Επειδή τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, όπως σοφά έχει αποτυπωθεί στη λαϊκή συνείδηση, στη σημερινή συγκυρία δεν χρειάζονται βαθυστόχαστες αναλύσεις για να αντιληφθούμε ότι η οικονομία έχει εισέλθει σε πορεία κρίσης εξαιτίας της πανδημίας που την καθιστά ακόμη πιο δύσκολη η παρατεταμένη ένταση με την Τουρκία. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα, η πορεία αναμφίβολα θα ήταν ανοδική όσο χαλάρωναν τα ευρωπαϊκά δεσμά των μνημονίων.
Κι αυτό φάνηκε πέρυσι το καλοκαίρι με τη μείωση-έκπληξη του ΕΝΦΙΑ, φόρων και εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες, με την άνθηση του τουρισμού και την προσδοκία ότι κάποτε θα μειωθούν οι φόροι για όλους.
Δυστυχώς όμως όλα ανατράπηκαν. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε το υπόβαθρο στο οποίο είχε σχεδιάσει την οικονομική πολιτική, βρίσκεται εδώ και οκτώ μήνες σε διαρκή ένταση που επιβάλλει η διαχείριση των αλλεπάλληλων κρίσεων και καλείται να βρει δύναμη και χρόνο να σκεφτεί καθαρά και να δώσει ώθηση στην οικονομία.
Γι’ αυτό το καυτό ζήτημα ας σταθούμε σε δύο επισημάνσεις που μπορεί να βοηθήσουν τους επόμενους δύσκολους μήνες. Η πρώτη είναι του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Θόδωρου Σκυλακάκη στη διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε το «Κέντρο Φιλελευθέρων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης» με αφορμή τη δημοσιοποίηση του Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας 2020. Δυστυχώς, η Ελλάδα βρίσκεται στην 29η θέση ανάμεσα στις 36 χώρες του ΟΟΣΑ, που σημαίνει ότι έχει υψηλότερη φορολογία από 28 αναπτυγμένες χώρες σε πέντε επιμέρους τομείς:
– Εταιρικούς φόρους, φόρους φυσικών προσώπων, φόρους κατανάλωσης, φόρους ιδιοκτησίας και φόρους κερδών που παράγονται στο εξωτερικό.
Ο υπουργός ξεκαθάρισε ότι «το 2021 θα έχουμε πολύ σοβαρή διεύρυνση της φορολογικής βάσης στην ιδιοκτησία, γεγονός που θα επιτρέψει να μειωθούν οι συντελεστές αναλογικά» και επιπλέον ότι χάρη στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης θα καταστούν πιο δύσκολες, με τεχνικά μέσα, η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή.
Και η δεύτερη επισήμανση ήταν του καθηγητή Παναγιώτη Λιαργκόβα, ο οποίος είπε την πιο πικρή αλήθεια για το πολιτικό σύστημα:
– Την περίοδο 2010-2016 ψηφίστηκαν 17 αμιγώς φορολογικοί νόμοι, ή 2, 4 νόμοι ανά έτος. Και διερωτήθηκε «πόσο φιλικό στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα μπορεί να είναι ένα φορολογικό περιβάλλον, το οποίο αλλάζει τόσο συχνά;».
Ολα αυτά πρέπει κάποτε να αλλάξουν…