετών που η Τουρκία ως μέρος της αναθεωρητικής της πολιτικής, ή έστω ως ένδειξη της θεαματικής ανόδου της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς, θέλει να ακυρώσει στις καρδιές και στις ψυχές των απανταχού Ελλήνων. Γι’ αυτό θα ήταν καλό οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης να σταματήσουν να έχουν στόχο την επιστημολογική ανάλυση του ιστορικού συμβάντος αυτού καθ’ αυτού. Τέτοιου είδους εκδηλώσεις υπό τη μορφή συνεδρίων και σεμιναρίων καλό θα είναι να λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό των Πανεπιστημίων και εμπρός σε γνωσιολογικά εκπαιδευμένο κοινό. Ας δώσουμε την ευκαιρία στην Ελληνίδα και στον Ελληνα να γιορτάσει με την ψυχή του τα 200 χρόνια Ελευθερίας με εκδηλώσεις μαζικές (πανδημίας επιτρέποντος ασφαλώς) και γνωσιολογικά λιγότερο περίπλοκες. Η Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη, πρόεδρος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», θεωρώ ότι κατανοεί πλήρως τις γραμμές αυτές. Οι Ψυχολογικές Επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας άλλωστε μπορούν να απαντηθούν καλύτερα μέσα από την τόνωση του συλλογικού ηθικού.
Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.