Ενώ το ΔΝΤ αναμένει βραδύτερους ρυθμούς ανάκαμψης σε σχέση με τις προσδοκίες της κυβέρνησης για την ελληνική οικονομία το 2021, όπως και βαθύτερη ύφεση εφέτος, τα ελληνικά ομόλογα σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, ενώ ο οργανισμός διαχείρισης δημόσιου χρέους (ΟΔΔΗΧ) σχεδιάζει τη στρατηγική του ευελπιστώντας πως από σήμερα και ως το τέλος του 2021 θα έχει αντλήσει από τις αγορές 13-14 δισ. ευρώ.
Οι επόμενοι 15 μήνες θεωρούνται σημαντικοί για τον ΟΔΔΗΧ, καθώς στο διάστημα αυτό θα μπορούσε να βελτιωθεί η αποκαλούμενη καμπύλη των αποδόσεων σε όρους ευρωομολόγου, ενισχύοντας την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της χώρας, κάτι που θα σημάνει και ένα μεγάλο βήμα επιστροφής προς την «κανονικότητα».
Οι αποδόσεις
Το ράλι των ομολόγων οδήγησε τις βραχυπρόθεσμες εκδόσεις με αρνητικά επιτόκια, ενώ οι αποδόσεις για δύο και πέντε χρόνια τείνουν προς το μηδέν, την ώρα που η Ελλάδα δανείζεται πλέον για 15 χρόνια χαμηλότερα από την Ιταλία, ενώ η απόδοση του ομολόγου αναφοράς των 10ετών κινείται στα ιστορικά χαμηλά του 0,82%, με ό,τι αυτό σημαίνει για το συνολικό προφίλ του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι βάσει των παραδοχών για τη βιωσιμότητά του, το spread (διαφορά της απόδοσης) στη 10ετία των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με αντίστοιχα γερμανικά ομόλογα αναφοράς θα έπρεπε να βρίσκεται σήμερα στις 390 μονάδες βάσης, για να υποχωρήσει στις 200 μονάδες βάσης ως το 2070, την ώρα που τις τελευταίες ημέρες βρέθηκε στις 135 μονάδες βάσης.
Το δημόσιο χρέος
Σύμφωνα μάλιστα με τους υπολογισμούς κορυφαίων στελεχών, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ δεν θα ξεπεράσει το 205% εφέτος, όπως εκτιμά το ΔΝΤ, αλλά θα κυμανθεί στην περιοχή του 197%, καθώς το δημόσιο χρέος θα βρεθεί στα 337-338 δισ. ευρώ, ενώ το ΑΕΠ του 2020 θα ξεπεράσει τα 170 δισ. ευρώ.
Σημαντικό παράγοντα για τη χρηματοδότηση της χώρας διαδραματίζει σήμερα η συμμετοχή της στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, το «QE Πανδημίας», με τις δυνητικές αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ να φθάνουν συνολικά τα 27 δισ. ευρώ (από 13 δισ. ευρώ που έχει αγοράσει ως σήμερα). Σε ονομαστικές τιμές το ποσό αυτό περιορίζεται στα 23-24 δισ. ευρώ, και αυτό είναι το ποσό που μπορεί να αντλήσει με εύλογα επιτόκια από τις αγορές η Ελλάδα, χωρίς οι διεθνείς επενδυτές να φοβούνται μήπως αντιμετωπίσουν πρόβλημα ρευστότητας.
Να σημειωθεί ότι οι αγορές προεξοφλούν πως ίσως 10 Δεκεμβρίου η ΕΚΤ θα ανακοινώσει τη διεύρυνση του προγράμματος αγοράς τίτλων που υλοποιεί στο πλαίσιο της πανδημίας (PEPP) κατά 500 εκατ. ευρώ και την επέκτασή του ως το τέλος του 2021.
Εμπιστοσύνη
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΟΔΔΗΧ, που είχε προσφύγει ήδη εφέτος τέσσερις φορές στις αγορές αντλώντας 10 δισ. ευρώ, αναμένεται να προσφύγει και μία πέμπτη, κάποια στιγμή μετά τις αμερικανικές εκλογές, με στόχο την άντληση επιπλέον 2 ευρώ περίπου και συνολικά 13-14 δισ. ευρώ ως το τέλος του 2021.
Ετσι οι επόμενοι 15 μήνες θεωρούνται σημαντικοί για τον ΟΔΔΗΧ, καθώς στο διάστημα αυτό θα μπορούσε να βελτιωθεί η αποκαλούμενη καμπύλη των αποδόσεων με εκδόσεις 5ετούς, 10ετούς, 20ετούς ή και μεγαλύτερης διάρκειας αλλά με επανεκδόσεις (reopening) παλαιότερων εκδόσεων, ώστε να βελτιωθεί η ρευστότητα και οι ξένοι επενδυτές να αποκτήσουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους ελληνικούς τίτλους.
Η εξέλιξη αυτή, η δημιουργία δηλαδή μίας πλήρους καμπύλης με όρους ευρωομολόγου, θα μπορούσε να βελτιώσει το κόστος δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών, να στηρίξει τις αποτιμήσεις των μετοχών του χρηματιστηρίου, αλλά και συνολικά όλων των περιουσιακών στοιχείων της Ελλάδας, μια εξέλιξη που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ένα ουσιαστικό βήμα προς την κανονικότητα της χώρας, η οποία δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως πριν από μερικά χρόνια είχε σχεδόν χρεοκοπήσει.
Η ανάκαμψη
Παράλληλα, ενώ οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στα προ πανδημίας επίπεδα δεν θα πρέπει να αναμένεται πριν από το τέλος του 2022 ή ακόμα και το 2023, καθώς κανείς δεν γνωρίζει την πορεία της πανδημίας ή τη χρονική στιγμή της ανακάλυψης και της μαζικής διανομής του εμβολίου, η χώρα ενισχύει τα ταμειακά της διαθέσιμα ώστε να αντιμετωπίσει με καλύτερους όρους την επόμενη ημέρα.
Το ταμειακό «μαξιλάρι» φθάνει σήμερα τα 37,9 δισ. ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να ενισχυθεί κατά 3 δισ. ευρώ ως το τέλος του έτους και κατά 8-9 δισ. ευρώ το 2021, από το πρόγραμμα SURE, τα διαρθρωτικά ταμεία, τις εκταμιεύσεις των ANFA-SMP, τα μικροδάνεια, τις εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης κ.α.
Εκτιμάται μάλιστα πως ως το τέλος του 2020 θα μπορούσαν κεφάλαια 4-5 δισ. ευρώ να ενισχύσουν την οικονομία, ενώ περισσότερα θα μπορούσαν να είναι αυτά που θα διατεθούν και για το 2021, χρονιά ωστόσο που σε κάθε περίπτωση τα δημόσια έσοδα αναμένεται να ενισχυθούν.